© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Τρία αδέλφια επιστρέφουν στο πατρικό μετά τον θάνατο του πατέρα τους, για να το πουλήσουν. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε φωτογραφίες, ξεχασμένα παιχνίδια και σιωπηλά δωμάτια, ξεκινά η πραγματική αφήγηση, εκεί όπου ανακαλύπτουμε κι εμείς, οι θεατές, αυτή την οικογένεια, μέσα από τους τοίχους που κάποτε κουβαλούσαν – και μετέδιδαν – ζωή.
Βασισμένη στην ομώνυμη κόμικ νουβέλα του Πάκο Ρόκα, η ταινία φροντίζει να μην υψώσει ποτέ τη φωνή της. Αντιθέτως, παρατηρεί – με μια κάμερα που κινείται διακριτικά, με φλας μπακ σε Super 8 και μια φροντισμένη, σχεδόν μίνιμαλ μουσική υπόκρουση. Υπάρχει ελαφράδα εδώ, και χιούμορ ανθρώπινο, ένα από τα πολλά ατού της ταινίας που αποφεύγει θεαματικά την πιο κοινή παγίδα που κρύβεται σε ιστορίες τέτοιου τύπου – την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Σταδιακά όμως, τα αδέλφια θα συνειδητοποιήσουν πως η αξία του σπιτιού δεν μπορεί στ’ αλήθεια να εκτιμηθεί: όσα κι αν κερδίσουν από την πώληση του, στην πραγματικότητα θα έχουν χάσει. Με άλλα λόγια ο Μοντόγια μας λέει πως τα σπίτια έγιναν μέσο συναλλαγής, κι αυτή είναι η τραγωδία μας. «Το Πατρικό» δεν είναι οικογενειακό δράμα, αλλά ένας αποχαιρετισμός στις γειτονιές που αλλάζουν, στις αυλές που ρημάζουν, στα σπίτια που δεν προλάβαμε να αποχαιρετήσουμε γιατί κάπου ξεχάσαμε πως μια υπογραφή σε ένα συμβόλαιο μπορεί να επιφέρει ένα πένθος πιο βαρύ κι’ από εκείνο που αποδώσαμε στους νεκρούς μας.
Επανεκκίνηση της σειράς «Τρελές σφαίρες» επιχειρεί το Χόλιγουντ, αυτή τη φορά με τον Λίαμ Νίσον στον πρώτο ρόλο – παίζει τον γιο του Λέσλι Νίλσεν, δυστυχώς όχι με λευκό αλλά με κομοδινί μαλλί. Δεν είναι αυτό το μόνο πρόβλημα: Ο σκηνοθέτης Ακίβα Σάφερ, παρά την προϋπηρεσία του, μοιάζει να αγνοεί τα στοιχειώδη του κωμικού καδραρίσματος – τα πάντα δείχνουν «επαγγελματικά» αλλά και διεκπαιρεωτικά, ενώ ο Νίσον δεν είναι κωμικός και φαίνεται (πολύ καλύτερα τα καταφέρνει η Πάμελα Άντερσον). Παρ’ όλα αυτά, και δεδομένης της άθλιας κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η αμερικάνικη κωμωδία (εξαιρώντας, ίσως, το «Sausage Party» και το πρώτο «Hangover»), η ταινία βλέπεται χάρη σε κάποια λεκτικά αστεία και ένα – δυο φαρσικές στιγμές που οφείλουν την ύπαρξη τους στον Μπλέικ Έντουαρντς.
Στο ντεμπούτο του, ο Μάικλ Σανκς παρουσιάζει με το «Μαζί» μια δυνατή ταινία τρόμου με γνήσια συναισθηματική ένταση που χρωστάει κάτι ψιλά στον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Εδώ, ένα ζευγάρι μετακομίζει σε απόμακρο, επαρχιακό σπίτι, μέχρι που συνειδητοποιούν πως κάποια μεταφυσική δύναμη τους θέλει… «μαζί», στην κυριολεξία. Είναι λίγο θολοί οι λόγοι σεναριακά, αλλά το όλο ζήτημα εδώ είναι η αλληγορία, και ο Σανκς την φέρνει γρήγορα στο πρώτο επίπεδο, κάτι που αποτελεί ταυτόχρονα πλεονέκτημα (η πλατωνική επεξήγηση έχει γούστο) και μειονέκτημα (ο Κρόνενμπεργκ αυτά θα τα άφηνε να τα σκεφτούν από μόνοι τους οι θεατές και θα πήγαινε κατευθείαν στο «ψητό»). Ο άνθρωπος όμως έχει πραγματικό χάρισμα στην κινηματογραφική αφήγηση και ανυπομονούμε να δούμε τι θα κάνει μετά – οι φίλοι του είδους δεν πρέπει να το χάσουν.
Όσο για τις επανεκδόσεις, ο μέγας νικητής είναι ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, καθώς επανεκδίδεται το «Ζούσε τη ζωή της» του 1962, όπου η Άννα Καρίνα περιφέρεται στο Παρίσι με βλέμμα χαμένο στο μέλλον που δεν έζησε ποτέ. Ο Γκοντάρ κινηματογραφεί την ηρωίδα του (που παρατά σύντροφο και δουλειά για να γευτεί, ως πόρνη, μια ψευδεπίγραφη ελευθερία) όχι σαν γυναίκα, αλλά σαν μια ιδέα. Και στην πορεία, το φιλμ διακόπτεται από τη ζωή.