Skip to main content

Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025: Στον Ούγγρο συγγραφέα Λάσλο Κρασναχορκάι το φετινό βραβείο

Ο Λάσλο Κρασναχορκάι είναι ένας σπουδαίος επικός συγγραφέας της Κεντροευρωπαϊκής παράδοσης που το ύφος του εκτείνεται από τον Κάφκα έως τον Τόμας Μπέρνχαρντ, και χαρακτηρίζεται από τον παραλογισμό και την γκροτέσκα υπερβολή

Στον συγγραφέα Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai) απονεμήθηκε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως ανακοίνωσε το μεσημέρι της Πέμπτης, η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών στη Στοκχόλμη.

Η Επιτροπή ανέφερε ότι η βράβευσή του έγινε: «για το συναρπαστικό και οραματικό έργο του που, εν μέσω αποκαλυπτικού τρόμου, επιβεβαιώνει τη δύναμη της τέχνης».

Σύμφωνα με το σκεπτικό που κατέθεσε ο Πρόεδρος της Σουηδικής Ακαδημίας Άντερς Όλσον, ο Κρασναχορκάι είναι ένας μεγάλος επικός συγγραφέας της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης που εκτείνεται από τον Κάφκα έως τον Τόμας Μπέρνχαρντ και χαρακτηρίζεται από τον παραλογισμό και τη γκροτέσκα υπερβολή. Ωστόσο, έχει κι άλλα χαρτιά στο μανίκι του, καθώς στρέφεται προς την Ανατολή υιοθετώντας έναν πιο στοχαστικό, λεπτομερώς ρυθμισμένο τόνο. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά έργων εμπνευσμένων από τις βαθιές εντυπώσεις που του άφησαν τα ταξίδια του στην Κίνα και την Ιαπωνία.

Photograph: Mirco Toniolo/Errebi and Shutterstock

Στοχαστής του μεταμοντέρνου κόσμου
Ο 71χρονος Κρασναχορκάι, γνωστός για τα πυκνά, μελαγχολικά και βαθιά φιλοσοφικά του μυθιστορήματα, έχει χαρακτηριστεί ως «μάστορας της αποκάλυψης» από την Αμερικανίδα Σούζαν Σόνταγκ, μία από τις κορυφαίες φιλοσόφους του 20ου αιώνα.

Τα έργα του –συχνά δυστοπικά και υπαρξιακά– κινούνται ανάμεσα στο χάος και την αναζήτηση νοήματος, ενώ ο ίδιος θεωρείται ένας από τους κορυφαίους λογοτεχνικούς στοχαστές της εποχής μας.

Δύο από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του, το «Το τανγκό του Σατανά» (1985) και η «Μελαγχολία της αντίστασης» (1989), μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον φίλο του, διάσημο σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, σηματοδοτώντας μια βαθιά συνεργασία ανάμεσα στη λογοτεχνία και το σινεμά.

Γεννημένος το 1954 στη Gyula της Ουγγαρίας, ο Κρασναχορκάι σπούδασε νομικά και φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Ζέγκεντ και της Βουδαπέστης. Εργάστηκε για χρόνια στο Βερολίνο, ενώ σήμερα ζει απομονωμένος στους λόφους του χωριού Pilisszentlászló, στη βόρεια Ουγγαρία.

Έχει τιμηθεί με σειρά διεθνών βραβείων, ανάμεσά τους το Kossuth, τη σημαντικότερη διάκριση της Ουγγαρίας, και το Man Booker International Prize (2015). Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, μεταξύ αυτών και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις.

Η τέχνη της αποκάλυψης
Στο «Τανγκό του Σατανά», ο συγγραφέας τοποθετεί την πλοκή σε μια εγκαταλελειμμένη αγροτική κοινότητα λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού, παρουσιάζοντας μια κοινωνία σε αποσύνθεση, εγκλωβισμένη στην απάθεια και τον κυνισμό.
Η «Μελαγχολία της αντίστασης» είναι μια αλληγορία για την άνοδο του χάους και του ολοκληρωτισμού, όπου ένα στοιχειωμένο τσίρκο και ένα τεράστιο πτώμα φάλαινας πυροδοτούν την αποκάλυψη σε μια μικρή ουγγρική πόλη.

