Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το μυθιστόρημα «Ρώτα τη Σκόνη» του Τζον Φάντε (1909-1983) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», λίγο πριν συμπληρωθούν ογδόντα χρόνια από την εμφάνισή του, το 1939, στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.
Πρωταγωνιστής του, το alter ego του Φάντε, ο Αρτούρο Μπαντίνι, ένας νεαρός άφραγκος συγγραφέας που εγκαταλείπει το Κολοράντο για να εξασφαλίσει στο Λος Άντζελες την επιβίωση και να χαράξει τη λογοτεχνική του διαδρομή. Φτάνοντας με το λεωφορείο στην Πόλη των Αγγέλων –όπου κυριαρχούν οι ακρότητες του ναρκισσευόμενου πλούτου και της καταναγκαστικής φτώχειας- έχει στην τσέπη του εκατόν πενήντα δολάρια και στο κεφάλι του ένα σωρό μεγαλεπήβολα σχέδια.
Αν και βουτηγμένος στη ένδεια σπαταλά αλόγιστα τα χρήματα που του στέλνει σποραδικά ο εκδότης του, όταν δημοσιεύονται ιστορίες του, και ζητά –μέσω αλληλογραφίας- οικονομική ενίσχυση από τη μητέρα του. Στο μικρό δωμάτιο που νοικιάζει, ζει με ποντίκια, παρέα με φαντασιώσεις και νοερές συζητήσεις και στις ατέρμονες και χωρίς σκοπό περιφορές τους στους δρόμους του –γεμάτου κοινωνικές και ψυχικές αντιθέσεις Λος Άντζελες, πιάνει και με αυτό την κουβέντα και του λέει, και του ζητά: «Λος Άντζελες, χάρισέ μου κάτι δικό σου! Λος Άντζελες, έλα σ’ εμένα όπως εγώ ήρθα σ’ εσένα, περπάτησα κάθε δρόμο σου, πόλη όμορφη, σ’ αγάπησα τόσο πολύ, εσένα, θλιμμένο λουλούδι της ερήμου, εσένα, πόλη όμορφη».
Η συνάντησή του με τη νεαρή Μεξικάνα σερβιτόρα Καμίγια Λόπεζ, ανοίγει την πόρτα στον έρωτα, μα μαζί τρυπώνουν εμπρηστικές ψυχολογικές και πολιτισμικές εντάσεις που οδηγούν σε εμμονές, σαρκασμό, απόγνωση, αδιέξοδα και στο παράλογο.
Σήμερα, το βιβλίο συγκαταλέγεται στα κλασικά της αμερικανικής λογοτεχνίας, και πολλοί το έχουν ανακηρύξει ως το καλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε με φόντο την πόλη του Λος Άντζελες. Επιπλέον, πέραν της κριτικής αποδοχής έχει σημειώσει εμπορική επιτυχία σε Αμερική και Ευρώπη, ενώ το 2006 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστές τους Σάλμα Χάγιεκ και Κόλιν Φάρελ. Ωστόσο, το αριστούργημα του Φάντε -που σήμερα διδάσκεται σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα – δεν ήταν πάντα αναγνωρισμένο. Αντιθέτως, η διαδρομή μέχρι την καθιέρωσή του υπήρξε μεγάλη και ασυνήθιστη, με τον Φάντε να έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους εγκληματικά παραγνωρισμένους Αμερικανούς συγγραφείς.
Ο μεταφραστής της έκδοσης, Γιάννης Λειβαδάς, αναφέρει στο επίμετρο: «…Ο Φάντε πολιορκεί με την απλότητα και τη μετρημένη του ευαισθησία, με τον ρεαλισμό και το απομυθοποιητικό του ύφος, που σήμερα συνυπολογίζεται στα λογοτεχνικά προτερήματα, μα την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο θεωρούνταν πως άγγιζε τα όρια της πεζογραφικής χωλότητας…».
