© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ένα πλήθος άμοιρων περιπλανιέται στην έρημο μιας φανταστικής Αραβικής χώρας (που βομβαρδίζεται από μια φανταστική ρωσόφωνη χώρα), και ένα παιδί υψώνει κοντάρι σημαίας όπου στη κορυφή του όμως δε στέκει το έμβλημα ενός Κράτους αλλά το έμβλημα του «Σούπερμαν».
Δεν το βγάζω από το κεφάλι μου, συμβαίνει στ’ αλήθεια. Και βέβαια, μια χαρά έμβλημα Κράτους είναι ο ίδιος ο Σούπερμαν, και όλοι οι άλλοι υπέρ-ήρωες της DC και της Marvel που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα: Η Παγκόσμια Ηθική δεν μπορεί παρά να είναι μία και αδιαίρετη, και ευτυχώς που είμαστε εδώ οι φίλοι σας, οι Αμερικάνοι, για να την εφαρμόσουμε. Ο Τζέιμς Γκαν τώρα, που έγραψε και σκηνοθέτησε αυτό το reboot, προέρχεται από τη σχολή των b-movies (μαθήτευσε στο θρυλικό στούντιο της Troma), όμως δυστυχώς μοιάζει να έχει ξεχάσει τα μαθήματα αφηγηματικής οικονομίας εκείνης της σχολής: Τα λεπτά περνούν σαν ώρες μέχρι να φτάσουμε στην πολυπόθητη δράση και η νέα αυτή εκδοχή του Σούπερμαν μοιάζει να είναι η χειρότερη απ’ όσες προηγήθηκαν κινηματογραφικά – ακόμα και από του Ζακ Σνάιντερ δηλαδή, που αυτό πρέπει να αποτελεί ένα κάποιου είδους κατόρθωμα. Ειλικρινά, υπάρχουν εικόνες εδώ που πραγματικά κάνουν τις βλεφαρίδες σου να φριζάρουν από τη κακογουστιά. Συμπαθής ο Ντέιβιντ Κορένσουετ ως Σούπερμαν, είναι όμως ο μόνος συμπαθής χαρακτήρας στην ταινία. Ίσως γι’ αυτό να κρίθηκε απαραίτητη η παρουσία ενός υπερδυναμικού σκύλου (με μπέρτα).
Πολύ καλύτερα θα περάσετε με τα «Επικίνδυνα πλάσματα», το νέο θρίλερ του Σον Μπερν που επιστρέφει μετά από απουσία μακρά (δικό του το πολύ ενδιαφέρον σκηνοθετικά «Hard candy») και αποτελεί ένα περίεργο χαρμάνι: Από τη μια, θαλασσινή περιπέτεια με καρχαρίες, και από την άλλη, θρίλερ με σειριακό δολοφόνο. Όπου νεαρά σέρφερ απάγεται από ψυχοπαθή που σχεδιάζει να την ταΐσει στα «δόντια της θάλασσας», όπως είχαν μεταφράσει οι Γάλλοι τα «Σαγόνια του καρχαρία», και θυμήθηκα τους Γάλλους μιας και η ταινία του Μπερν έκανε την πρεμιέρα της στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών. Όλοι οι καλοί χωράνε λοιπόν, και στις Κάννες, αλλά και στην ίδια την ταινία: Ο Μπερν δε διστάζει να «ξεσηκώσει» εικόνες ακόμα και από τη «Σιωπή των αμνών» σε ένα φιλμ που μοιάζει να ισορροπεί αδιάκοπα σε μια μεταμοντερνίζουσα ειρωνεία, που ναι μεν δείχνει να είναι καμωμένη με ασφάλεια (για το κοινό των multiplex) αλλά είναι και εξόχως καλοκουρδισμένη.
«Η καρδιά ενός τζογαδόρου» ξεκινά σε τόνο νοσταλγικό, με φόντο τη μεταπολεμική Αμερική, καθώς η Μύριελ ξελογιάζεται με το «καλημέρα σας» από τον μικρότερο αδελφό του συζύγου της, τον Τζούλιους που επιστρέφει από τον πόλεμο της Κορέας. Οι τρεις τους θα φτάσουν στην Καλιφόρνια με στόχο τη μεγάλη ζωή και, στην αρχή, όλα δείχνουν να λειτουργούν. Όμως πολλά μυστικά κρύβονται στο σενάριο αυτής της μεγαλεπήβολης ομολογουμένως παραγωγής, που προσπαθεί να χωρέσει το queer στοιχείο στη φόρμα ενός επικού χολιγουντιανού δράματος, σαν αυτά που κάποτε σκηνοθετούσε ο Νίκολας Ρέι. Το πρόβλημα όμως δεν είναι πως το προκύπτον ερωτικό τρίγωνο δεν είναι ακριβώς αυτό που περιμένουμε (και δεν είναι ακριβώς τρίγωνο), αλλά πως οι δραματουργικές υπερβάσεις «στουκάρουν» στη φόρμα, αντί να αφομοιωθούν. Σαν λάδι σε νερό, επιπλέουν παράφωνα στο σώμα μιας ταινίας που έπρεπε να στηθεί με λιγότερη σοβαροφάνεια – αλλά ο Τζέικομπ Ελορντί διαθέτει μια νεανική αυθάδεια στο βλέμμα που σε πηγαίνει πολλές δεκαετίες πίσω.
