Βαδίζοντας σε έναν «δρόμο» δύσκολο, σκληρό και απάνθρωπο, που δεν επιτρέπει στους ήρωες να δουν τον διπλανό τους και να καταλάβουν την ανάγκη της ανθρώπινης επαφής, η ηθοποιός Κάτια Γέρου μάς μιλά για το έργο «La strada».
Βασισμένο στο σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Φεντερίκο Φελίνι, το θεατρικό έργο των Τούλιο Πινέλι και Μπερναντίνο Τσαπόνι παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, στο θέατρο Βικτώρια. «Strada» σημαίνει «δρόμος». Τελικά, είναι ο «δρόμος» το περιθώριο ή, μήπως, μια μικρογραφία της κοινωνίας που ζούμε σήμερα; Η Κάτια Γέρου χάνεται στη δίνη αυτού του κόσμου και, μιλώντας για την παράσταση, απαντά σε αυτό και σε άλλα ερωτήματα.
Ποιοι είναι οι βασικοί χαρακτήρες του έργου και ποιον υποδύεστε εσείς;
Οι βασικοί χαρακτήρες είναι τρεις: ο Τσαμπανό, ένας πεχλιβάνης που σπάει αλυσίδες, ο Τρελός, υπέροχος ακροβάτης και μουσικός, και η Τζελσομίνα, την οποία υποδύομαι. Είναι ένα σκιαγμένο, αγράμματο, ανεκπαίδευτο πλάσμα, που το πουλάει η μάνα της, για να συντηρηθεί η υπόλοιπη οικογένεια. Όμως, ένα “πλάσμα φτιαγμένο από φως”, όπως λέει ο Φελίνι. Σιγά σιγά, ανακαλύπτει τα ταλέντα της. Παίζει θέατρο, μαθαίνει μόνη της να παίζει μουσική. Αλήθεια, πόσοι άνθρωποι δεν ανακαλύπτουν ποτέ τις δυνατότητές τους, αυτές που ο καθένας μας έχει! Το πιο μεγάλο ταλέντο της, όμως, είναι η ικανότητά της να αγαπάει και να αφοσιώνεται.
Σε ποιο περιβάλλον βιώνουν το υπαρξιακό τους δράμα;
Το περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες, είναι μια “καμένη γη”: η μεταπολεμική Ιταλία. Όμως πια, η “καμένη γη” είναι το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Είναι τρομαχτικό να το σκέφτεσαι, αλλά είναι έτσι.
Τι δεν τους επιτρέπει να δουν ο σκληρός «δρόμος», στον οποίο βαδίζουν;
Ότι η ζωή θα έπρεπε να είναι και κάτι άλλο, και όχι μόνον αγώνας για επιβίωση. Η ζωή θα έπρεπε να είναι φως, ποίηση, όραμα και όχι μόνον “να γεμίζουμε το στομάχι μας και να βγάζουμε λεφτά”, όπως λέει ο Τσαμπανό. Ο σκληρός “δρόμος” τούς στερεί την πραγματική ζωή. Τους την κλέβει.
Πού τους οδηγεί η περίπλοκη σχέση τους;
Στη συντριβή τους. Μόνο που, στο τέλος, αυτός που επιβιώνει, ο Τσαμπανό, συνειδητοποιεί κάτι, αλλάζει. Εξανθρωπίζεται. Και αυτό είναι μια ελπίδα.
Πώς αντικατοπτρίζει ο μικρόκοσμος της παράστασης τη σύγχρονη κοινωνία μας;
Την αντικατοπτρίζει τελείως. Οι φτωχοί επιτίθενται και τρώνε ο ένας τον άλλον, οι γυναίκες εκπορνεύονται, κανένα όραμα δεν υπάρχει. Οι ήρωες στη “Στράντα” είναι ψυχροί, ασυγκίνητοι και κλειστοί. Και η Τζελσομίνα, που είναι το αντίθετο από όλα τα παραπάνω, δεν επιβιώνει. Ούτε τότε, ούτε τώρα, υπάρχει χώρος για τους ευάλωτους και τους διαφορετικούς. Είναι οι πρώτοι που την “πληρώνουν”.
