Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Πρωταγωνίστρια σε μια φαινομενικά κοινότοπη κατάσταση που, σταδιακά, φορτίζεται με απειλή, τρόμο και μυστήριο και καταλήγει σε έναν καφκικό εφιάλτη, η ηθοποιός Μίνα Αδαμάκη μάς μιλά για την παράσταση «Πάρτι γενεθλίων».
Καταφέρνοντας, μέσα από κωμικές και τραγικές καταστάσεις, να παραμένει αινιγματικό και τρομακτικό, το έργο του Χάρολντ Πίντερ, παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου, στο Από Μηχανής Θέατρο. Η Μίνα Αδαμάκη ενσαρκώνει μια ηρωίδα με απίστευτη αθωότητα, η οποία μοιάζει να μη μεγαλώνει, με αποτέλεσμα να είναι τρυφερή και τραγική ταυτόχρονα, και μιλά για το πιντερικό σύμπαν, για την παράσταση και για τη σημερινή Ελλάδα.
Ξεναγείστε μας στο συγγραφικό κόσμο του Πίντερ. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του στοιχεία;
Ο Πίντερ είναι, μαζί με τον Μπέκετ, από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα. Έχει διαμορφώσει ένα καθ’ όλα προσωπικό σύμπαν, μέσα από έναν πυκνό και ελλειπτικό λόγο που δεν αφήνει παρά ελάχιστες ρωγμές σε αυτό που ονομάζουμε “ρεαλισμό”. Ο ίδιος αρνείται την ευθύγραμμη ρεαλιστική αφήγηση, ως κάτι που του στερεί τη δυνατότητα να προσδώσει ιδιαίτερο βάθος και δόνηση στα πρόσωπα και την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί. Πιστεύει ότι ο λόγος, που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, είναι πολύ περισσότερο αποκρυπτικός παρά αποκαλυπτικός, σε αντίθεση με την εκκωφαντική ευγλωττία της σιωπής, που τόσο αγαπά. Αυτός ο τρόπος γραφής, μαζί με τις σχεδόν ισχνές πληροφορίες που μας δίνει για την ταυτότητα των ηρώων του, είναι αυτό, που θα ονομάζαμε “πιντερικός” τρόπος γραφής.
Αν μας ρωτήσει κανείς ποιοί είμαστε, η άμεση απάντησή μας θα είναι: “είμαι γιατρός, υπάλληλος, έμπορος” κ.λπ. Αυτό, όμως, δεν είναι η ταυτότητά μας, είναι η ιδιότητά μας, ο ρόλος που διαλέξαμε ή άλλοι διάλεξαν για μας. Δεν αντιπροσωπεύει αυτό που είμαστε ή εκείνο που μπορούμε ή θα θέλαμε να είμαστε. Ο ρόλος δεν ανταποκρίνεται στην ταυτότητά μας, ούτε και στο απόθεμα δυναμικού μας. Το ποιοι πραγματικά είμαστε είναι μια, κατ’ ουσίαν, αναπάντητη ερώτηση. Το γνωρίζουμε, και η γνώση αυτή είναι οδυνηρή. Γι’ αυτό προσπαθούμε να την ξεχάσουμε. Το αποτέλεσμα είναι ενοχή.
Ο Πίντερ προτιμά να αφήσει ανοιχτό το θέμα της ταυτότητας των ηρώων του, δίνοντας έτσι την ευχέρεια στον θεατή να κινηθεί ελεύθερα μέσα σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο και να δώσει τις δικές του απαντήσεις, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες που διαθέτει. Στο πιντερικό σύμπαν, επικρατεί συχνά η σύγχυση, ο φόβος, η ανασφάλεια, η πηγή των οποίων ποτέ δεν διευκρινίζεται επαρκώς, πράγμα που διογκώνει ακόμη περισσότερο την ένταση αυτών των συναισθημάτων και τους προσδίδει καφκικές διαστάσεις. Και αυτός ο αδιευκρίνιστος φόβος που μας περιβάλλει όλους, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που βρίσκεται παντού και πουθενά, είναι, ίσως, αυτό που κάνει τον Πίντερ τόσο σύγχρονο, τόσο δικό μας. Φόβος – ο υπέρτατος χειραγωγός.
Πού και πώς εξελίσσεται η ιστορία του αινιγματικού αυτού έργου;
Το έργο εξελίσσεται σε μια παραλιακή κωμόπολη της Αγγλίας, σε ένα παρακμιακό παραθαλάσσιο σπίτι, που “φιλοδοξεί” να λειτουργεί και ως πανσιόν. Το σπίτι αυτό ανήκει σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, που ζει εκεί και το συντηρεί. Προς το παρόν, έχει μόνο έναν ένοικο, κάποιον πρώην πιανίστα, τον Στάνλευ, που, στην ουσία, έχει καταφύγει εκεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Κάποια στιγμή, εμφανίζονται “δύο κύριοι” ως πελάτες της πανσιόν. Σύντομα, όμως, γίνεται φανερό, ότι οι προθέσεις τους είναι σκοτεινές. Στη διάρκεια ενός πάρτι που διοργανώνεται για τα γενέθλια του Στάνλευ, η κατάσταση παρεκτρέπεται, γίνεται εφιαλτική, και οι “δύο κύριοι” αποχωρούν, παίρνοντας μαζί τους τον “αναμορφωμένο” Στάνλευ που έχουν μετατρέψει σε φυτό.
