Skip to main content

Η επιστροφή του Βιμ Βέντερς

Το "Perfect days" είναι μια ηλιαχτίδα κινηματογραφικού Ζεν

Υπάρχει κάτι απίθανα ελκυστικό στην τελευταία ταινία του Βιμ Βέντερς που μοιάζει να ξύπνησε από κάποιον λήθαργο: Δεν είναι απλά η καλύτερη ταινία μυθοπλασίας που γύρισε τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά και μια από τις κορυφαίες της φιλμογραφίας του – και ο άνθρωπος έκλεισε φέτος τα 78. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Ο ήρωας της ταινίας (ο Κότζι Γιακούζο, που έφυγε από τις Κάννες με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τη δουλειά του εδώ), είναι ένας μεσήλικας που καθαρίζει δημόσιες τουαλέτες για να ζήσει. Υπάρχει ένα έντονο κοντράστ εδώ: Όλες οι τουαλέτες είναι κατασκευές προηγμένης τεχνολογίας, σχεδόν διαστημικές, ενώ ο ίδιος μοιάζει να βρίσκεται ακόμα στην αναλογική εποχή. Ακούει μουσική από κασσέτες (“Pale blue eyes” από Velvet Underground, “House of the rising sun” από Animals – για να πάρετε ένα δείγμα), και κουβαλά μαζί του μια παλιά φωτογραφική μηχανή, αποτυπώνοντας το φως όπως αυτό ξεμυτίζει από τα κλαδιά των δέντρων, στα ολάνθιστα πάρκα του Τόκιο. Λίγα πράγματα συμβαίνουν: Μια συνάντηση με την ανηψιά του (τη λένε Νίκο – φαντάζομαι όχι τυχαία) μας αποκαλύπτει πως είναι γόνος πλούσιας οικογένειας, από την οποία μοιάζει να απομακρύνθηκε οικειοθελώς. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ακριβώς προκάλεσε τη ρήξη – και δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να μας αφορά, μας λέει ο Βιμ. Το ζήτημα εδώ είναι να ζήσουμε μέσα από τα μάτια αυτού του ήρωα. Να απολαύσουμε κάθε μικρό θαύμα, τη στιγμή που συμβαίνει. Βγαίνεις από την αίθουσα με ένα χαμόγελο, και μια ελαφράδα στην καρδιά.

Η δεύτερη καλύτερη ταινία γι’ αυτή την εβδομάδα, δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική, σε όλα της: Το “Εκεί που το κακό παραμονεύει”, μια ταινία σκληρού τρόμου από την Αργεντινή, ξεκινά από το γνώριμο μοτίβο της δαιμονικής κατοχής, και ανεβάζει την ένταση αργά και σταδιακά για να μεταμορφωθεί σ’ έναν μεγαλοπρεπέστατο εφιάλτη αίματος και φρίκης, φιλμογραφημένο με νοσηρή έμπνευση και τοποθετημένο σε επαρχιακό καμβά. Υπάρχουν σκηνές εδώ που δε θα ξεχάσετε για πολύ καιρό – ίσως και ποτέ. Που θα πει, οι αμύητοι με το είδος ας απέχουν.