© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Στη νέα ταινία του Γουές Άντερσον με τίτλο «Το φοινικικό σχέδιο», ένας αινιγματικός βιομήχανος και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ευρώπη, επιβιώνει από το έκτο του αεροπορικό ατύχημα – ένα σαμποτάζ ενορχηστρωμένο από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις του Δυτικού Κόσμου καθώς οι περίπλοκες και αδίστακτες επιχειρηματικές του πρακτικές τον έχουν μετατρέψει σε εχθρό ανθρώπων πάσης ιδεολογίας.
Μαζί με την κόρη του – που μέχρι τώρα ζούσε σε μοναστήρι – αναλαμβάνει να «αναπληρώσει» τα κεφάλαια που του λείπουν για την επέκταση των επιχειρήσεων του, κάνοντας λίγο – πολύ το γύρο του κόσμου. Και οι βινιέτες ξεδιπλώνονται, χρυσοποίκιλτες και αλφαδιασμένες. Τι ακριβώς εμπορεύεται ο ήρωας μας, δεν μπορώ να σας πω, η ταινία ποτέ δεν το διευκρινίζει, αν και θυμίζει κάτι από Χάουαρντ Χιούζ, τον τρελομεγιστάνα / εφευρέτη / κινηματογραφιστή των ‘30s, και το σινεμά του Άντερσον ως γνωστόν, δανείζεται πολλά από τη φιλμική φόρμα της εποχής. Λιτά μέσα, και ελάχιστες (οριζόντιες ή κάθετες) κινήσεις της κάμερας σε ακαδημαϊκό φορμά – μέσα όμως στην εικόνα κυριαρχεί και πάλι η μαξιμαλιστική αρμονία και το ψυχαναγκαστικό «φίμωμα» κάθε ανθρώπινου συναισθήματος. Για άλλη μια φορά ένα μυθικό καστ επιστρατεύεται για να αρθρώσει τις ατάκες του ξεψυχισμένα, τοποθετημένο επί του κάδρου όπως περίπου τα πιόνια στην (πανάκριβη) σκακιέρα. Έχει πλάκα τώρα αυτό; Ε, την έχει. Γιατί εδώ υπάρχει και λίγη ψυχούλα κάτω από την ισοπεδωτική καλλιέπεια. Τα gags έρχονται κατευθείαν από τον Τεξ Άιβερι και είναι καλοκουρδισμένα. Η δε Χόουπ Ντέιβις παίρνει στη πλάτη της το συναισθηματικό βάρος του φιλμ γιατί, πολύ απλά, κάτι φαίνεται να υπάρχει πίσω από τη συστολή της. Καλύτερο από το – ανυπόφορο – «Asteroid city» δηλαδή. Κρίμα πάντως που δε ζει πια ο Τζιν Χάκμαν. Μόνο αυτός κατόρθωσε να τον κάνει να κοιτάξει κατάματα τους χαρακτήρες του, στο «Οικογένεια Τένενμπαουμ», που παραμένει η καλύτερη ταινία του.
Μένουμε στις νέες ταινίες με το «Η σπουδαία κυρία Χολ», όπου μια γερασμένη σταρ του Μπρόντγουεϊ μαθαίνει πως πάσχει από μια μορφή άνοιας που δρα γοργά και αμετάκλητα – όλα αυτά ενώ ετοιμάζεται να ανέβει ξανά στο σανίδι για να ερμηνεύσει Τσέχοφ. Η Τζέσικα Λανγκ είναι «όλα τα λεφτά» σε αυτό το πολύ συγκινητικό δράμα, και είναι κάπως κρίμα που είναι άτσαλα σκηνοθετημένο από τον σκηνοθέτη Κρίστοφερ Τζορτζ: Χρειαζόταν μια άλλη ευαισθησία απέναντι σε αυτό το υλικό. Είναι ευτύχημα όμως που η Λανγκ έχει καταλάβει το θέμα περισσότερο από τον σκηνοθέτη της. Η ερμηνεία της δίνει στο φιλμ τη δύναμη του – και φυσικά οι παρουσίες των καλών ηθοποιών που την πλαισιώνουν (Κάθι Μπέιτς, Πιρς Μπρόσναν).
Ο δε Χρήστος Μασσαλάς επιχειρεί με το «Killerwood» μια σάτιρα πάνω σε ένα φλέγον ζήτημα: Τι σημαίνει να γυρίζεις μια ταινία στην Ελλάδα. Ήρωας εδώ, ένας νεαρός σκηνοθέτης που προσπαθεί να βάλει μπρος τη νέα του ταινία, ένα θρίλερ τρόμου, βαθιά επηρεασμένο από τα Ιταλικά giallo (η Ρούλα Πατεράκη εδώ, σε έναν ρόλο που παραπέμπει σ’ αυτόν της Κλάρα Καλαμάι στο «Profondo Rosso» του Ντάριο Αρτζέντο). Έχει πλάκα, αλλά έχει και γούστο: Οι σκηνές της ταινίας-μέσα-στην-ταινία άνετα θα «περνούσαν» σε μια ταινία του είδους. Εξαιρετικοί οι Βαγγέλης Δαούσης και Έλσα Λεκάκου στους πρώτους ρόλους. Απουσιάζει όμως μια κάποια κορύφωση που θα απογείωνε το σατιρικό στοιχείο, λείπει το punchline δηλαδή.
Στις επανεκδόσεις, «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» επιστρέφει στα θερινά – το συνηθίζει αυτό, τώρα όμως έρχεται σε μια ολόφρεσκια αποκατεστημένη κόπια στα 4Κ, που θα πει, το ξαναβλέπεις. Είναι άλλωστε μοναδικό το ταίριασμα της μελαγχολίας του Μελβίλ με το παγωμένο βλέμμα του Αλέν Ντελόν. Πιο «νωπό» στη μνήμη μας έχουμε το γοητευτικά αλλόκοτο «Οδός Μαλχόλαντ» του Ντέιβιντ Λιντς, ίσως επειδή δεν έχουμε ακόμα ξεπεράσει το σοκ του θανάτου του, αλλά το γεγονός είναι η επανέκδοση της συγκλονιστικής «Ντροπής» του Μπέργκμαν. Ήρωες, ένα ζευγάρι μουσικών σε κρίση, σε έναν τόπο που μαστίζεται από κάποιον εμφύλιο πόλεμο. Η ταινία δεν μας δίνει καμία πληροφορία για το πού διαδραματίζεται, ποιες είναι οι δύο πλευρές και τι πρεσβεύουν. Το ζευγάρι δεν έχει «θέση» απέναντι σε αυτό που συμβαίνει. Και γι’ αυτό εντέλει θα τιμωρηθούν. Σχεδόν οργισμένο στις σημάνσεις του, παρά τους λιτούς ρυθμούς, κορυφώνεται με ένα συντριπτικό φινάλε. Ορίστε ένα πραγματικά επίκαιρο φιλμ, αναφορικά με το πως διαμορφώνεται η πολιτική σκέψη σήμερα. Γυρισμένο το 1968, σε σχεδόν «σκουριασμένο» ασπρόμαυρο από τον Σβεν Νίκβιστ, με Μαξ Φον Σίντοφ και Λιβ Ούλμαν. Σπάνια περίπτωση επανέκδοσης.