Εμάς, στη σημερινή Ελλάδα, τι έχει να μας δείξει – διδάξει ο σκληρός «δρόμος», τον οποίο διασχίζουμε;
Η άγρια πραγματικότητα που ζούμε μας δείχνει ότι, κακώς, εξαρτηθήκαμε τόσο πολύ από τα υλικά αγαθά. Κακώς, πιστέψαμε στα ψέματα. Κακώς, αγκαλιάσαμε το ηλίθιο life style, για να γίνουμε in, τρομάρα μας. Κακώς, γυρίσαμε την πλάτη μας στην πνευματικότητα, την κουλτούρα, την αλληλεγγύη, τη γνώση, σε αυτό το κάτι παραπάνω που μας κάνει ανθρώπους. Αλλιώς, η ζωή είναι πραγματικά θλιβερή. Λίγες, τόσο λίγες δεκαετίες, που τις ανεβαίνουμε αγκομαχώντας. Και, στο φινάλε, ο «λογαριασμός» είναι μια λίστα απωλειών, τίποτα παραπάνω.
Βλέπετε κάποιο φως στην άκρη του;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το μόνο φως μπορεί να έρθει μόνον από το δίδυμο: διεκδίκηση – αλληλεγγύη. Διεκδίκηση σημαίνει: όχι κύριοι, δεν τα “φάγαμε όλοι μαζί”. Όχι, δεν υπάρχει συλλογική ενοχή. Όχι, δεν έχετε δικαίωμα να καταδικάζετε ολόκληρες γενιές στη δυστυχία, επειδή πήρατε υπέρογκα δάνεια, γιατί … τρέχα γύρευε. Και τα μικρά παιδιά το ξέρουν πλέον αυτό. Όχι, ο οικονομικός σχεδιασμός μια χώρας δεν μπορεί να μοιάζει με την παρόρμηση ενός fashion victim, που αγοράζει με πλαστικό χρήμα πανάκριβες τσάντες και δεν τον νοιάζει μετά πως θα τις ξεπληρώσει, αρκεί να κάνει φιγούρα. Διεκδίκηση σημαίνει οργή. Η οργή, όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τυφλή βία. Η οργή απαιτεί υψηλό δείκτη νοημοσύνης, η οργή έχει φινέτσα.
Αλληλεγγύη σημαίνει: μέσα στη φτώχια μου, κοιτάζω και δίπλα. Βοηθώ, όπου μπορώ, και ζητάω κι εγώ βοήθεια. Σημαίνει: φτιάχνω συλλογικότητες, φτιάχνω συνεταιρισμούς, ξεδιπλώνω τα ταλέντα μου και με νοιάζει το μέλλον, όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση – διασκευή: ο θίασος, σκηνοθεσία: Βασίλης Νικολαΐδης, σκηνικός χώρος – κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ, επιμέλεια κίνησης – χορογραφία: Κωνσταντίνος Μίχος, μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης, βοηθός σκηνοθέτη: Ευγενία Μαραγκού, φωτισμοί: Βαγγέλης Κάνδιας, φωτογραφίες: Γεωργία Σιέττου – Στέλιος Δανιήλ. Παίζουν: Κάτια Γέρου, Θανάσης Κουρλαμπάς, Νίκος Νίκας, Έφη Κόντα, Μέλιος Κατσαμάκης, Ευγενία Μαραγκού, Λεωνίδας Μαριδάκης, Κίμων Παντερής.
Πληροφορίες
Θέατρο Βικτώρια: Μαγνησίας 5 και 3ης Σεπτεμβρίου 119 – Αθήνα, τηλ. κρατήσεων: 210 8233125 και 6972 964339. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: 21:00. Τιμές εισιτηρίων: κανονικό: 15 ευρώ, 12 ευρώ, φοιτητικό – νεανικό (έως 25 ετών) & συνταξιούχων (άνω των 65 ετών), ανέργων: 5 ευρώ, γενική προπώληση: 10 ευρώ. Παρασκευή 2 σε 1: Με ένα εισιτήριο των 10 ευρώ, το κοινό έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις παραστάσεις: «La Strada» στις 21:00 και τη μεταμεσονύκτια παράσταση «FIT» στις 23:30.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]