Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το εκρηκτικό κείμενο του Δ. Ν. Μαρωνίτη, «Μαύρη γαλήνη», βρίσκει ξανά φωνή και υπόσταση στη θεατρική σκηνή, μέσα από τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιάννη Τσορτέκη, ο οποίος μας μιλά για την παράσταση «Προς εγκατάστασιν ΙΙΙ… “Μαύρη γαλήνη”».
Ως φόρος τιμής στον δημιουργό του έργου, τον κλασικό φιλόλογο, μεταφραστή αρχαίων συγγραφέων και δοκιμιογράφο Δ. Ν. Μαρωνίτη, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Ιούλιο, η παράσταση παρουσιάζεται από την εταιρεία θεάτρου «η ρόζμαρυ στην κορφή των λόφων», στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, από τις 12 Δεκεμβρίου έως τις 10 Ιανουαρίου 2017, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 9.15 το βράδυ.
Με βάση το συγκλονιστικό αυτό κείμενο, που γράφτηκε πάνω σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες σαν ένα ημερολόγιο απελπισίας και εγκλεισμού, ο Γιάννης Τσορτέκης δημιουργεί μια τιμητική performance και μιλά για την παράσταση και για τα συναισθήματά του για τη σημερινή Ελλάδα.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον αείμνηστο Δ. Ν. Μαρωνίτη.
Για τον Μαρωνίτη, τι να πει κανείς! Γι’ αυτούς που τον γνώρισαν και τον έζησαν, αλλά και γι’ αυτούς που θα επιθυμήσουν να τον γνωρίσουν, μέσα από τον πλούτο που άφησε κληρονομιά σε όλους, η εικόνα θα είναι πάντοτε έντονα προσωπική και ευδιάκριτη, κι αυτό καταγράφεται στον Μαρωνίτη και όχι σε μας.
Υπό ποιες συνθήκες γράφτηκε αυτό το κείμενο;
Το κείμενο αποτελεί σπαράγματα σκέψεων, που γεννήθηκαν σε συνθήκες εγκλεισμού, όταν, κρατούμενος ο Μαρωνίτης στα κελιά της ΕΑΤ – ΕΣΑ, το 1973, την περίοδο της δικτατορίας, προσπαθούσε – απελπισμένα έως απεγνωσμένα – να επικοινωνήσει, να μοιραστεί κάτι από το βαρύ φορτίο των σκέψεων, που τον κύκλωναν μέσα του.
Για τι μιλάει και ποια συναισθήματα τον πλημμυρίζουν;
Ο Μαρωνίτης μιλάει για μια πολύ βαθειά προσωπική πλευρά του, εκστομίζοντας από ανάγκη, δημόσια, λόγια που, υπό άλλες συνθήκες, θα παρέμεναν επτασφράγιστα μυστικά. Ο εγκλεισμός και η απομόνωση οδηγούν σε μιαν αντίληψη περί χρόνου, που τρέχει και διαστέλλεται τόσο απρόβλεπτα, αφήνοντας τον χώρο στη μνήμη να εισβάλει δραματικά στο παρόν. Εκεί, τα φαινόμενα καθίστανται αδιάφορα, και αρχίζει να γαζώνεται η στιγμή ως εφιάλτης.
Τι σας ώθησε να το παρουσιάσετε στη θεατρική σκηνή;
Από ένστικτο, έμεινα στο κείμενο, το οποίο, στην αρχή, έκανε τρομερή προσπάθεια να με αποθαρρύνει, οφείλω να πω. Δικαιώνομαι μέσα μου γι’ αυτή την επιλογή, διότι, μετά από επτά χρόνια εμπλοκής μου με αυτό, τώρα κατανοώ κάποια από τα κλειδιά του, κάτι από τα μυστικά του, κάτι από την οδύσσεια αυτού του προσώπου, η οποία με συγκινεί.
Πώς αισθάνεστε για τη σημερινή Ελλάδα;
Όπως ακριβώς ένιωθα και πριν. Υπέροχα. Με λίγα ζούσα πάντοτε, με τα ίδια ζω και τώρα. Οι ανάγκες μου ήταν πάντοτε ζωτικές και τέτοιες συνεχίζουν να παραμένουν. Το πρόβλημα ήταν πάντοτε θέμα γλώσσας, θέμα παιδείας. Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα συνεχίσει να αποτελεί έννοια, η οποία μπορεί να σου αρέσει, να τη θαυμάζεις, να γοητεύεσαι από αυτήν, αλλά παραμένει κάτι μακρινό, κάτι απέναντι, κάτι άπιαστο. Ο Έλληνας, όμως, είναι κάτι απτό, που αντικατοπτρίζει τον σπόρο που κάποτε σπάρθηκε, που κάθε στιγμή σπέρνεται. Υγιής είναι ο σπόρος, που ξεβοτανίζεται, όταν γίνει βλαστάρι, σε ένα χωράφι που οργώνεται, και όπου, πάνω από όλα, ο σπορέας αγαπά ειλικρινά και τον σπόρο και το χωράφι γι’ αυτό που αυτό είναι από μόνο του και όχι από ένα ιδιοτελές μικροσυμφέρον για το τί μπορεί αυτό να του αποδώσει και μόνο.
