Skip to main content

Οι ρόλοι των πρωταγωνιστών της ανοικοδόμησης

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Ο τόμος «Το παλίμψηστο  της Αριστοτέλους – Βυζαντινά οράματα και εκλεκτικός τοπικισμός» του Νίκου Καλογήρου –σε συνεργασία με τους Μαρία Δούση, Δημήτριο Κονταξάκη, Σοφοκλή Κωτσόπουλο και Εισαγωγή του Αλέξανδρου Τζώνη- κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press.

Το σύγγραμμα παρουσιάζει την αρχιτεκτονική και πολεοδομική διαδρομή του εμβληματικού άξονα της Αριστοτέλους -που συνιστά το χαρακτηριστικότερο αστικό τοπίο της ανοικοδομημένης Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, και επιχειρεί την κριτική αποτίμηση του εκλεκτικού τοπικισμού της «νεοβυζαντινής» αρχιτεκτονικής της πόλης.

Η πυρκαγιά  του 1917 ξεκίνησε από ένα φτωχικό σπίτι προσφύγων στη συνοικία Μεβλανέ, μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης. Όσα ακολούθησαν,  σημάδεψαν την ιστορία της πόλης και άλλαξαν σημαντικά τη φυσιογνωμία της.

«Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε στις 18 (5) Αυγούστου 1917 και κατέστρεψε μέσα σε 32 ώρες 120 εκτάρια στο πυκνοδομημένο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Κατά παράδοξο τρόπο, το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, σε συνθήκες πολέμου και οιονεί κατοχής της πόλης από τα συμμαχικά στρατεύματα, αποδείχθηκε ευνοϊκό για τη σύλληψη και την υλοποίηση τολμηρών εγχειρημάτων για τον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό εκσυγχρονισμό της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη είχε απελευθερωθεί πριν από λίγα χρόνια (1912) και είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεσπάσει το 1914, και η Ελλάδα είχε επιλέξει αρχικά την ουδετερότητα. Δυνάμεις της Στρατιάς της Ανατολής της Αντάντ είχαν αποβιβαστεί και εγκατασταθεί στην πόλη από το 1915. Η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων και πολλών προσφύγων στη Θεσσαλονίκη είχε προκαλέσει έναν ιδιόμορφο δυναμισμό στην τοπική οικονομία. Σε κλίμα έντονου διχασμού στην Ελλάδα, ξέσπασε το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης, και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη η προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου μέχρι τον Ιούνιο του 1917.    

Μετά την πυρκαγιά οι αντιδράσεις της διοίκησης υπήρξαν άμεσες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε την κεντρική πολιτική για τον πλήρη ανασχεδιασμό της πόλης, στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής του προσέγγισης, που στόχευε στον αστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης ως επίκεντρου των πρόσφατα απελευθερωμένων νέων χωρών. Την εποχή της έναρξης του εγχειρήματος της ριζικής οικοδόμησης της Θεσσαλονίκης δεν είχαν ακόμη αναιρεθεί οι προοπτικές υποστήριξης της Μεγάλης Ιδέας, που εξέφραζαν τις αστικές επιδιώξεις ενός ιδιότυπου εθνικισμού. Στο πλαίσιο των προθέσεων για την εθνική ολοκλήρωση το νέο σχέδιο για την πόλη εντασσόταν στην ευρύτερη πολιτική εκσυγχρονισμού σύμφωνα με τα πρότυπα της Ευρώπης. Ο νέος ρόλος της Θεσσαλονίκης δεν αφορούσε μόνο τους αυτόχθονες με την ιδιαίτερη πολυπολιτισμική παράδοση, αλλά και τους Έλληνες της διασποράς, στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, που διατύπωναν το αίτημα για ένα νέο μητροπολιτικό αστικό συγκρότημα. Εκεί θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σύγχρονες κοινωνικές, διοικητικές και οικονομικές λειτουργίες σε συμμαχία –μέσα στην κρίσιμη συγκυρία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου- με τη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας. 

[…]   

Έξι μέρες μετά την πυρκαγιά, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσκλήθηκαν σε σύσκεψη οι ειδικοί με αντικείμενο τα άμεσα μέτρα για τη στέγαση των πυροπαθών. Εντύπωση προκαλεί ότι άμεσα διατυπώθηκε η πρόταση για την απαλλοτρίωση της περιοχής που καταστράφηκε με αναγκαστική εκποίηση της έκτασης. Οι αρχικοί ιδιοκτήτες θα έπαιρναν ομολογίες, ενώ τα νέα οικόπεδα που θα προέκυπταν μετά τη νέα ρυμοτομία θα μεταβιβάζονταν ύστερα από δημοπρασία.       
Το κορυφαίο έργο εκσυγχρονισμού της νεότερης Θεσσαλονίκης ανατέθηκε σε μια διεθνή επιτροπή που συστάθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες από την κυβέρνηση Βενιζέλου».

Διερευνώντας τον εκλεκτικό τοπικισμό που υιοθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη, εξετάζονται οι ρόλοι των πρωταγωνιστών της ανοικοδόμησής της, μετά το 1917, ξεκινώντας από την καταλυτική συμβολή των βενιζελικών και ιδιαίτερα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Δίνεται έμφαση στη συμβολή των Γάλλων, Ερνέστ Εμπράρ και Ζοζέφ Πλεϊμπέρ, στις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές επιλογές του ανασχεδιασμού. Οι Έλληνες τεχνικοί πρωταγωνιστές είχαν, επίσης, κρίσιμους ρόλους. Ο Κώστας Κιτσίκης επηρέασε γενικότερα την εξέλιξη της σύγχρονης νεοελληνικής πόλης, ενώ η προσέγγιση του Αριστοτέλη Ζάχου εξελίχθηκε προς ένα άρτιο «νεοβυζαντινό» αρχιτεκτονικό ιδίωμα με βάση τις εμπειρίες του στη Θεσσαλονίκη.

Η έρευνα πεδίου εντοπίζεται στον εμβληματικό άξονα της Αριστοτέλους, το περισσότερο χαρακτηριστικό αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης του εικοστού αιώνα, του οποίου η σημαντική διάσταση από το όραμα έως την υλοποίηση δεν είχε έως σήμερα εξεταστεί ενδελεχώς.

Το κεντρικό μέρος περιλαμβάνει την κριτική παρουσίαση του παλίμψηστου της Θεσσαλονίκης. Παρουσιάζονται η χαμένη κεντρική Αστική Πλατεία, η μικρότερη παραθαλάσσια Πλατεία Αριστοτέλους, οι παράπλευρες αγορές και η αποκατάσταση/ανακατασκευή των βυζαντινών μνημείων. Επιχειρείται, επίσης, η αποτίμηση του έργου του Ζάχου σε έργα ανοικοδόμησης και ανάδειξης των κατεστραμμένων μνημείων, καθώς και στις μελέτες νεοβυζαντινών ναών και κτηρίων.

Ακολουθεί η κριτική αποτίμηση του εκλεκτικού τοπικισμού της «νεοβυζαντινής» ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης. Στα συμπεράσματα, συνοψίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μεγάλης χειρονομίας που επιχειρήθηκε σε σχέση με το πολιτικό πλαίσιο και τα αντίστοιχα τοπικιστικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα σε άλλες περιοχές την εποχή του μεσοπολέμου.