Σκιαγραφείστε μας τον χαρακτήρα που ενσαρκώνετε.
Η ηρωίδα που υποδύομαι, η Μεγκ, είναι, μαζί με τον άνδρα της, τον Πιτ, ιδιοκτήτρια αυτού του σπιτιού – μια γυναίκα μέσης ηλικίας. Στο σπίτι της, φιλοξενείται ο Στάνλευ, με τον οποίο έχει αναπτύξει μια σχέση μητρική και σχεδόν ερωτική: είναι η κλασική σχέση μάνας – γιού, όπου, υποσυνείδητα, ο γιος κατέχει και τον ρόλο του ιδανικού εραστή. Τον νταντεύει, τον παραχαϊδεύει, τον μαλώνει, είναι για εκείνη όλος της ο κόσμος. Το πιο γοητευτικό στοιχείο στη Μεγκ είναι η απίστευτη αθωότητά της. Το βλέμμα της είναι το βλέμμα ενός παιδιού, που δεν βλέπει πίσω από τα πράγματα. Μοιάζει να μη μεγαλώνει. Αυτό την καθιστά τρυφερή και ταυτόχρονα τραγική.
Αναλογιζόμενη τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, τι μας έφερε σε αυτό το σημείο;
Έχει γίνει πια συνείδηση σε όλους μας πως η Ελλάδα, σήμερα, βρίσκεται στην πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι, επίσης, εύκολο να αποδίδει κανείς ευθύνες και είναι γνωστό πως εμείς οι Έλληνες διαθέτουμε ένα ιδιαίτερο ταλέντο στην απόδοση ευθυνών. Ομολογουμένως, το μεγαλύτερο βάρος φέρουν όσοι παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις που ορίζουν τη ζωή όλων μας, αλλά, σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, θα ήταν, ίσως, προς όφελος όλων να στρέψουμε με νηφαλιότητα το βλέμμα μας και λίγο εντός μας. Ίσως, τα ευρήματα μάς εντυπωσιάσουν.
Από όσα μας συμβαίνουν, τι σας απογοητεύει περισσότερο;
Το γεγονός ότι μοιάζει να μη μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Θα περίμενε κανείς ότι τα όσα έχουμε περάσει ως έθνος, ως λαός, ως χώρα, θα ήταν ικανά να μας “προικίσουν” με κάποιου είδους σοφία, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε με έναν άλλο βηματισμό. Αυτό, όμως, δεν το βλέπω να συμβαίνει και με προβληματίζει ιδιαίτερα.
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;
Αυτή την τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα μας είναι απαραίτητη η συστράτευση όλων μας σε έναν εθνικό στόχο: την ανάκτηση της αυτοπεποίθησης, όλων μας ανεξαιρέτως, ότι έχουμε την ικανότητα να ορίζουμε τη ζωή μας. Μόνο, όμως, ως συλλογική οντότητα μπορούμε να επιτύχουμε αυτόν τον στόχο και όχι με τη διαμεσολάβηση κάποιων σωτήρων. Είθε.
Τι σας τονώνει το ηθικό;
Αυτήν την ώρα, η ελπίδα φαίνεται να προέρχεται από κάποιες μονάδες – είτε συλλογικές, είτε ατομικές – που εμφορούνται από αυτό το “θείο” πάθος της δημιουργίας, και μοιάζει να μην τους πτοεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ζόφου που επικρατεί γύρω τους. Μου δίνουν δύναμη, με εμπνέουν.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση – σκηνοθεσία: Δημοσθένης Παπαδόπουλος, σκηνικά – κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος, φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης, φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου. Παίζουν: Άκις Βλουτής, Μίνα Αδαμάκη, Φώτης Αρμένης, Αλέξανδρος Μούκανος, Γιώργος Κοψιδάς, Δήμητρα Κόκκορη.
Πληροφορίες
Από Μηχανής Θέατρο – Κεντρική Σκηνή: Ακαδήμου 13 – Μεταξουργείο, τηλ.: 210 5231131. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή και Σάββατο: 20:00, Κυριακή: 18:00. Διάρκεια παράστασης: 1 ώρα και 50 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: γενική είσοδος: 14 ευρώ, μειωμένο: 10 ευρώ.