Skip to main content

Γιώργος Λάνθιμος: «Το Poor Things δεν θα μπορούσε να γυριστεί ποτέ στην Ελλάδα»

Η ταινία, που εκτυλίσσεται στη βικτοριανή εποχή, αντικαθιστά το τέρας με την Μπέλα, μια όμορφη νεαρή νυμφομανή, η οποία αυτοκτονεί για να ξεφύγει από τον βίαιο άντρα της

«Νομίζω ότι ο σκοπός που κάνουμε ταινίες είναι για να γίνονται κτήμα του κόσμου. Κι εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να τις φτιάξω όσο πιο ανοιχτές γίνεται ώστε οι διαφορετικοί άνθρωποι που έρχονται από διαφορετικές κοινωνικές και προσωπικές εμπειρίες να μπορούν να έχουν τη δική τους προσωπική εμπειρία σ’ αυτό που βλέπουν. Να μην είναι, δηλαδή μονοδιάστατη για όλους η ταινία, αλλά να έχει διαφορετικές ερμηνείες και αίσθηση για κάθε άνθρωπο που τη βλέπει», δήλωσε ο Γιώργος Λάνθιμος στη συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία με αφορμή την ελληνική πρεμιέρα της νέας του ταινίας, «Poor things», που θα γίνει σήμερα το βράδυ (17/12) στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση παρουσία του σκηνοθέτη. Την ίδια ώρα με την Αθήνα θα γίνει πρεμιέρα και στη Θεσσαλονίκη, στο Ολύμπιον σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Το «Poor things», ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση, με πρωταγωνιστές την Έμμα Στόουν, τον Γουίλεμ Νταφόε και τον Μαρκ Ράφαλο θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την 1η Ιανουαρίου 2024 από την Feelgood Entertainment. Ωστόσο, στις 26 και στις 27 Δεκεμβρίου θα γίνουν κάποιες ειδικές προβολές με εισιτήριο σε αρκετούς κινηματογράφους.

Βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του Άλισντερ Γκρέι και σε σενάριο του Τόνι ΜακΝαμάρα, ο Έλληνας σκηνοθέτης αντιστρέφει το μύθο του Φρανκενστάιν και καταθέτει ένα καυστικό δοκίμιο για την ελευθερία και τη χαρά του σεξ, τις ταξικές ανισότητες, την ατομική και κοινωνική αυτοδιάθεση, την επιθυμία και την αγάπη.

Χωρίς την Έμμα Στόουν στο πλευρό του, αφού η Αμερικανίδα ηθοποιός δεν κατάφερε να έρθει, όπως ήταν προγραμματισμένο, στην Αθήνα, για λόγους υγείας, ο Γιώργος Λάνθιμος μίλησε, σήμερα το πρωί στους Έλληνες δημοσιογράφους, για τη νέα του ταινία και τη σημασία της δημιουργικής ελευθερίας που είναι το «κλειδί» σε ό,τι κάνει.

«Δεν μπαίνω πολύ συχνά στη διαδικασία του να προσπαθώ να αναλύσω τι είναι αυτό που λέει η ταινία ή τι μ’ ενδιαφέρει εμένα να πω μέσα από αυτή. Προσπαθώ – κι αυτό μάλιστα παρεξηγείται πολλές φορές – να μην μοιράζομαι αυτές τις σκέψεις μου και να μη δίνω ερμηνείες, γιατί νιώθω ότι περιορίζω τον τρόπο με τον οποίο κάποιος άλλος μπορεί να δει την ταινία. Η δική μου σκέψη είναι μόνο μία όψη αυτού του πράγματος, οι άλλοι μπορεί να δουν πολύ περισσότερα κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Υπάρχουν θέματα που είναι πιο προφανή, άλλα για λιγότερους ανθρώπους να τα καταλάβουν ή να τα προβάλουν. Επίσης έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου έχω νιώσει ότι είναι πολύ απίθανο αυτό που σκέφτεται κάποιος να υπάρχει στην ταινία, αλλά αυτή είναι η δική του προβολή και λέει περισσότερα για τον άνθρωπο, παρά για την ταινία» ανέφερε ο Έλληνας σκηνοθέτης σχετικά με το αν του δημιουργεί άγχος το πώς θα «διαβαστεί» η ταινία του από το κοινό.

Το «Poor things» συμπεριλαμβάνεται ήδη σε όλες τις λίστες των μεγάλων κινηματογραφικών περιοδικών και διεθνών κριτικών κινηματογράφου για τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, ενώ έχει ήδη επτά υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και δεκατρείς στα Critics Choice Awards και είναι ένα από τα αδιαφιλονίκητα φαβορί για τα επόμενα Όσκαρ, σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες.

