Skip to main content

Περικοπές και προσαρμογές από τη μεταποίηση τροφίμων

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

«Το ηλεκτροσόκ στην εγχώρια βιομηχανία μετρά εδώ και εννέα μήνες, δηλαδή πολύ πριν η τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου φτάσουν στο “βαθύ κόκκινο” ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Πλέον το θέμα της βιωσιμότητας απειλεί όλες σχεδόν τις δραστηριότητες και ήδη έχουν ξεκινήσει οι περικοπές στον τρόπο λειτουργίας γραμμών παραγωγής, καθώς η πραγματικότητα είναι ότι το ενεργειακό κόστος είναι μη διαχειρίσιμο σε πολλές επιχειρήσεις». Με αυτά τα λόγια στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων σκιαγραφούν την υφιστάμενη κατάσταση στην αγορά.

Ο εγχώριος κλάδος μεταποίησης τροφίμων αποτελεί μια ενεργοβόρα δραστηριότητα και εισήλθε στην ενεργειακή κρίση σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες αγορές.

«Πριν από την κρίση, το κόστος ενέργειας αποτελούσε περίπου το 30% του κόστους παραγωγής, δεδομένου ότι ήταν από τα υψηλότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή τη στιγμή αγγίζει και το 60%-70%, αποτελώντας το νούμερο ένα ζήτημα διαχείρισης από τη βιομηχανία, ξεπερνώντας το μισθολογικό ή τα ενοίκια εγκαταστάσεων και αποθηκών. Εάν συμπεριληφθούν οι αυξήσεις 50%-60% στις πρώτες ύλες και το μεταφορικό -που κινείται στην κατεύθυνση να αγγίξει διψήφιο ποσοστό συμμετοχής στα συνολικά κόστη, από 5%-6% που ήταν το 2019-, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι η βιομηχανία βρίσκεται σε ασφυξία. Δεν υπάρχουν ελαστικές δαπάνες για να περιοριστούν περαιτέρω. Και, βέβαια, όλη αυτή η συνθήκη δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ανατιμήσεων και μειωμένης κατανάλωσης που δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών. Η απόφαση για διακοπή λειτουργίας δεν αφορά μονάχα σε μικρές βιομηχανίες, αυτό πρέπει να καταστεί σαφές. Και οι μεγάλες βιομηχανίες δέχονται ισχυρές πιέσεις και κανείς δεν μπορεί να προχωρήσει σε έναν σχεδιασμό διαχείρισης κρίσεως αφού τα δεδομένα συνεχώς διαφοροποιούνται και όχι στην κατεύθυνση της βελτίωσης», σημειώνουν τα ίδια στελέχη.

Η απαισιοδοξία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο καθώς και στις σημαντικές ατέλειες και στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. «Ακόμα και αύριο το πρωί να σταματήσει ο πόλεμος, η ενεργειακή κρίση δεν θα σταματήσει. Αντίθετα, η επόμενη μέρα του “ψυχρού πολέμου” που θα αναπτυχθεί θα διατηρήσει την κατάσταση στην ενέργεια ρευστή» σημειώνουν αναλυτές της αγοράς, προσθέτοντας ότι «το ενεργειακό πεδίο αποτελεί μεγάλο disadvantage εξωστρέφειας για το εγχώριο επιχειρείν γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις ή όσες δραστηριοποιούνται εγχωρίως δεν έχουν τη δυνατότητα αξιοποίησης εργαλείων που “απολαμβάνουν” διεθνείς ανταγωνιστές τους, όπως π.χ. το πεδίο της αντιστάθμισης κινδύνων ή την ανάπτυξη μακροχρόνιων συμβολαίων».

Η στόχευση στην υπεραξία της ποιότητας των εγχώριων αγροτικών προϊόντων που αναβαθμίζει το τελικό προϊόν της μεταποίησης είναι ένα «όπλο» για την ελληνική βιομηχανία τροφίμων, ωστόσο σε μια περίοδο «ισχνών αγελάδων» σε όλη την Ευρώπη, το ποσοστό των καταναλωτών που θα μπορεί να υποστηρίξει την επιλογή premium κωδικών θα περιοριστεί σημαντικά, συνεπώς ο ανταγωνισμός θα εκτοξευθεί περαιτέρω.

Οι start up επιχειρήσεις

Την ίδια στιγμή, η συγκυρία φέρεται να είναι λάθος και για τα start up εγχειρήματα στον κλάδο των τροφίμων, με πολλές καινοτόμες ιδέες να παραμένουν στο συρτάρι μέχρι να υπάρξει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα στην αγορά. «Για όσους αποφάσισαν να κάνουν ντεμπούτο το 2020 και μετά, εκμεταλλευόμενοι την παγκόσμια τάση για πιο υγιεινές επιλογές διατροφής και του wellbeing γενικότερα, η συγκυρία είναι πραγματικά προκλητική. Στην  πανδημία υπήρχε η δυσκολία εισόδου στα ράφια, τόσα στα εγχώρια όσο και στα διεθνή, λόγω των lockdown στις μεταφορές, ενώ πριν μπει ένα τέλος στην κρίση Covid-19 ο υψηλός πληθωρισμός και η φτωχοποίηση των καταναλωτών αποτελεί έναν σκόπελο που είναι πολύ δύσκολο να τον ξεπεράσουν μικρές βιοτεχνίες τροφίμων» σημειώνουν εκπρόσωποι φορέων start up στην Ελλάδα.

Με χρέη και οι αρτοποιοί

«Φουρνίζουν» χρέη οι αρτοποιοί της γειτονιάς, καθώς πέρα από τον κυκεώνα της εξασφάλισης αποθεμάτων αλεύρων και της κάλυψης του αυξημένου κόστους της πρώτης ύλης, το ενεργειακό κόστος «καίει» τα περιθώρια βιωσιμότητας.

«Ο κόσμος βλέπει τις αυξήσεις στην τιμή του ψωμιού, οι οποίες αποτελούν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, την οποία η αγορά δεν την επιζητά. Η αύξηση 20%, 30%, 40% στη φρατζόλα σηματοδοτεί και αντίστοιχη μείωση στην κατανάλωση. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, το μπαράζ λουκέτων και απολύσεων είναι δεδομένο για την αγορά. Εάν “πέσουν” οι φούρνοι που αποτελούν “πρωταγωνιστές” στη μικρή λιανική, θα συμπαρασύρουν πολλές δραστηριότητες.

Οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης είναι αλυσιδωτές και δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο» αναφέρουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποι των αρτοποιών. Σύμφωνα με την αντιπρόεδρο της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδας, Έλσα Κουκουμέρια, στο ψωμί καταγράφεται υποχώρηση πωλήσεων περί το 10%, ενώ στα άλλα είδη αρτοσκευασμάτων αγγίζει ήδη το 40%.