Skip to main content

Αυθωρεί και παραχρήμα

Το «Fast X» τρέχει τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνεις τους παραλογισμούς του.

Η σειρά «Fast and the furious» ξεκίνησε με ένα καλοστημένο b-movie, σκηνοθετημένο με επαγγελματισμό από τον «μάστορα» Ρομπ Κόεν, και στη συνέχεια έχασε τον πρωταγωνιστή της (ο Βιν Ντίζελ ήθελε να ασχοληθεί με άλλα franchise που εντέλει αποδείχθηκαν λιγότερο προσοδοφόρα) για να τον ξαναβρεί τρία σίκουελ μετά (ποιος τα είδε αυτά, δεν έχω ιδέα). Σήμερα, βρισκόμαστε αισίως στο δέκατο φιλμ της σειράς, το οποίο διαβάζω πως κόστισε 340 εκατομμύρια δολάρια, δέκα (!) φορές περισσότερο από την πρώτη ταινία! Ομολογώ πως δεν είχα ιδέα πως το «Fast X» είναι το πρώτο μισό του κλεισίματος του franchise (ακολουθεί δηλαδή άλλη μια ταινία), οπότε απογοητεύτηκα πλήρως στο φινάλε, περιμένοντας την τιμωρία του αρχικακού Τζέισον Μομόα, όχι επειδή είναι «ενοχλητικά» κακός, αλλά επειδή παίζει απαίσια. Από θέαμα όμως χόρτασα. Το χρήμα φαίνεται: Σε μια εποχή όπου έχουμε δει κυριολεκτικά τα πάντα, έχει σημασία να «πιάνεις» τον εαυτό σου με το στόμα ανοιχτό – και αυτό έπαθα σε τουλάχιστον δυο στιγμές εδώ. Βέβαια, όλες αυτές οι σεκάνς εντυπωσιακών ειδικών εφέ ενώνονται μεταξύ τους με αφόρητα σχηματικούς επεξηγηματικούς διαλόγους, φιλμογραφημένους όπως – όπως, και, για να γκρινιάξουμε λίγο παραπάνω, ακόμα και αυτές οι σεκάνς που με εντυπωσίασαν, δείχνουν ξεκάθαρα στημένες ψηφιακά, σε αντίθεση ας πούμε με τις αντίστοιχες ενός Mission Impossible, όπου εκεί είναι ο ανθρώπινος παράγοντας που σου κόβει την ανάσα. Τα δε ηθικοπλαστικά λογύδρια περί οικογένειας, μάλλον εντάσσονται πλήρως στο πνεύμα της σειράς που, ας μην το ξεχνάμε, απευθύνεται σε έφηβους που όταν μεγαλώσουν θέλουν να γίνουν βαριά αρσενικά – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Στην Ισπανική κωμωδία «Το τεστ», ένας εκατομμυριούχος «διαλύει» ένα ζευγάρι όταν τους θέτει ένα μεγάλο δίλλημα: Προτιμάτε να σας δώσω 100.000 ευρώ τώρα, ή ένα εκατομμύριο σε δέκα χρόνια; Βλέποντας το, θυμήθηκα την «Ανήθικη πρόταση» του Άντριαν Λιν. Εκεί, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πρόσφερε ένα εκατομμύριο στην Ντέμι Μουρ για να κοιμηθεί μαζί του (σύντροφος της στην ταινία, ο Γούντι Χάρελσον – ίσως γι’ αυτό να μην το σκέφτηκε και πολύ). Στην εποχή μας πλέον το σεξ δεν είναι απαραίτητο. Οι δε ηθικές αναστολές (και τα μυστικά που αποκαλύπτονται) επ’ αυτού λίγο πάνε περίπατο όταν η σκηνοθετική διεύθυνση είναι τόσο επίπεδη, τόσο τηλεοπτική και ανασφαλής. Πέρασα πολύ καλύτερα με τον αναπάντεχα ευαίσθητο «Σοφέρ της κυρίας Μαντλέν» του Κριστιάν Καριόν όπου πρωταγωνιστεί ο Ντάνι Μπουν, γάλλος δημοφιλής κωμικός που όμως εδώ έχει σχεδόν δεύτερο ρόλο καθώς είναι ο ταξιτζής που συνοδεύει την 92χρονη Μαντλέν στον οίκο ευγηρίας που εκείνη επέλεξε. Όλο το «ζουμί», η διαδρομή, κατά τη διάρκεια της οποίας η Μαντλέν εξιστορεί τη ζωή της στον ευαίσθητο βιοπαλαιστή, και ο Καριόν, με μια σειρά από flashback, ζωγραφίζει το πορτραίτο μιας γυναίκας που πέρασε πολλά. Τη ζωή μιας νεαράς μπαλαρίνας εξιστορεί ο Σεντρίκ Κλαπίς στο ελαφρύ δράμα «Ο τελευταίος χορός», και δεν μπορώ να τονίσω αρκετά το «ελαφρύ» της υπόθεσης: Η ηρωίδα τραυματίζεται σοβαρά επί σκηνής και ανακαλύπτει πως ο σύντροφός της τήν απατά με την αναπληρώτρια χορεύτριά της, και από’κει ξεκινά μια αναδρομή στη ζωή της, παράλληλα με τις ανέμελες βόλτες της στα Παρισινά στενά. Μια ζωή ο Κλαπίς γυρίζει την ίδια, ανώδυνη, και αρκούντως «γαλλική» ταινία – προσωπικά δεν τον αντέχω άλλο πια.