Skip to main content

Γεωργία Ηλιοπούλου: «…υπάρχουμε και συνεχίζουμε να δημιουργούμε…»

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Η τελευταία δημιουργία του Βαγγέλη Παπαθανασίου, «The Thread» ΤΟ ΝΗΜΑ, θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 31 Αυγούστου στο Ηρώδειο·  μια μοναδική ευκαιρία για το αθηναϊκό κοινό να αποδώσει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη.

Η ιδέα της παράστασης αυτής  γεννήθηκε  το 2016, από τη Γεωργία Ηλιοπούλου -, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της πολιτιστικής εταιρίας ΛΑΒΡΥΣ.

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου  -που από την πρώτη στιγμή ασπάστηκε το όραμά της- στο Σημείωμα του για το «The Thread» ΤΟ ΝΗΜΑ, καταλήγει: «…Αυτό το έργο είναι σαν μια ανασκαφή στο παρελθόν και συγχρόνως στο μέλλον».

Με τη Γεωργία Ηλιοπούλου, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.

Θα θέλατε να μας συστήσετε την παράσταση; Με τι θα έρθει σε επαφή ο θεατής;

«Με μια πρωτότυπη δημιουργία  κατά βάσιν σύγχρονου  χορού,  βασισμένου, όμως, πάνω στους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς.
Θα δει τον τρόπο με τον οποίο συνομίλησε ο σύγχρονος χορογράφος με τον ανώνυμο χορογράφο των παραδοσιακών μας χορών. Θα δει πώς ο σύγχρονος χορογράφος απέδωσε τον δικό μας τσάμικο,  ενώ ταυτόχρονα θα δει να περνάει μπροστά του σχεδόν ολόκληρη η ιστορία της χώρας μας και να ενώνει π.χ. την Αρχαία Κρήτη με τη σημερινή.
Θα δει μια παράσταση με υψηλή αισθητική, σχεδόν “ποιητική”. Μια παράσταση φτιαγμένη για να θυμίσουμε σε όσους δεν γνωρίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα, ότι υπάρχουμε σαν λαός και συνεχίζουμε να δημιουργούμε».

Η ιδέα της παράστασης ανήκει σε εσάς· λίγα λόγια για την πηγή έμπνευσης; Αλλά και για τον επιλογή του τίτλου -«The Thread» ΤΟ ΝΗΜΑ!

«Ξεκίνησα να σκέφτομαι τη δημιουργία αυτής της παράστασης, χρόνια πριν. Έζησα πολλά χρόνια στο εξωτερικό και έβλεπα το έλλειμα παρατάσεων από την Ελλάδα. Μπορούσες να δεις παραστάσεις σχεδόν από όλο τον κόσμο, δύσκολα όμως θα έβλεπες παράσταση ελληνική. Από τότε, μου γεννήθηκε η ιδέα της  προβολής του ελληνικού πολιτισμού. Αργότερα, όταν επέστρεψα πια στη χώρα και ασχολήθηκα με τον πολιτισμό, ξεκίνησα δειλά δειλά να προσπαθώ να κατανοήσω πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ξεκίνησα με τα μεγάλα πολιτιστικά δίκτυα -τα γνωστά arts markets, και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όφειλα να δημιουργήσω κάτι εκ του μηδενός.

Ο χορός, σε αντίθεση με το θέατρο, έχει γλώσσα διεθνή, εύκολα κατανοητή. Η βάση, λοιπόν, ήταν ο ελληνικός παραδοσιακός χορός, αλλά ιδωμένος μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Μια νέα χορογραφία, η οποία να πατά στο παρελθόν, να αντλεί το ιδίωμα και να το προσαρμόζει στο σήμερα για να μπορεί να γίνει πιο κατανοητό στο διεθνές κοινό, για το οποίο και φτιάχτηκε κατά βάσιν αυτή η παράσταση. Έτσι, το 2016 πια αμέσως μετά τα capital controls που επιβλήθηκαν στη χώρα μας και τη διεθνή μιντιακή διαπόμπευσή μας, αποφάσισα ότι θα έπρεπε να αντιδράσουμε. Η παράσταση αυτή είναι ο δικός μου τρόπος να πω στους πολίτες του κόσμου ότι υπάρχουμε και συνεχίζουμε να δημιουργούμε, ίσως και πολύ καλύτερα από εκείνους. Ήρθα σε επαφή με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, την Μαίρη Κατράντζου, τον Ράσσελ Μάλιφαντ. Έτσι ξεκίνησε η δημιουργία αυτής της παράστασης.

