Του Γιώργου Σ. Κουλουβάρη
[email protected]
Η «Ιστορία δύο πόλεων» του Τσαρλς Ντίκενς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου.
Τι ακριβώς είναι αυτή η τρέλα στην οποία οδηγείται στο τέλος του μυθιστορήματος ο Σίντνεϊ Κάρτον, βρίσκοντας όμως έτσι την πιο γλυκιά ανάπαυση που θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί άνθρωπος; Είναι μια πράξη ηρωισμού, αυτοθυσίας από έναν παθιασμένο ιδεαλιστή ή τεκμήριο ενός αγνού έρωτα, που δε γνωρίζει όρια και, κυρίως, δε λυγίζει απέναντι στην απειλή του θανάτου; Όπως και να το ορίσει κάποιος, παραμένει μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία της λογοτεχνίας.
«“Στην πραγματικότητα, αυτό που μας γοητεύει στην Ιστορία δύο πόλεων δεν είναι οι λόγοι που συνήθως μας θέλγουν στον συγγραφέα τους, αλλά το αντίθετό τους”, γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ στον οδηγό του για την Ιστορία δύο πόλεων (Charles Dickens’s A Tale of Two Cities, Chelsea House, 2007). “Ο χαρακτήρας των προσώπων, ένα δυνατό σημείο του Ντίκενς, αντικαθίσταται από τον αλησμόνητο χαρακτήρα του πλήθους, που “εκείνη την εποχή δε σταματούσε πουθενά κι ήταν ένα τέρας που το έτρεμαν”. Παρόμοια, δεν απολαμβάνουμε την Ιστορία δύο πόλεων για το συναίσθημά της, αλλά για τη βία της. Το μυθιστόρημα είναι αναμφίβολα το πιο θυμωμένο βιβλίο του Ντίκενς, επειδή η οργή εδώ είναι ακαταπράυντη. Ο θάνατος και η σήψη βασιλεύουν στους δρόμους του Λονδίνου, και του Παρισιού επίσης.
Ο όχλος βάφει το στόμα του με κρασί κόκκινο σαν αίμα· η γκιλοτίνα κόβει· μύγες βουίζουν γύρω από πλήθη διψασμένα για καταδίκες σε θάνατο στο Ολντ Μπέιλι. Κλητήρες τραπεζών επιδίδονται στην τυμβωρυχία, γλυκές μεσήλικες κυρίες πυροβολούν με πιστόλια, και οι πάντες είναι διεφθαρμένοι και μέθυσοι. Και στο βάθος ακούμε το αδυσώπητο, ασταμάτητο κλικ-κλικ που κάνουν οι βελόνες της Μαντάμ Ντεφάρζ καθώς πλέκει την εκδίκησή της”. Ωστόσο, όσο κι αν έχει δίκιο σε τούτο ο Μπλουμ, η παρατήρησή του δεν είναι ολότελα ορθή, γιατί ο χαρακτήρας του τραγικού γιατρού, που απελπισμένος στα χρόνια της φυλάκισής του καταφεύγει στην τσαγκαρική, εντυπώνεται στη μνήμη του αναγνώστη και, ακόμα περισσότερο, χαράζεται ανεξίτηλος ο χαρακτήρας του Σίντνεϊ Κάρτον, του έκλυτου δικηγόρου, που σ’ όλο το μυθιστόρημα είναι δεύτερο πρόσωπο, για να αναδειχτεί στο τέλος σε ηρωικό πρωταγωνιστή του» αναφέρει, μεταξύ άλλων, στον Πρόλογο του έργου, ο μεταφραστής του.
Το μυθιστόρημα με την πλέον αξιομνημόνευτη αρχή, αλλά και ένα άκρως δραματικό, συγκινητικό φινάλε θεωρείται, έως σήμερα, ένα από τα πλέον αγαπημένα έργα του συγγραφέα –και πολλές φορές έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Δύο πόλεις, το Λονδίνο και το Παρίσι, στη δίνη της Γαλλικής Επανάστασης, διατρέχουν με τους ανθρώπους τους την επική, γεμάτη αγωνία αφήγηση, αναδεικνύοντας με έναν μοναδικό τρόπο το πώς η Ιστορία μπορεί να διαλύσει τον ανθρώπινο βίο, τα ανθρώπινα πάθη, τις επιθυμίες και τα όνειρα κάθε ατόμου. Η επιβλητική μορφή του Σίντνεϊ Κάρτον έρχεται να μας θυμίσει πως υπάρχει ελπίδα και πίστη ακόμα και στις πιο σκοτεινές, απελπισμένες στιγμές.
Ο Ντίκενς ξεκινά το εμβληματικό του έργο, γράφοντας: «Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν τα χρόνια της πίστης, ήταν τα χρόνια της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτε μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι γραμμή για τον Παράδεισο, πηγαίναμε γραμμή όλοι προς την αντίθεση κατεύθυνση –κοντολογίς, η περίοδος εκείνη έμοιαζε τόσο πολύ με την τωρινή, που κάποιες από τις πιο θορυβώδεις αρχές της επέμεναν, για καλό ή για κακό, να γίνεται αντιληπτή με ακραίες αντιθέσεις μονάχα…».