Το «Πόλεμος και πόλεμος» (1999) θεωρείται το κορυφαίο έργο του, όπου ένας ταπεινός αρχειοφύλακας εγκαταλείπει τη Βουδαπέστη για τη Νέα Υόρκη, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αφήσει πίσω του ένα ίχνος ύπαρξης. Η πρόζα του χαρακτηρίζεται από μακρές, ελικοειδείς προτάσεις χωρίς τελείες, που αποτυπώνουν τον εσωτερικό λαβύρινθο του ανθρώπου.

Η Ελληνίδα που διεκδίκησε το βραβείο

Η παρουσία της Έρσης Σωτηροπούλου στη λίστα υποψηφίων έρχεται ως επιστέγασμα μιας πορείας που έχει ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα. Μεταφρασμένα έργα της κυκλοφορούν σε πολλές γλώσσες, ενώ έχει αποσπάσει σημαντική διεθνή κριτική αποδοχή, ιδιαίτερα με το μυθιστόρημα «Τι μένει από τη νύχτα», που απέσπασε το Βραβείο Μετάφρασης του Εθνικού Κύκλου Κριτικών Βιβλίων στις ΗΠΑ. Η συγγραφέας έχει διακριθεί για την τολμηρή γραφή της, τον πειραματισμό με τη φόρμα και την εξερεύνηση της ταυτότητας, της μνήμης και του σώματος.

Η Έρση Σωτηροπούλου είναι η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας που διεκδίκησε το Νόμπελ Λογοτεχνίας εξήντα δύο χρόνια μετά τα Νόμπελ του Σεφέρη (1963) και σαράντα έξι μετά το Νόμπελ του Ελύτη (1979)

Για το Νόμπελ Λογοτεχνίας είχαν υπάρξει κι άλλες ελληνικές υποψηφιότητες, οι οποίες ωστόσο δεν κατάφεραν να λάβουν το βραβείο. Ανάμεσα τούς ήταν  οι Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Καζαντζάκης,  Γεώργιος Σουρής,  Κωστής Παλαμάς,  Γιώργος Θεοτοκάς, Γρηγόριος Ξενόπουλος,  Άγγελος Σικελιανός,  Στρατής Μυριβήλης και  Ηλίας Σιμόπουλος.

Η τέχνη του λόγου παραμένει ανοιχτή σε όλες τις μορφές έκφρασης

Όπως κάθε χρόνο οι γραπτές προτάσεις για το Νόμπελ Λογοτεχνίας φτάνουν στην επιτροπή Νόμπελ έως τις 31 Ιανουαρίου. Συνήθως υπάρχουν περίπου 350 προτάσεις κάθε χρόνο. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης οι προτάσεις εξετάζονται από την Επιτροπή Νόμπελ και τον Απρίλιο παρουσιάζει για έγκριση από την Ακαδημία έναν προκαταρκτικό κατάλογο υποψηφίων, που περιέχει περίπου 20 ονόματα. Πριν από το καλοκαιρινό διάλειμμα της Ακαδημίας, η λίστα συνήθως μειώνεται περαιτέρω σε περίπου πέντε ονόματα. Τον Οκτώβριο η Ακαδημία κάνει την επιλογή της.

Για να είναι έγκυρη η εκλογή, ένας υποψήφιος πρέπει να συγκεντρώσει περισσότερες από τις μισές ψήφους. Ο τιμώμενος συγγραφέας λαμβάνει το βραβείο, το οποία συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 11 εκατομμυρίων κορωνών Σουηδίας (1,1 εκατ. δολάρια), από τα χέρια βασιλιά Καρόλου ΙΣΤ΄ Γουσταύου, στο Μέγαρο Μουσικής της Στοκχόλμης στις 10 Δεκεμβρίου – Ημέρα του Νόμπελ.

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας έχει απονεμηθεί 117 φορές σε 121 δημιουργούς από το 1901 έως σήμερα. Μόλις 18 γυναίκες έχουν λάβει τη διάκριση, με πρώτη τη Σέλμα Λάγκερλεφ (1909) και τελευταία, το 2024, τη Νοτιοκορεάτισσα Χαν Κανγκ.

Το βραβείο έχει τιμήσει προσωπικότητες που διεύρυναν τα όρια της λογοτεχνίας, από τον Άλμπερτ Καμύ και τη Τόνι Μόρισον, έως τον Μπομπ Ντίλαν, επιβεβαιώνοντας ότι η τέχνη του λόγου παραμένει ανοιχτή σε όλες τις μορφές έκφρασης.

Πηγή:The Nobel Prize
Επιμέλεια: Γιώργος Κουλουβάρης
[email protected]