Και βέβαια μπορεί να γνωρίζεις ακριβώς τι θέλεις να κάνεις, αλλά να του δώσεις τον τίτλο είναι μια εντελώς άλλη ιστορία. Ήξερα τι ήθελα να πω, ήξερα ότι θα έπρεπε να έχει σχέση με τη διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού, ήξερα ότι έπρεπε να βρω τον μίτο της Αριάδνης. Η δική μου πρόταση ήταν η λέξη  “Μίτος”. Περάσαμε πολλές μέρες και ώρες στο σπίτι του Βαγγέλη Παπαθανασίου στο Παρίσι να μιλάμε γι’ αυτό, να ακούμε προτάσεις, αλλά τον τελικό τίτλο μας τον κατοχύρωσε  ο σπουδαίος αυτός Έλληνας της διασποράς, ο Δημήτρης Κατσαχνιάς».

Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.

«Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ήταν φίλος και όχι συνεργάτης μου. Η παράσταση αυτή είναι η μόνη μας συνεργασία. Όταν, το 2016, σκέφτηκα ότι πλέον έπρεπε κάτι να γίνει, του τηλεφώνησα και του μίλησα για την ιδέα μου. Η απάντησή του ήταν ότι ο ίδιος είχε σκεφτεί χρόνια πριν να κάνει μια παράσταση βασισμένη πάνω στην παραδοσιακή μουσική και τους παραδοσιακούς χορούς και με μεγάλη χαρά θα συμμετείχε σε αυτή τη νέα δημιουργία.  Το σαββατοκύριακο  που ακολούθησε πήγα στο Παρίσι να τον βρω και να μιλήσουμε. Μου σύστησε τους ανθρώπους που εκείνος εμπιστευόταν και εγώ του πρότεινα τόσο τη Μαίρη Κατράντζου όσο και τον Ράσσελ Μάλιφαντ. Περάσαμε ατελείωτα βράδια μόνοι ή και όλοι μαζί να μιλούμε γι’ αυτό. Μας πήρε τρία ολόκληρα χρόνια να φτάσουμε να παρουσιάσουμε, τελικά, την συγκεκριμένη παράσταση».

Μια περιγραφή σας, για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου που εσείς γνωρίσατε –πέρα από την τεράστια καλλιτεχνική του παρουσία και προσφορά;

«Ο Βαγγέλης ήταν ένας έξυπνος, ευαίσθητος, μοναχικός και φιλοσοφημένος άνθρωπος. Τον αγαπούσα και πήγαινα να τον βλέπω στο σπίτι του στη Ελλάδα πολύ συχνά και στο Παρίσι κάθε φορά που βρισκόμουν εκεί. Αγαπούσα τις ατελείωτες και μονίμως μεταμεσονύχτιες συζητήσεις μαζί του. Απλός, φιλόξενος, απλόχερος. Το σπίτι του, κέντρο διερχομένων διάσημων καλλιτεχνών, διανοούμενων και  opinion makers  από όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης».

Θα μοιραστείτε μαζί μας μια από τις κουβέντες του, μια από τις στιγμές που ζήσατε μαζί του;

«Όταν τον ρώτησα για την έμπνευσή του και για το πώς γράφει τη μουσική του, η απάντησή του ήταν αποστομωτική: “Απλά ακούω  και καταγράφω τη Μουσική του Σύμπαντος. Τον ήχο της κίνησης των πλανητών. Αυτή είναι η μουσική μου”.

Τον ρωτούσα τα πιο απίθανα πράγματα και ποτέ δεν αρνήθηκε να μου απαντήσει. Σαφώς τον ρώτησα και για το πώς κέρδισε το Όσκαρ και πώς ένιωσε. Μου απάντησε: “και να σκεφτείς ότι ο Χάτσον δεν ήθελε με τίποτα να συμπεριλάβει το ομώνυμο κομμάτι στην ταινία. Το είχα γράψει, αλλά αρχικά είχε αποκλειστεί. Χρειάστηκα πολύ χρόνο να τον πείσω να το συμπεριλάβει,  κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, και τελικά… είχα δίκαιο”».

