Skip to main content

Τριτ Γουίλιαμς – Αφανής, κι όμως μεγάλος

Ο Τριτ Γουίλιαμς ήταν όμορφος, σαν σταρ του παλιού Χόλιγουντ, την εποχή εκείνη που κάθε μεγάλο στούντιο είχε τους δικούς του αστέρες (έμοιαζε πολύ στον Κλαρκ Γκέιμπλ – αν μπορείτε, φανταστείτε τον με μουστάκι), αλλά διέθετε ταυτόχρονα και την ευφυία του να υπονομεύει αυτήν ακριβώς την ομορφιά, όπως άλλωστε υπαγόρευαν και οι κώδικες του New Hollywood της δεκαετίας του ’70.

Γι’ αυτό ίσως και να μην έγινε ποτέ του σταρ πρώτου μεγέθους – αν και πλησίασε μάλλον αρκετά: Οι πρώτοι του ρόλοι στο φημισμένο μιούζικαλ “Hair” (1979) του Μίλος Φόρμαν αλλά και στο “1941”, γυρισμένο την ίδια χρονιά από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, τον έφεραν στο προσκήνιο μόνο που τελικά, ήταν το θέατρο αυτό που θα κέρδιζε τον Γουίλιαμς, αν και έχει να επιδείξει μια αξιοθαύμαστη φιλμογραφία, με μια πραγματικά μεγάλη στιγμή: Τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταινία «Τον έλεγαν Πρίγκηπα της πόλης» (1981), σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Σίντνεϊ Λουμέτ. Εκεί, ένας αστυνομικός, δέχεται να μπει στον υπόκοσμο για ν’ ανακαλύψει ποιοι συνάδελφοι του δέχονται δωροδοκίες από έμπορους ναρκωτικών – γίνεται δηλαδή «καρφί», μια περιοχή που ο Λουμέτ είχε «καλύψει» σε μια προηγούμενη, διάσημη ταινία του, το «Σέρπικο». Κι όμως, ο «Πρίγκηπας» είναι μια κατά πολύ ανώτερη ταινία (το πίστευε και ο σκηνοθέτης της), ένα συνταρακτικό δράμα μεγάλης έντασης που, δυστυχώς, δεν κέρδισε το αμερικάνικο κοινό.

Η συνέχεια τον βρήκε σε άλλο ένα αριστούργημα που δε γνώρισε επιτυχία στην εποχή του, το «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε (1984), δίπλα στους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζέιμς Γουντς και Τζένιφερ Κόνελι. Κάπου εκεί ο Γουίλιαμς αρχίζει να δείχνει την ξεκάθαρη προτίμηση του στο θεατρικό σανίδι. Και μου ακούγεται λογικό: Όταν πηγαίνεις από τη μια ταινιάρα στην άλλη και ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται, κάπου πρέπει να εξασκήσεις τους δημιουργικούς σου μύες. Ο Γουίλιαμς ήταν πολύ καλός ηθοποιός για να ασχοληθεί, εντέλει, με την κινηματογραφική του εικόνα. Γι αυτό και άρχισε να προσέχει λιγότερο τις επιλογές του (έπαιξε και σε πολύ «δεύτερο» σινεμά), αν και περιστασιακά τον έβλεπες δίπλα στον Μπραντ Πιτ («The devil’s own» του 1997) ή τη Σάντρα Μπούλοκ («Μις με το ζόρι 2» του 2005). Και όταν έπεφτε πάνω σε κάποιο καλό σενάριο, άφηνε το στίγμα του σε ανεξάρτητες παραγωγές όπως το «Οι ωραίοι πεθαίνουν στο Ντένβερ» (1995 – πλάι στους Στιβ Μπουσέμι, Κρίστοφερ Γουόκεν και Άντι Γκαρσία) και το «Hollywood ending» (2002 – του Γούντι Άλεν με τον ίδιο και την Τία Λεόνε).

Εκτός όμως από καλλιτέχνης, ο Γουίλιαμς ήταν και άνθρωπος της δράσης, της περιπέτειας. Όχι μπροστά από τις κάμερες, αλλά πίσω απ’ αυτές: Είχε και δίπλωμα πιλότου, και δίπλωμα δύτη, εξασκώντας συχνά και τα δυο μέχρι το τέλος της ζωής του. Μια ζωή που έληξε στα 71 της χρόνια, άχαρα θα έλεγε κανείς, στο δρόμο, σε ένα ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του. Ποιος ξέρει αν τέτοιοι άνθρωποι θα προτιμούσαν έναν αργό θάνατο από φθορά.