Έχουμε κι άλλα: «Ο κύριος Αζναβούρ» αποτελεί μια μικρή βιογραφία (στην έκταση που καλύπτει – όχι στη διάρκεια της) του σπουδαίου Αρμένιου τροβαδούρου, που έκανε το περιβόητο “chanson” γνωστό σε κάθε γωνιά. Είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε την ευρεία αποδοχή του: Κόντρα στην καταγωγή του, στο παρουσιαστικό του (δεν τον έλεγες και καλλονό) και στο γρέζι της φωνής του, ο Αζναβούρ μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως «ο Γάλλος Σινάτρα», υπερτερούσε όμως σχεδόν στα πάντα. Αναφορικά με την ταινία τώρα, θα περίμενε κανείς μια μεγαλύτερη σε μέγεθος παραγωγή: Όλα είναι στημένα σε στούντιο, με ελάχιστα εξωτερικά πλάνα, σκηνοθετικά τίποτα δεν κινείται πέραν του Ακαδημαϊκού (με λίγα παιχνιδίσματα γιατί Γάλλοι είναι αυτοί), όμως μια τέτοια ταινία δεν μπορεί παρά να είναι ταινία ηθοποιού. Και ο Ταχάρ Ραχίμ είναι εκπληκτικός στον πρώτο ρόλο καθώς δεν έχει «ξεσηκώσει» απλώς τις μούτες και τις χειρονομίες του Αζναβούρ, αλλά δείχνει να έχει καταλάβει πλήρως ποιον ήρωα ενσαρκώνει.
Στις «Μπαλκονάτες» το στήσιμο σε παραπέμπει, από το πρώτο καρέ, στις «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» του Αλμοδόβαρ. Εκεί, η Κάρμεν Μάουρα έτρεχε για να αποτρέψει τη δολοφονία του – φρικτού – πρώην εραστή της από την ψυχοπαθή σύζυγο του. Εδώ, ο φόνος γίνεται σχετικά νωρίς, και η όλη ίντριγκα αφορά στην συγκάλυψη του εγκλήματος από την κοριτσοπαρέα. Με Νοεμί Μερλάν (που επίσης σκηνοθετεί), Σουεϊλά Γιακούμπ και Σαντά Κοντρενού, σε σενάριο μάλιστα που συν-υπογράφει η Σελίν Σιαμά («Το πορτραίτο της γυναίκας που φλέγεται»). Περισσότερο αντιδραστικό από χιουμοριστικό – κι όμως βλέπεται ευχάριστα, χάρη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστριών του.
Στις επανεκδόσεις της εβδομάδας, «Η ώρα του λύκου», του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με Μαξ Φον Σίντοφ και Λιβ Ούλμαν, η γυναίκα ενός ζωγράφου που μαστίζεται από εφιάλτες γίνεται κοινωνός στην παράνοια του, σε μια γοτθικού τύπου διερεύνηση των διαπροσωπικών σχέσεων, η Έλσα Φαλκονέτι δίνει μια από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών στο «Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Ντράγιερ, παραγωγής 1928, και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έχει την επετειακή σειρά του με τη «Νύχτα αγωνίας» του 1945, με Ίγνκριντ Μπέργκμαν και Γκρέκορι Πεκ όπου διακεκριμένη ψυχαναλύτρια υποδέχεται τον νέο διευθυντή μιας κλινικής και σύντομα ανακαλύπτει ότι πρόκειται για έναν αμνησιακό απατεώνα, τον οποίο όμως αρχίζει να ερωτεύεται. Ούτε αγέραστο, ούτε αξεπέραστο (όπως άλλες ταινίες του Χιτς) αλλά σίγουρα απολαυστικό – μόνο και μόνο, αν θέλετε, για τη χημεία των πρωταγωνιστών του.