Skip to main content

Ουρλιαχτά και ψίθυροι

Το αναμενόμενο sequel ενός franchise τρόμου, και ο Γουίλεμ Νταφόε στο ντεμπούτο ενός Έλληνα σκηνοθέτη.

Ένα μόλις χρόνο μετά τα θεαματικά φονικά του πέμπτου Scream, ορίστε και ένα έκτο μέρος («Scream VI»), που πατά στην ίδια συνταγή: Εξυπνακίστικη αποδόμηση του ιδιώματος, μικρές κινηματογραφικές αναφορές για τους «οπαδούς» και γενναίο gore. Το κλου εδώ είναι πως ο Τζέιμς Βάντερμπελτ, ο σεναριογράφος δηλαδή σέρνει τον Ghostface στη Νέα Υόρκη, βάζοντας τον να μαχαιρώνει ανενόχλητος κόσμο και κοσμάκη ακόμα και μέσα στο μετρό. Ομολογουμένως, τούτο εδώ το σίκουελ μπορεί να είναι και το πιο καλοσκηνοθετημένο απ’ όλα – την ίδια ώρα όμως είναι και το πιο κακογραμμένο, καθώς οι ήρωες κάνουν συχνά τις πιο ανόητες επιλογές. Θα μου πείτε, έτσι δεν γίνεται στις ταινίες τρόμου; Θα σας πω, εννοείται, μόνο που όταν στο πρώτο εικοσάλεπτο αποδομείς τους κώδικες της ταινίας στην οποία παίζεις, τι με νοιάζεις εσύ, τι με νοιάζει και η μοίρα σου. Ιδίως δε όταν επιβιώνεις από σαράντα χιλιάδες μαχαιρώματα.

Με θετικό buzz από το Βερολίνο έφτασε και στη χώρα μας το «Inside» του Βασίλη Κατσούπη, με πρωταγωνιστή τον Γουίλεμ Νταφόε. Τι πρωταγωνιστή δηλαδή, που όλη η ταινία είναι στην πλάτη του, μιας και ο ήρωας (ένας ληστής έργων τέχνης) παγιδεύεται εν ώρα εργασίας σε κυριλέ διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, το οποίο είναι γεμάτο με εκκεντρικά καλλιτεχνήματα, αλλά διαθέτει ελάχιστο νερό και φαΐ. Ο πολυμήχανος Νταφόε βρίσκει τρόπους επιβίωσης, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και ένα εχθρικό air-condition, μόνο που οι βδομάδες περνούν και η τρέλα κοντοζυγώνει. Καδραρισμένο με την ίδια εστέτ διάθεση που μοιάζει να σαρκάζει, το κραυγαλέο στις σημάνσεις του «Inside» μοιάζει με άσκηση, τόσο για τον σκηνοθέτη της, όσο και για τον ηθοποιό της, μόνο που εντέλει δεν προκύπτει ούτε μια ακριβής αίσθηση του χώρου, ούτε μια ακριβής εικόνα αυτού του χαρακτήρα.

Η πολυβραβευμένη «Αντιγόνη» της Σοφί Ντεράπ, έρχεται από τον Καναδά, και βασίζεται τόσο στην Τραγωδία του Σοφοκλή, όσο και σε ένα πραγματικό, τραγικό συμβάν: Τη στυγνή δολοφονία ενός Σύριου μετανάστη από τις Καναδικές αρχές αλλά και την άμεση απέλαση του αδερφού του, λίγες μέρες μετά. Εδώ, ο σκηνοθέτιδα τοποθετεί ένα τρίτο πρόσωπο στην ιστορία, την ομώνυμη ηρωίδα, με τα social media να αναλαμβάνουν χρέη χορού σε μια πλήρης ανασύσταση του αρχαίου έργου που «μεταφράζεται» επαρκώς σε γλώσσα άμεση, σύγχρονη, διαπεραστική. Η επέλαση του covid καθυστέρησε την έξοδο της στις Ελληνικές αίθουσες για κάτι χρόνια, ελπίζουμε να βρει το κοινό της.

Στο δε «Αρκούδες δεν υπάρχουν», ο Τζαφάρ Παναχί υποδύεται μια δραματοποιημένη εκδοχή του εαυτού του, έναν κινηματογραφιστή που προσπαθεί να σκηνοθετήσει μια ταινία στην Τουρκία και αναγκάζεται να παραμείνει σε ένα ιρανικό χωριό κοντά στα σύνορα. Ενώ οι ηθοποιοί του ερμηνεύουν τη δική τους ιστορία απόπειρας διαφυγής στην Ευρώπη, ο Παναχί βρίσκεται αντιμέτωπος με τη δυσπιστία και τις τοπικές παραδόσεις στο χωριό όπου διαμένει, την ίδια ώρα που το σινεμά του ακροβατεί εξόχως ανάμεσα στον Νεορεαλισμό και τον Μεταμοντερνισμό.