Καταλυτικός στην αναγνώριση του Φάντε και του σημαντικού του μυθιστορήματος, ο ρόλος του διάσημου ποιητή και μυθιστοριογράφου Τσαρλς Μπουκόφσκι. Στον πρόλογο που έγραψε για το βιβλίο το 1979, ο Μπουκόφσκι, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ήμουν νέος, λιμοκτονούσα και έπινα, ενώ προσπαθούσα να γίνω συγγραφέας. Τα περισσότερα βιβλία τα διάβαζα στη δημόσια βιβλιοθήκη που βρισκόταν στο κέντρο του Λος Άντζελες, και τίποτα απ’ όσα διάβαζα δεν είχε σχέση με εμένα ή με ό,τι συνέβαινε στους δρόμους ή με τους ανθρώπους που ζούσαν όπως εγώ. Ήταν λες και όλοι οι συγγραφείς έγραφαν επιτηδευμένα, και εκείνοι που δεν εξέφραζαν σχεδόν τίποτα σημαντικό θεωρούνταν εξαιρετικοί […] Μια μέρα τράβηξα ένα βιβλίο και το άνοιξα, και αυτό ήταν. Στάθηκα για μια στιγμή και διάβασα. Ύστερα λες και ήμουν κάποιος που είχε ανακαλύψει χρυσό ανάμεσα στα σκουπίδια, πήρα το βιβλίο και κάθισα σ’ ένα αναγνωστήριο […] Και επιτέλους, βρέθηκε κάποιος συγγραφέας που δεν φοβόταν το συναίσθημα. Το χιούμορ και ο πόνος αναμειγνύονταν με τρομερή απλότητα. Το ξεκίνημα εκείνου του βιβλίου ήταν για μένα ένα ατίθασο και ασύλληπτο όνειρο […]
Ναι, ο Φάντε με επηρέασε βαθιά. Λίγο καιρό αφότου διάβασα αυτά τα βιβλία ξεκίνησα να ζω με μια γυναίκα. Έπινε περισσότερο από εμένα και είχαμε άγριους καβγάδες, στη διάρκεια των οποίων της φώναζα: “Μη λες πως είμαι ένα τομάρι! Είμαι ο Μπαντίνι, ο Αρτούρο Μπαντίνι!”. […] Υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να ειπωθούν σχετικά με τον Φάντε. Είναι μια περίπτωση τρομερής τύχης και τρομερής μοίρας και μιας σπάνιας και πηγαίας δύναμης. Κάποια μέρα όλα αυτά θα γίνουν γνωστά, έχω όμως την αίσθηση ότι ο ίδιος δεν θέλει να τα εξιστορήσω εδώ. Ας μου επιτραπεί ωστόσο να πω ότι η γραφή του και ο τρόπος που έζησε τη ζωή του είναι ένα πράγμα: δύναμη, θέρμη και καλοσύνη…»
Για τον συγγραφέα που έχει χαρακτηρίσει θεό του, δεν θα παρέλειπε ο Μπουκόφσκι να γράψει και ποίημα. Ο τίτλος του, «Φάντε».
«Μια στο τόσο έρχεται στο μυαλό μου, / ξαπλωμένος σ’ εκείνο το κρεβάτι, τυφλός, / να τον ακρωτηριάζουν κομμάτι κομμάτι, / σαν ένα μικρόσωμο μπουλντόγκ. / Οι νοσοκόμες να περνούν, τραβώντας / τις κουρτίνες, τα στόρια, τα σεντόνια./ Κοιτάζοντας αν ήταν ακόμη ζωντανός./ Το παιδί από το Κολοράντο./ Το παλικάρι του American Mercury. / Το κακό καθολικό τέκνο του Μένκεν. / Πήγε στο Χόλιγουντ. / Κι έπαιξε στην ακτή κορόνα γράμματα. / Τον πετσόκοψαν. / Κομμάτι, κομμάτι, κομμάτι / μέχρι που δεν έμεινε τίποτα. / Ποτέ δεν έμαθε ότι έγινε διάσημος. / Αναρωτιέμαι αν θα έδινε δεκάρα. / Νομίζω πως θα έδινε. / Τζον, τώρα είσαι φίρμα. / Σε κατέταξαν στα Αιώνια Βιβλία, / πλάι στον Ντοστογιέφσκι, / στον Τολστόι, και στον δικό σου / τον Σέργουντ Άντερσον. / Σου το ’πα. / Και μου ’πες, “δεν θα ’λεγες / ψέματα σε έναν τυφλό, / έτσι δεν είναι;” / Αχ, ούτε να το σκέφτεσαι, / μπουλντόγκ».