Αναφερόμενος στη συνεργασία του με τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας, δήλωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουν είναι πολύ πρακτικός και σωματικός. «Θ’ ακουστεί παράξενο αλλά δεν τους λέω τίποτα. Δεν αναλύουμε χαρακτήρες και το είδος των ερμηνειών. Κατ’ αρχάς υπάρχει ένα σενάριο το οποίο, όπως το αντιλαμβάνομαι, έχει έναν έντονο χαρακτήρα και συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μετά μπαίνουμε σε μία διαδικασία να δουλέψουμε σωματικά και ενστικτωδώς, κατά την οποία κάνουμε διάφορες ασκήσεις, θεατρικές, σωματικές, όπου εάν οι ηθοποιοί δεν γνωρίζονται ήδη, έρχονται κοντά κι αισθάνονται άνετα ο ένας με τον άλλον και κάνουμε πρόβες χωρίς να προσπαθούμε να συγκεκριμενοποιήσουμε το πώς θα είναι η ερμηνεία τους τη στιγμή που θα κινηματογραφήσουμε. Στη διάρκεια των παιχνιδιών το σενάριο γίνεται δεύτερη φύση τους αλλά όχι με ορθολογικό τρόπο. Υπάρχει μία μνήμη που δημιουργείται σε σχέση με το κείμενο και τα σώματά τους. Επίσης, όλη η διαδικασία έχει να κάνει και με τους ηθοποιούς, που είναι εξαιρετικοί και αντιλαμβάνονται τις διάφορες υφές που έχει κάθε σκηνή και την εξέλιξη του χαρακτήρα τους. Προσπαθώ να μην συζητάμε πολύ γιατί με το να μην ξέρω ακριβώς τί σκέφτονται οι ίδιοι, καταφέρνω ν’ αποκτήσω μια απόσταση απ’ αυτό που βλέπω και κρίνω καλύτερα αν λειτουργεί ή όχι. Αν είχαμε συμφωνήσει κάποια πράγματα από πριν, θα μου ήταν πιο δύσκολο».

Η ταινία, που εκτυλίσσεται στη βικτοριανή εποχή, αντικαθιστά το τέρας με την Μπέλα, μια όμορφη νεαρή νυμφομανή, η οποία αυτοκτονεί για να ξεφύγει από τον βίαιο άντρα της. Την Μπέλα επαναφέρει στη ζωή ένας εκκεντρικός επιστήμονας, ο Γκόντγουιν Μπάξτερ, δίνοντάς της, ωστόσο, το μυαλό ενός μωρού. Διψασμένη να ανακαλύψει την αληθινή ζωή, το σκάει με τον Ντάνκαν, έναν ικανό και με αμβλυμμένη ηθική δικηγόρο, σε μια περιπλάνηση σε όλο τον κόσμο. Απελευθερωμένη από τις προκαταλήψεις και τα στεγανά της εποχής της, η Μπέλα επιδιώκει να δώσει τη μάχη της για την ισότητα και την ελευθερία.

«Στο βιβλίο του Άλισντερ Γκρέι η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ δεν περιγράφεται με τα δικά της λόγια αλλά μέσα από την οπτική διαφόρων άλλων χαρακτήρων. Από την πρώτη στιγμή που σκέφτηκα να το κάνω ταινία, ήθελα να βάλω την Μπέλα στο κέντρο και να δημιουργήσουμε μία ταινία για τη δική της ιστορία. Ενώ το βιβλίο είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση της βικτωριανής εποχής, μ’ έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον να φτιαχτεί ένας κόσμος που υποστηρίζει αυτή την επιλογή και αντικατοπτρίζει το πώς η Μπέλα έρχεται σ’ επαφή με όλο αυτό τον καινούριο κόσμο μέσα στον οποίο ταξιδεύει. Κι ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να φτιαχτούν οι πόλεις, το σπίτι της, το πλοίο όπου ταξιδεύει, στο στούντιο, με παραδοσιακές κινηματογραφικές τεχνικές, να χτιστούν τα σκηνικά κι όχι ν’ αποδοθούν ψηφιακά. Χρησιμοποιήσαμε φυσικά και εφέ για να συμπληρώσουμε αυτό που είχαμε φτιάξει, όμως τίποτα δεν έχει φτιαχτεί από το μηδέν ως ψηφιακό εφέ» εξήγησε ο Γ. Λάνθιμος.

Μιλώντας για την ενδυματολογία της Χόλι Γουάντινγκτον, είπε πόσο ενίσχυσε τη δραματουργία της ταινίας: «Ήταν εξαιρετικά δημιουργική και έδωσε στα κοστούμια νοηματική συνάφεια με την ιστορία της ταινίας. Για παράδειγμα, η Μπέλα όταν ξεκινά να δουλεύει στον οίκο ανοχής στο Παρίσι, φορά ένα αδιάβροχο από λάτεξ, που είναι πολύ ωραίο και μοιάζει όντως με προφυλακτικό. Επίσης, ένα άλλο σημαντικό κομμάτι ήταν πώς τα στοιχεία των κοστουμιών – και έπαιξε πολύ ρόλο κι η Εμμα σ’ αυτό – συνδυάζονται με την εξέλιξη του χαρακτήρα της Μπέλα».

