Σα να έσβησε σήμερα ένα ολόκληρο κεφάλαιο του σινεμά έτσι όπως έφυγε σήμερα, σε ηλικία 89 ετών, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο τύπος του ηθοποιού που το κοινό λάτρευε: γοητευτικός, με καστανόξανθα μαλλιά και βλέμμα ζεστό όσο αλλά και αινιγματικό — μην ξεχνάμε πως η αίγλη του δεν στηρίχθηκε μόνο στην ομορφιά.
Ο Ρέντφορντ είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται, να αναδεικνύει το βάθος χαρακτήρων που θα μπορούσαν να μείνουν και επιφανειακοί δίχως να παραπονεθεί κανείς, και σε αντίθεση με άλλους ζεν-πρεμιέ, δε φοβήθηκε στιγμή να δείξει ευάλωτος, χαμένος, απογοητευμένος.
Πίσω όμως από τη διακριτική μελαγχολία της ματιάς του, μπορούσες να διακρίνεις ένα βλέμμα προς έναν κόσμο καλύτερο.
Όταν πέρασε πίσω από την κάμερα, η αναζήτηση έμοιαζε ίδια: Οι “Συνηθισμένοι Άνθρωποι” του 1980, ταινία δομημένη πάνω στον πόνο που ριζώνει στην Οικογένεια, του έφεραν το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, παρ’ όλο που μετέπειτα θα γυρίσει ακόμα καλύτερες (“Quiz Show”, “A river runs through it”, “The Horse Whisperer”), κι όταν επέλεγε να μην σκηνοθετήσει, αναλάμβανε ρόλους με “άνοιγμα”, χαρακτήρες που βρίσκονταν πάντα αντιμέτωποι με δυνάμεις μεγαλύτερες από τους ίδιους. Με έναν τρόπο, ο Ρέντφορντ ήταν ταυτόχρονα και σταρ, και καλλιτέχνης, και ενεργός πολίτης. Όταν τον έβλεπες στη μεγάλη οθόνη, είχες πάντα την αίσθηση ότι βλέπεις όχι τον σταρ, αλλά έναν άνθρωπο με ανησυχίες που μπορούσες να κατανοήσεις.
Αδύνατον πάντως να μην σκεφτείς αυτές τις δυο ταινίες του Τζορτζ Ρόι Χιλ που τον έσμιξαν με τον Πολ Νιούμαν, τους “Δυο ληστές” (Butch Cassidy and the Sundance Kid) και “Το κεντρί” (The Sting), του 1969 και του 1973 αντίστοιχα. Στην είδηση του χαμού του, κάποιοι από εμάς, αμέσως να τους σκεφτήκαμε δίπλα – δίπλα. Βλέπετε, στην μετά θάνατον ζωή μπορεί και να μην πιστεύουμε όλοι, αλλά όταν η αθανασία κερδίζεται στη μεγάλη οθόνη, ακόμα και οι αιρετικοί σιωπούν.