Ιστορική είναι η τρέχουσα συγκυρία για τη χώρα και τις επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας, παράλληλα με την τεράστια ευθύνη που προκύπτει από το βάρος των συνθηκών που διαμορφώνονται στον αμυντικό κλάδο, σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ), Αναστάσιο Ροζολή.
Όπως τόνισε ο Πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ παρατηρείται ένα κρίσιμο έλλειμμα. Λείπει η μόνιμη θεσμική δομή με αρμοδιότητα την αμυντική βιομηχανία, με εξειδικευμένα στελέχη, με εμπειρία σε συμβάσεις, ειδικούς σε ευρωπαϊκά προγράμματα, γνώση της αγοράς αλλά και των εθνικών αμυντικών αναγκών, κατά το πρότυπο άλλων χώρων της Δύσης.
Σύμφωνα με τον κ. Ροζολή, απαιτείται εξειδίκευση του τρόπου αποκόμισης του οφέλους του 25% από την ελληνική αμυντική βιομηχανία στο πλαίσιο των εξοπλιστικών προγραμμάτων της χώρας μέσω της ενίσχυσης των συμπαραγωγών, των συνεργασιών και των συμμετοχών.
Απουσιάζει ο οδικός χάρτης
Αυτή τη στιγμή απουσιάζει ο οδικός χάρτης που θα κατευθύνει με ξεκάθαρο τρόπο τον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις του αμυντικού κλάδου αλλά και όσες έχουν συναφή δραστηριότητα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της υπεραξίας από τις αμυντικές δαπάνες προς όφελος της βιομηχανικής παραγωγής, της απασχόλησης, της οικονομίας, της ανάπτυξης και της χώρας συνολικά.
Χωρίς αυτό τον οδικό χάρτη είναι αδύνατον να προσδιοριστούν οι στόχοι, οι επενδύσεις και ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός από την πλευρά των επιχειρήσεων και υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος που είχαν σαν αποτέλεσμα μηδενικό όφελος για την Ελλάδα και την αμυντική της βιομηχανία. Οι επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία έχουν τον μεγαλύτερο συντελεστή μόχλευσης, φτάνοντας το 3% έως 5%, γεγονός που αποτελεί σημαντική παράμετρο.
Μέχρι το 2011 είχαμε ένα περιβάλλον που απαιτούσε σχεδόν 40% συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας. Αυτό δημιούργησε τις βάσεις της εγχώριας παραγωγής. Η κατάργηση του πλαισίου αυτού το 2011 οδήγησε στο να προχωρούν μόνο διακρατικές συμφωνίες και απευθείας αναθέσεις. Έτσι η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία της υπεραξίας για τις αμυντικές της επιχειρήσεις, μέσω συμμετοχής των ελληνικών εταιρειών στο supply chain πολυεθνικών κολοσσών αλλά και της ενεργοποίησής τους σε έργα συντήρησης ως συνέχεια των εξοπλιστικών προγραμμάτων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Να μην χαθεί η ευκαιρία
Αυτή τη φορά η ελληνική βιομηχανία και επιχειρηματικότητα δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία που προκύπτει τόσο από το επόμενο εθνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα όσο και από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό που τελεί υπό σχεδιασμό, σύμφωνα με τον κ. Ροζολή.
Είναι εμφανής εξάλλου η δυναμική της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Ήδη οι εταιρείες του Συνδέσμου από 190 το 2019 έχουν ξεπεράσει τις 250 το 2025 με συνολική παραγωγή που ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ ετησίως και χιλιάδες εργαζόμενους.
Σύμφωνα με το ΣΕΚΠΥ, οι βιομηχανικές επιστροφές 25% είναι ευκαιρία για ανάπτυξη αμοιβαία επωφελών συνεργασιών, ιδιαίτερα απαραίτητων για την επιτυχή διαχείριση και του μεγάλου κύματος προγραμμάτων λόγω του ReArm Europe. Σε σύγκριση μάλιστα με άλλες χώρες είναι το ελάχιστο ποσοστό που μπορεί να απαιτηθεί, τουλάχιστον όμως ας υλοποιηθεί και αξιοποιηθεί με το βέλτιστο δυνατό τρόπο προς όφελος της χώρας και των επιχειρήσεών της.