Κάποιο σχόλιο για  τη  χορογραφία του  Ράσσελ Μάλιφαντ; Πού εστίασε η προσέγγισή του;

«Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο εξαίσιος δημιουργός προσέγγισε την παράδοσή μας, αξίζει πραγματικά ειδικής μνείας. Άνθρωπος άκρος εσωστρεφής και απόλυτα εμμονικός με την εμβάθυνση με ό,τι ασχολείται -είτε είναι το τάι τσι, είτε η καποέιρα, είτε ο ελληνικός παραδοσιακός χορός. Με τη βοήθεια δύο Ελλήνων χορευτών και δασκάλων παραδοσιακών χωρών, της Ελένης  Σπαθιά και του Παναγιώτη Καραχάλιου, κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να εντρυφήσει τόσο πολύ  όσο λίγοι από εμάς, τους Έλληνες εννοώ. Συνδιαλλάχτηκε με τον ανώνυμα παραδοσιακό δημιουργό και συνομίλησε μαζί του. Μας έδωσε υπέροχα δείγματα συνομιλίας, αντιπαράθεσης, αλλά και σεβασμού όταν δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ούτε να ερμηνεύσει, ούτε να προτείνει, ούτε να αντιπαρατεθεί. Για μένα είναι μια παράσταση που, όσες φορές και να τη δεις, συνεχώς ανακαλύπτεις καινούργια πράγματα. Είναι μια παράσταση διαχρονική και είμαι απολύτως βέβαιη ότι θα μπορεί κάποιος να τη βλέπει και σε είκοσι και πενήντα χρόνια από σήμερα».

Θα μας δώσετε μια «εικόνα» από τον σχεδιασμό των κοστουμιών, που υπογράφει η Μαίρη Κατράντζου;

«Η Μαίρη ήταν η τελευταία που μπήκε στην ομάδα. Είχε δει μια έκθεσή της στο Παρίσι ο Λευτέρης Ζέρμας -βοηθός του Βαγγέλη Παπαθανασίου,  και μαζί με τον Λευτέρη μιλήσαμε για πρώτη φορά στον Βαγγέλη. Της Μαίρης της πήρε περίπου ένα εξάμηνο να δεχτεί να έρθει στο Παρίσι να συναντήσει τον Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης δεν θα έκανε ποτέ συνεργασία με κάποιον, με τον οποίο δεν θα είχε ο ίδιος προσωπική επαφή. Όταν συναντήθηκαν, η αλήθεια είναι  η ότι  η συνάντηση αυτή ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Συναντηθήκαμε έκτοτε και όλοι μαζί να μιλήσουμε για τα κοστούμια της παράστασης. Τα πρώτα σχέδια της Μαίρης βασίστηκαν αποκλειστικά στις υποδείξεις του Βαγγέλη. Η Μαίρη δημιούργησε αυτά τα καταπληκτικά prints και ο Ράσσελ  με τους χορευτές έβαλαν την τελική πινελιά, μια και έπρεπε αυτά τα κοστούμια να είναι απόλυτα λειτουργικά πάνω στη σκηνή».

Μιλήστε μας για την αποδοχή που έχει ήδη απολαύσει η παράσταση, στο μέχρι τώρα, ταξίδι της.

«Πολύ μεγάλη, ευτυχώς. Πρεμιέρα στο Λονδίνο στο περίφημο  Sadler’s Wells και εφημερίδες να δίνουν 4 στα 5 αστέρια στην παράσταση και να έχουμε διθυραμβικές κριτικές  από  εφημερίδες όπως: The Times, The Guadian, The Telegraph, The Arts Desk, The Stage  με τίτλους όπως: “Μια διαφορετική απεικόνιση της Ελλάδας….ο μύθος συναντά τον νεωτερισμό σε μια συναρπαστική συνεργασία γεμάτη βάθος… ….το αποτέλεσμα είναι ασυνήθιστο αλλά αποκαλυπτικό και σφυρηλατεί τους βαθύτερους δεσμούς του παρόντος με το παρελθόν, προσφέροντας μια εμπειρία γεμάτη συγκίνηση και ένταση”.

