Skip to main content

Αγγελική Παπαθεμελή: «…Οφείλουμε να ξανασκύψουμε στις λέξεις,…»

«Οι Δούλες» του Ζαν Ζενέ, παρουσιάζονται στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα.

«Οι Δούλες», το εμβληματικό έργο του Ζαν Ζενέ (1910-1986) που οδήγησε τον συγγραφέα στην παγκόσμια αναγνώριση, παρουσιάζεται στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα [Σαρρή 40, Ψυρρή].

Η κυρία ντύνεται από την υπηρέτριά της. Η κυρία είναι ακατάδεχτη, η υπηρέτρια δουλοπρεπής. Και οι δύο χλευάζονται μεταξύ τους, η δούλα χαστουκίζει την κυρία. Ξαφνικά χτυπάει ένα ξυπνητήρι και όλη η σκηνή καταρρέει. Αποκαλύπτεται πως η κυρία δεν είναι καθόλου κυρία αλλά η μια από τις δύο δούλες, που παίζουν το παιχνίδι της κυρίας και της δούλας, όταν η κυρία τους απουσιάζει…

Έτσι ξεκινούν «Οι Δούλες»·  μία από αυτές ερμηνεύει η ηθοποιός Αγγελική Παπαθεμελή. Μιλήσαμε μαζί της.

Να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για την παράσταση;

«Η παράσταση ξεκίνησε πολύ πρόσφατα και τώρα σιγά σιγά την αντιλαμβανόμαστε στο σύνολό της. Έχει για μένα πάντα πολύ ενδιαφέρον αυτή η διαδικασία τής αρχής μιας καινούριας συνθήκης, το πέρασμα από τις πρόβες στην παράσταση. Συνειδητοποιείς, ας πούμε, πως μια σκηνή που αναλυόταν και δουλευόταν ξανά και ξανά, δίνοντάς σου την αίσθηση ότι αποτελεί ένα ολόκληρο έργο, δεν είναι παρά μια στιγμή, ένα μικρό σκαλοπάτι στο σύνολο του πράγματος. Αρχίζουμε τώρα να συνδεόμαστε με τη θαυμάσια μουσική που έγραψε η Σήμη Τσιλαλή, να οδηγούμαστε με τρόπο οργανικό στις περιοχές που αγκαλιάζουν τα φώτα, να νιώθουμε την πραγματική διάρκεια, τη σωστή “δοσολογία”, το φυσικό πέρασμα από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ήταν και είναι μια συνεργασία πολύ ευτυχής, τόσο με τον σκηνοθέτη Γιώργο Σκεύα, με τον οποίο μετράμε ήδη αρκετές συνεργασίες και τον οποίο εκτιμώ βαθιά σε καλλιτεχνικό και ανθρώπινο επίπεδο, όσο και με τις υπέροχες Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου και Αμαλία Καβάλη, αλλά και τον πολύτιμο βοηθό σκηνοθέτη Γιάννη Σαβουιδάκη. Και είναι μια δουλειά στην οποία έχουν τεθεί οι βάσεις, με τρόπο που επιτρέπει να συνεχίζουμε να εξερευνούμε και να εμβαθύνουμε στις σχέσεις και τις πτυχές του έργου που η σκηνοθεσία έχει αναδείξει».

Κυρίαρχα θέματα  που αναδύονται από τον πυρήνα του έργου;

«Τα ταξικά και όχι μόνο ζητήματα εξουσίας, τα οποία ο Ζενέ με εξαιρετική οξυδέρκεια αντιλαμβάνεται ως ένα πλέγμα εξαρτήσεων, που όλα τα εμπλεκόμενα μέρη το κρατάνε με την ίδια λύσσα με την οποία επιθυμούν να απεμπλακούν από αυτό. Ο πόθος τού ανθρώπου να μετακινηθεί, να ανέλθει από τη θέση που του δόθηκε στον κόσμο, αλλά και η ηδονή της πτώσης, το φωτοστέφανο του αποδιοπομπαίου, το οποίο δούλες και Κυρία ονειρεύονται με την ίδια θέρμη.

Η δύναμη των λέξεων, το παράθυρο στον κόσμο που ανοίγει η ανάγνωσή τους, το άκουσμά τους. Οι συμπεριφορές στις οποίες εθίζει η εκφορά τους. Το “παιχνίδι” των ρόλων, η γλώσσα, οι στάσεις, οι χειρονομίες που μας καθιστούν αυτούς που είμαστε και η προσπάθεια να ενδυθούμε νέες ταυτότητες αλλάζοντάς τες. Όλη δηλαδή η ουσία τού θεάτρου.

