Φανταστείτε πως έχετε έναν διανοούμενο φίλο, μεγάλο μυαλό ρε παιδί μου, που βλέπετε σπάνια, κάθε δύο – τρία χρόνια. Ας πούμε τώρα πως κάθε φορά που σας επισκέπτεται, φέρνει και από μια ταινία μαζί του, και πριν τη δείτε, αράζετε και πιάνετε την κουβέντα.
Σε κάθε του επίσκεψη, οι φιλοσοφικές του παρατηρήσεις επεκτείνονται, το ίδιο και οι προβληματισμοί του. Το μυαλό του σας μαγεύει. Τα τελευταία χρόνια όμως, οι ταινίες που φέρνει μαζί του έχουν ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον. Ε κάπως έτσι νιώθω τελευταία με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. «Ο Κύριος Των Νεκρών», η νέα ταινία του, ξεκινά από την ιστορία του Καρς (τον ενσαρκώνει ο Βενσάν Κασέλ), ενός οραματιστή επιχειρηματία που, μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης γυναίκας του, δημιουργεί την GraveTech: μια επαναστατική αλλά αμφιλεγόμενη τεχνολογία που επιτρέπει στους ζωντανούς να παρακολουθούν τους αγαπημένους τους νεκρούς μέσα στα σάβανά τους. Μια νύχτα όμως, πολλοί τάφοι – συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου της γυναίκας του – βεβηλώνονται με άσχημο τρόπο. Θα μπορούσε να προκύψει ένα σασπένς εδώ, αλλά ο Κρόνενμπεργκ δεν ενδιαφέρεται νομίζω πια και τόσο για το σινεμά. Δεν θέλει να αφηγηθεί μια ιστορία, δε θέλει να μας παγώσει το αίμα, να μας σοκάρει, να μας συγκινήσει. Να περιαυτολογήσει θέλει, να αναπτύξει μια φιλοσοφία, μια προβληματική – η πλοκή είναι απλά η αφορμή. Θα μου πεις, και στη «Μύγα» δε συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει, αλλά υπόγεια, ενώ το δράμα «τρέχει». Εδώ, ο Κρόνενμπεργκ σχεδόν δεν καταδέχεται να ασχοληθεί.
Στο «Θεϊκό τυρί» της Λουίζ Κουρβουαζιέ, μια γιγαντιαία εμπορική επιτυχία στη Γαλλία, ένας ανέμελος 18χρονος που ζει στην επαρχία υποχρεώνεται να αναλάβει βαριές ευθύνες όταν χάνει τον πατέρα του – κι έτσι, αποφασίζει να φτιάξει το καλύτερο τυρί Κοντέ της περιοχής, κάτι που στον διαγωνισμό αγροτικών προϊόντων μπορεί να του αποφέρει το χρυσό μετάλλιο και 30.000 ευρώ. Κάπου ανάμεσα στην ηθογραφία και την ελαφριά κομεντί, με νότες από το σινεμά του Ρομέρ – αν και το γαλλικό κοινό δείχνει να απολαμβάνει γενικώς το επαρχιακό σκηνικό (θυμηθείτε και το «Η ευτυχία βρίσκεται στο λιβάδι», άλλο τεράστιο εμπορικό σουξέ). Τούτη εδώ η ιστορία ενηλικίωσης μοιάζει βέβαια να πατά σε ένα πιο «διεθνές» (να το πούμε έτσι) μοντέλο, και κάποια πράγματα δείχνουν προδιαγεγραμμένα, έχει όμως γούστο, στυλ, και έναν άγουρο ερωτισμό που σε αναζωογονεί.
Σε αντίθεση με το τελευταίο χάλι από τον Marvel, με τίτλο «Thunderbolts» όπου μια διευθύντρια της CIA στήνει μια παγίδα θανάτου σε τέσσερις «κουρασμένους» σούπερ ήρωες αλλά εκείνοι ασφαλώς ξεφεύγουν και επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη για να την εξουδετερώσουν. Φυσικά κάτι πάει λάθος μέσα σε όλο αυτό, αλλά ποιος νοιάζεται; Αφορμή είναι κι αυτό για να ανατιναχτεί ο μισός πλανήτης χωρίς να ανοίξει ρουθούνι – αν και βλέπουμε έναν φόνο παιδιού σε flashback γιατί μόνο έτσι ξέρουμε να συγκινούμε το κοινό – και να ακούσουμε τους ίδιους κουρασμένους μονολόγους αυτών των, αχ τόσο τραυματισμένων σούπερ-ηρώων που δεν έχουν μάθει να αγαπούν τον εαυτό τους. Είναι τόσο χυδαία κυνική αυτή η κάλπικη επίκληση στο συναίσθημα, τόσο «προκάτ» και άψυχο το τελικό «προϊόν», που, λίγη ευαισθησία να έχεις, δε γίνεται να μην εξοργιστείς.