Το ίδιο και σε όσες χώρες μέχρι στιγμής εμφανιστήκαμε. Είναι μια παράσταση που ξαφνιάζει δεν είναι αναμενόμενη και  τους ενθουσιάζει.

Προ κορωνοϊού, εκτός από το Λονδίνο δώσαμε παραστάσεις στην Ιταλία και τη Γερμανία. Στην Ελλάδα κάναμε πρεμιέρα στην Επίδαυρο και μετά δώσαμε παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Δυστυχώς, όλα μας τα πλάνα ακυρώθηκαν λόγω του ιού και μόλις φέτος τον Ιούνιο συνεχίσαμε με πρώτο σταθμό τη Σαουδική Αραβία και μετά την Ελλάδα».

Ιδρύτρια της ΛΑΒΡΥΣ, με τεράστια εμπειρία στα πολιτιστικά δρώμενα. Ένα σχόλιό σας για τη θέση του  Πολιτισμού στη σημερινή Ελλάδα;

«Από το 1989 που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας έχουν αλλάξει πολλά. Είχαμε την τύχη να έχουν δημιουργηθεί πολύ νέοι θεσμοί και κάποιοι από αυτούς κατόρθωσαν να καθιερωθούν. Το μεγάλο πρόβλημα στον Πολιτισμό παραμένει  η διασύνδεση της Παιδείας με τον Πολιτισμό, καθώς και η διαχείριση της Σύγχρονης καλλιτεχνικής Δημιουργίας της χώρας. Είναι μεγάλο βήμα ο διαχωρισμός της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς από τον Σύγχρονο Πολιτισμό και είμαι ιδιαίτερη χαρούμενη για τη δημιουργία του αντίστοιχου διαχωρισμού στο Υπουργείο Πολιτισμού. Αρκεί να μην αλλάξει και αυτό από την επόμενη κυβέρνηση, όπως δυστυχώς συνηθίζεται στη χώρα μας».

Θα μας πείτε κάτι που θα αλλάζατε, αμέσως, στη χώρα μας –αν μπορούσατε;

«Τον ωχαδερφισμό μεγάλης κατηγορίας  συμπολιτών μας. Τη δήθεν μαγκιά του Έλληνα, που δεν του επιτρέπει στην κυριολεξία να δει και να κατανοήσει ότι και οι άλλοι ξέρουν και μπορούν -ίσως κάποια πράγματα και καλύτερα από εμάς. Εν ολίγης θα είχα ασχοληθεί με την παιδεία και την αισθητική  των πολιτών της χώρας, πολύ περισσότερο». 

Και, να κλείσουμε με κάτι που αγαπάτε πολύ στην Ελλάδα;

«Τη νεολαία της με τις καινούργιες ιδέες της και το μέλλον μπροστά τους. Έχουμε νέους ικανούς να πάνε τη χώρα στον 22ο αιώνα. Αρκεί εμείς, οι παλαιότεροι, να τους μάθουμε τον τρόπο και εκείνοι να είναι σοφοί αρκετά να αποδεχτούν ότι η εμπειρία των παλαιότερων είναι το δικό τους… ΝΗΜΑ».

Συντελεστές

Πρωτότυπη μουσική | Βαγγέλης Παπαθανασίου
Σκηνοθεσία – χορογραφία | Russell Maliphant
Κοστούμια | Μαίρη Κατράντζου

Χορεύουν οι: Δελής Δημήτρης, Δημητριάδη Μαργαρίτα, Καραχανίδης Αναστάσης, Καρούτης Χρήστος, Κολοβού Ευφρωσύνη, Λέτσου Μήνα, Μανουκιάν Μαρία, Μπαγεώργος Ηλίας, Παγανός Δημήτρης, Παντελάκη Ειρήνη, Παπακωνσταντίνου Μαρία, Παυλής Θεμιστοκλής, Σπηλιωτοπούλου Ηώ, Σταυρόπουλος Αλέξανδρος, Σχοινοπλοκάκη Μυρτώ, Τσιγγίστρα Μαρία, Χατζηβασιλειάδης Νικόλαος, Χατζηγιαννάκης Θωμάς