Ο πόθος τής ελευθερίας, το δικαίωμα στην ομορφιά, η ανάγκη τής χαράς. Η αφοσίωση, η αγάπη και η αποφορά του καταναγκασμού τους. Η επιλογή τού πεπρωμένου και το αναπόφευκτο μιας πράξης».

Σκέψεις, συναισθήματα από την πρώτη επαφή σας με το κείμενο; Θυμάστε;

«Με ξένισε, αρχικά, η εκζήτηση στο λόγο, σε συνδυασμό με πολύ ρεαλιστικές σκηνές μεταξύ πολύ “υπαρκτών” προσώπων. Σταδιακά, συνειδητοποίησα πόσο έξοχη προς αυτή την κατεύθυνση είναι η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Κατά τ’ άλλα, ο χειρισμός τού λόγου τού Ζενέ, η προσπάθεια να ενσωματώσουμε την ποιητικότητα και τη μεγαλορρημοσύνη του, ήταν για μας (και εξακολουθεί να είναι) μια δύσκολη και σημαντική σπουδή, που θα συνεχίσει να συνοδεύει και τις παραστάσεις».

Μετά το πρώτο ανέβασμά τους στο Παρίσι, το 1947, «Οι Δούλες» έχουν, μέχρι σήμερα, παρασταθεί αμέτρητες φορές, σε θεατρικές σκηνές όλου του κόσμου. Από πού αντλούν αυτή τη δυναμική και την αντοχή τους στον χρόνο;

«Προφανώς από τις θεματικές που αγγίζει το έργο, αλλά κυρίως από τον τρόπο τού Ζενέ να τις προσεγγίσει, την αριστοτεχνικά θεατρική σύλληψη της εναλλαγής των ρόλων, των δυνατοτήτων. Της τραγικής ανάγκης τού ανθρώπου να βγει από τον “εαυτό του” για να υπάρξει, για να υλοποιήσει το εν δυνάμει, να γίνει αυτός που μόνο λόγω μιας τυχαίας μοιρασιάς τής τράπουλας δεν είναι».

Ερμηνεύετε τη Σολάνζ, μια από τις δύο αδελφές δούλες· μια περιγραφή του ρόλου σας; Και μια για την αδελφή σας, την Κλαιρ;

«Οι δύο αδελφές, σχεδόν σιαμαίες, συμπληρώνουν αξεδιάλυτα η μια την άλλη. Οι  διαφορές και ο ανταγωνισμός τους τις ενώνει σε μια αναπόδραστη πορεία, η ομοιότητά τους τους επιστρέφει “τη βρωμερή οσμή τους”. Αγαπημένες μέχρι το μεδούλι, βαθιά ερωτικά, μισούν τον εαυτό τους στο πρόσωπο η μια της άλλης. Αν χωριστούν, θα αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου. Μαζί, στον εγκλεισμό τους, καταναλώνουν τον ζωτικό αέρα η μια της άλλης. “Να μπει λίγος αέρας εδώ μέσα”, μια απ’ τις συγκινητικότερες φράσεις τού έργου.

Αναζητώντας απεγνωσμένα οξυγόνο, το εκρηκτικό αυτό δίδυμο θα ανοιχτεί σε τρίγωνο, βάζοντας στο παιχνίδι την Κυρία. Όλος ο πόθος και το μίσος θα διοχετευτούν εκεί. Η Κυρία πρέπει να εξοντωθεί, οι δούλες πρέπει να αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα της. Αλλά η Κυρία το σκάει. Όπως μόνον οι Κυρίες μπορούν. Το τρίγωνο διαλύεται. Ο αέρας διαφεύγει. Οι δύο αδελφές πρέπει να γίνουν ένα και να πετάξουν ψηλά. Εκεί που φυσάει ο άνεμος. Για πρώτη φορά από επιλογή, για πρώτη φορά ελεύθερες, για πρώτη φορά Κυρίες».

Ο δεξιοτεχνικός χειρισμός της γλώσσας μέσα από μια έντονα ποιητική φόρμα χαρακτηρίζει το αριστουργηματικό κείμενο του  Ζενέ.  Μοιάζει, ωστόσο,  συχνά,  με το πέρασμα του χρόνου, το βάρος  της θεατρικής έκφρασης να μετατοπίζεται όλο και περισσότερο από τον λόγο στην εικόνα και την εκάστοτε τεχνική; Ποια η άποψή σας;

«Πράγματι συμβαίνει αυτό, κατά μία έννοια σε όλες τις τέχνες, πιο αισθητά στο θέατρο που από παράδοση έχει ταυτιστεί με τον λόγο. Είναι ολοένα και πιο δύσκολο να αναμετρηθούμε με τις λέξεις, ενώ οι ηθοποιοί διαπρέπουν όλο και περισσότερο ως “πολυεργαλεία”, σε διαρκή σωματική και φωνητική ετοιμότητα να αποδώσουν φράσεις, με τρόπο “φυσικό” αλλά κενό νοήματος. Μιμούμαστε τον λόγο, αντί να ερευνούμε τη δυνατότητα να κατοικήσει μέσα μας. Ομοίως οι περισσότεροι σκηνοθέτες τού θεάτρου μιμούνται την όψη τού νοήματος, αντί να καλλιεργήσουν τη συνθήκη που θα του επιτρέψει να συμβεί.