Νιώθω, ότι όλη η “γεωργία”, λοιπόν, σαν να στηριζόταν αποκλειστικά πάνω σε αυτό το τελευταίο, πάνω σε μια οικονομική μελέτη, πάνω σε μια οικονομική απόδοση, και όχι πάνω σε μιαν αγάπη για την ίδια τη φύση. Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι τι είδους ζιζανιοκτόνο θα ρίξεις, για να εξυγιάνεις, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και ειδικά σε αυτό που θεωρητικά θέλεις να προστατεύσεις, αλλά πώς θα έπρεπε να μην είχες φτάσει στο σημείο αυτό. Κι αυτό θέλει αγάπη. Και η αγάπη, από τη φύση της, είναι κάτι, που εκπορεύεται από μένα προς κάτι έξω από μένα. Όλα τα υπόλοιπα απλώς τα ζούμε κάθε μέρα.
Τι μας έφερε σε αυτό το σημείο;
Το συμφέρον, το χρήμα, η κακή διαχείριση, η ευκολία αλλοτριώνουν συνειδήσεις. Απομακρύνουν τον άνθρωπο από την ταπεινότητά του. Μετά, απλώς περιφέρεται αλαζών, χωρίς ουσία, ζώντας ασκόπως με δανεικές αγωνίες. Καλή διαχείριση μπορείς να κάνεις μόνο σε όσα αποκλειστικά έχεις ανάγκη. Όπως για παράδειγμα την πείνα ή τη δίψα, την κούραση ή τη χαρά. Αν πεινάς, απλώς θα φας, ό,τι κι αν είναι αυτό. Αλλά θα φας τόσο, όσο πραγματικά αντέχει το στομάχι σου. Αν φας παραπάνω, θα έχεις πρόβλημα, κι αυτό το ξέρεις ήδη εκ των προτέρων. Οπότε, επιλέγεις πάντοτε αν έχεις χρόνο να διαθέσεις να ανανήψεις από κάτι, που ο ίδιος προκάλεσες στον εαυτό σου, και χρήματα για να ξοδεύεις σε φάρμακα, τροφοδοτώντας έναν ήδη προβληματικό πλέον οργανισμό, ή όχι.
Αναρωτιέμαι, υπάρχει κανείς, που να έριξε ποτέ την ευθύνη σε κανέναν άλλον δίπλα του, επειδή ο ίδιος – από μόνος του – καταβρόχθισε με βουλιμία τρία πιάτα φαγητό, ενώ το σώμα του είχε ανάγκη μόνο λίγες κουταλιές, για να λειτουργεί στην εντέλεια; Έψεξε ποτέ κανείς κάποιον άλλον δίπλα του, επειδή έφτασε αφυδατωμένος στα όρια της κατάρρευσης, όταν η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο;
Με τόσο απλό τρόπο, αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε ποτέ κανείς να ξεπληρώσει ένα δάνειο 450.000 ευρώ για ένα σπίτι, όταν ο μισθός του ήταν 1.000 ευρώ. Είναι ανέκδοτο για παιδιά. Θα χρειάζονταν 450 μήνες (γέλιο) ή δύο και τρεις ζωές, για κάτι που, επί της ουσίας, δεν σου ανήκει, δεν θα σου ανήκει ποτέ και, κυρίως, δεν θα το πάρεις μαζί σου… (γέλιο). Αλλού είναι η χαρά και η ζωή…
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;
Αυτό που έκαναν κάποιοι σπουδαίοι Άγγλοι, πριν λίγες ημέρες. Πυρπόλησαν, στον Τάμεση, μια βάρκα γεμάτη ενθύμια της πανκ μουσικής. Ο αρθρογράφος, εμβρόντητος, έγραψε ότι αυτά τα ενθύμια κόστιζαν 6.000.000 λίρες Αγγλίας! Έπαθε σοκ ο άνθρωπος, και δικαίως. Όμως, οι πιστοί αυτής της ιδέας δήλωσαν καθαρά ότι η μουσική αυτή δεν υπάρχει μέσα από τα ενθύμιά της, υπάρχει από μόνη της. Ο καταναλωτισμός, λοιπόν, έφερε τον καημένο τον αρθρογράφο να λειτουργεί με τους κανόνες του καταναλωτισμού, που αντιλαμβάνονται την ιδέα ως προϊόν, ως εμπόρευμα, με όρους καθαρά συμφέροντος και χρήματος. Όσο θα απομακρυνόμαστε από τις επίκτητες πλαστές ανάγκες, τόσο θα προσεγγίζουμε τη δυνατότητα όχι να βρούμε λύση, αλλά να δούμε καθαρότερα ποιο είναι το πρόβλημα.
Ταυτότητα παράστασης
Concept: Σταύρος Γασπαράτος – Σάκης Μπιρμπίλης – Γιάννης Τσορτέκης, σκηνοθεσία – ερμηνεία: Γιάννης Τσορτέκης, μουσική σύνθεση: Σταύρος Γασπαράτος, φωτογραφία – χωρογραφία: Σάκης Μπιρμπίλης, επιμέλεια κίνησης: Ελένη Φορτώση, δραματουργική επεξεργασία – βοηθός σκηνοθέτη: Δόμνα Ζαφειροπούλου.
Πληροφορίες
Θέατρο του Νέου Κόσμου – Δώμα: Αντισθένους 7 & Θαρύπου – Αθήνα, τηλ.: 210 9212900. Τιμές εισιτηρίων: κανονικό: 12 ευρώ, φοιτητικό: 10 ευρώ, ανέργων: 8 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: καταστήματα: Public, Seven Spots, Reload, Media Markt, βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, τηλεφωνικά: 11876, ηλεκτρονικά: viva.gr.