Στο βιβλίο, η Αθήνα αναφέρεται στο ταξίδι της Μπέλα, ωστόσο δεν υπάρχει στην ταινία. «Η Αθήνα δεν ήταν ποτέ μεγάλο κομμάτι, εμφανιζόταν μία στιγμή σε μία κάρτα που έστελνε η Μπέλα στον Γκόντγουιν και τον Μαξ, που έλεγε “God, the Parthenon is still broken”. Ήταν ένα μικρό κομμάτι το οποίο κόπηκε στο μοντάζ» σημείωσε.

Στην ερώτηση για το εάν το «Poor Things» θα μπορούσε να έχει γυριστεί στην Ελλάδα και εάν ο ίδιος πήρε τη σωστή απόφαση πριν μια δεκαετία να φύγει από τη χώρα, ο Γ. Λάνθιμος είπε: «Είναι δυο διαφορετικά κομμάτια, το ένα είναι η χρηματοδότηση, το άλλο είναι πού θα γυριζόταν. Όταν ψάχναμε μέρος και καταλήξαμε στη Βουδαπέστη, όλες οι επιλογές ήταν ανοιχτές, ακόμα και η Ελλάδα, αλλά αποκλείστηκε γιατί εδώ δεν υπάρχουν στούντιο. Ούτε η τεχνική γνώση και η εμπειρία της κατασκευής τέτοιου επιπέδου σκηνικών. Η Ουγγαρία έχει τα μεγαλύτερα στούντιο στην Ευρώπη και μία παράδοση στην κατασκευή σκηνικών. Ο λόγος που η ταινία ήταν δύσκολο να γίνει παλιότερα, είναι ότι πριν από δέκα χρόνια μία τέτοια ιστορία δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα για τον κόσμο του σινεμά ή γενικότερα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Νομίζω άλλαξαν οι εποχές και καταφέραμε σιγά σιγά να την κάνουμε από τη στιγμή που κι εγώ έκανα κάποιες ταινίες μεγαλύτερου μεγέθους στα αγγλικά. Το ότι έφυγα από την Ελλάδα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έγιναν τα πρώτα βήματα για να γίνουν αυτές οι ταινίες. Εκείνη την εποχή μου έλεγαν, “καταπληκτικός ο Κυνόδοντας” αλλά αυτό που ζητούσαν ήταν “κάτι πιο mainstream που επειδή είσαι Ευρωπαίος θα είναι λίγο πιο ενδιαφέρον”. Ήταν δύσκολο αλλά τα καταφέραμε μ’ ένα τρόπο. Και από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η πορεία δεν έχει τόση σημασία το πού βρίσκεσαι. Στην αρχή ήταν σημαντικό, αυτή τη στιγμή νομίζω δεν παίζει τόσο ρόλο το πού βρίσκομαι».

Όσο για το αν του δημιουργεί επιπλέον άγχος ή μεγαλύτερη ελευθερία το γεγονός ότι, πλέον, μπορεί να κάνει τις ταινίες που θέλει και με τον τρόπο που θέλει, ο Έλληνας σκηνοθέτης τόνισε ότι πάντα έκανε τις ταινίες που ήθελε, απλώς στην αρχή δεν είχε χρηματική υποστήριξη. «Το άγχος πάντα υπάρχει, νομίζω στην αρχή υπήρχε μεγαλύτερη αφέλεια. Το περίεργο είναι ότι παρόλο που τα μπάτζετ μεγαλώνουν, πάντα σχεδιάζεις την ταινία μ’ έναν τρόπο, γίνεται μία κοστολόγηση κι όταν φτάνεις να την γυρίσεις ποτέ δεν είναι αρκετά τα χρήματα και υπάρχει ένας αγώνας για να την κάνεις. Το final cut και η δημιουργική ελευθερία για μένα είναι απαραίτητα και κλειδί σε όλα αυτά. Δηλαδή δεν νομίζω ότι θα έκανα ταινίες αν μου έλεγε κάποιος, “ναι, μπορείς να την κάνεις αλλά δεν μπορείς να έχεις το final cut, θα το συζητήσουμε μετά”. Έχω αρνηθεί πολλές φορές να κάνω ταινίες με χρηματοδότηση η οποία δεν μου εξασφαλίζει το final cut. Προτιμώ να περιμένω και να κάνω κάτι άλλο ή κάποιο άλλο επάγγελμα».