Από έναν λόγο που δε μεταφέρει νόημα, που είναι “νεκρό γράμμα”, απείρως καλύτερη η εικόνα. Όμως κι εκείνη για να μεταφέρει νόημα, για να μην είναι “ωραία αισθητική”, θα πρέπει να έχει συνομιλήσει με τον λόγο για να μπορέσει να τον μεταφράσει. Το ίδιο ισχύει για τον χορό, για το σινεμά, για τη ζωγραφική… Οφείλουμε να ξανασκύψουμε στις λέξεις, πράγμα που δε ζητιέται πια και που προϋποθέτει κόπο που δεν καλύπτεται και χρόνο που δεν παρέχεται».

Πλούσια η καλλιτεχνική σας διαδρομή· είναι κάποια στιγμή της που ξεχωρίζετε ιδιαίτερα;

«Δεν είναι λίγες και δε θέλω να αδικήσω καμιά τους, αλλά θα μιλήσω γι’ αυτήν που αυτή τη στιγμή αναδύεται πιο έντονα.

Θα ξεχωρίζω πάντα το “Όσα είναι δίπλα μου”, σε κείμενο και σκηνοθεσία τού Fernando Rubio, το 2014. Μια παράσταση τετ α τετ μιας ηθοποιού με έναν θεατή κάθε φορά, ξαπλωμένοι σ’ ένα κρεβάτι, σε δημόσιο χώρο –υπήρξαν θεατές που θα θυμάμαι για πάντα. Ο Rubio, με τη σπάνια ευαισθησία και γνώση του, κατάφερε μέσα σε δέκα μόνο μέρες να προσεγγίσει τον πυρήνα τής καθεμιάς από τις ηθοποιούς, να μας μεταδώσει με τεράστια ακρίβεια το πνεύμα και το γράμμα τού έργου του, αφήνοντάς μας ταυτόχρονα μια παράδοξα πλήρη ελευθερία. Ποτέ δεν έχω συναντήσει δημιουργό τόσο βέβαιο για το έργο του, με τόσο συγκινητική απλότητα συνεπή στις προθέσεις του, ποιότητες που μας μετέδωσαν απόλυτη πίστη σ’ αυτό το ασυνήθιστο εγχείρημα. Ποτέ άλλοτε δεν έχω συναντήσει το κοινό τόσο απαλλαγμένη από οποιαδήποτε αγωνία, αμφιβολία, δεύτερη σκέψη. Ήταν μια κυριολεκτικά συγκινητική εμπειρία συνάντησης, τόσο μεταξύ μας όσο και με τους θεατές, βαθιά ανθρώπινη και γι’ αυτό βαθιά πολιτική, που γεννήθηκε με την απαλότητα που φυτρώνει το πρώτο χορταράκι τής άνοιξης».

Χαρακτηριστικά που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;

«Η φωτεινότητα, η έμφυτη ευγένεια, η ευθύτητα, η ευφυΐα, ο κόπος».

Και κάποια που σας απωθούν;

«Το δράμα, η μετατόπιση του κέντρου από το εκάστοτε θέμα στον εαυτό, η προσποιητή ευγένεια, η απατεωνιά, η χυδαιότητα».

Έργα, καλλιτέχνες, συγγραφείς με επίδραση στη σκέψη και την καλλιτεχνική σας ταυτότητα;

«Ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, ο χορευτής butoh Masaki Iwana, η Μίρκα Γεμεντζάκη, ο Λευτέρης Βογιατζής».

Θα μας πείτε έναν, δύο ή τίτλους βιβλίων που αγαπάτε; 

«Πάντα το “Σύσσημον” του Ν. Α. Παναγιωτόπουλου».

Θα μοιραστείτε μαζί μας μια αγαπημένη εικόνα από τα παιδικά σας χρόνια;

«Η γιαγιά Αγγελική».

Κάτι που σας δίνει χαρά;

«Οι άνθρωποι που αγαπάω».

Να κλείσουμε με μια ευχή σας;

«Να μπει λίγος αέρας εδώ μέσα».

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Σκεύας
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουϊδάκης
Βοηθός σκηνογράφου & ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Φωτογραφίες παράστασης : Εβίτα Σκουρλέτη
Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα
Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Αμαλία Καβάλη, Αγγελική Παπαθεμελή, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου