Skip to main content

Στο τελευταίο μίλι επενδύει η αγορά των ταχυμεταφορών

Από την έντυπη έκδοση

Του Φάνη Ζώη
[email protected]

Να ξορκίσει την εμπειρία των lockdowns, όταν η έκρηξη των online αγορών έκανε το σύστημα των ταχυμεταφορών να «χτυπήσει κόκκινο», επιχειρεί η αγορά, αναζητώντας λύσεις για το «last mile delivery», το «τελευταίο μίλι» παράδοσης και παραλαβής των προϊόντων.

Τη στιγμή που πλέον 8 στους 10 Έλληνες αγοράζουν ηλεκτρονικά και η online δαπάνη έχει διπλασιαστεί από την έναρξη της πανδημίας, το last mile γίνεται το μεγάλο στοίχημα, με την ACS Cοurier να θέτει σε λειτουργία το νέο υπερσύγχρονο logistics hub, ενώ τα ΕΛΤΑ προχωρούν σε επέκταση της εγκατάστασης του ρομποτικού συστήματος διαλογής αντικειμένων, και υλοποίηση των προγραμμάτων του Ψηφιακού Ταχυδρόμου και των Smart Lockers.

Το νέο logistics hub της ACS Courier στο Αιγάλεω αναμένεται, με καθυστέρηση περίπου 5 μηνών, να τεθεί σε λειτουργία τον Μάρτιο. Σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα είχε προγραμματιστεί η λειτουργία του για τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου του 2021, αλλά η πανδημία και το γεγονός ότι ο μηχανολογικός εξοπλισμός που τοποθετείται είναι ο πλέον σύγχρονος συνδεδεμένος σε δίκτυο νέας γενιάς, αλλά και των απαιτήσεων στο κατασκευαστικό κομμάτι, επηρέασαν το χρονοδιάγραμμα της επένδυσης.

Ο όμιλος Quest αναμένει πλέον ότι το logistics hub της ACS θα είναι έτοιμο και λειτουργικό 100% μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2022, δηλαδή έως τον Μάρτιο. Η μεγαλύτερη επένδυση (40 εκατ. ευρώ) που έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες στον κλάδο των ταχυδρομικών υπηρεσιών αφορά τον πιο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό και μια ιδιαίτερα απαιτητική κατασκευή (σε κτηριακές εγκαταστάσεις 36.000 τ.μ.). Με τη λειτουργία του νέου κέντρου οι επιχειρησιακές δυνατότητες της ACS αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά. Μεταξύ άλλων, η νέα μονάδα θα διαθέτει δυνατότητα διαλογής άνω των 50.000 αποστολών ανά ώρα, επιτρέποντας στην ACS να υπερτριπλασιάσει την υφιστάμενη δυναμικότητά της. Κι αυτό σε μία εποχή που ήδη το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει φθάσει να καλύψει το 50% της δραστηριότητας της εταιρείας ταχυμεταφορών.

Η συγκεκριμένη επένδυση μάλιστα εντάχθηκε λίγο πριν από την εκπνοή του 2021 στις διατάξεις του καθεστώτος «Γενική Επιχειρηματικότητα» του αναπτυξιακού νόμου, έπειτα από σχετική απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπ. Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Σύμφωνα με την απόφαση, το συνολικό ενισχυόμενο κόστος της επένδυσης προσδιορίζεται περίπου στα 33,14 εκατ. ευρώ. Η ACS για τη συγκεκριμένη επένδυση θα λάβει φορολογική απαλλαγή ύψους 3,31 εκατ. ευρώ περίπου.

Από την πλευρά της η διοίκηση των Ελληνικών Ταχυδρομείων την τελευταία διετία, στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του ομίλου, καταβάλλει συστηματική προσπάθεια ώστε να συνδυάσει τον κοινωνικό ρόλο που ανέκαθεν διαδραμάτιζαν τα ΕΛΤΑ -με την κάλυψη κάθε γωνιάς της ελληνικής επικράτειας- με βέλτιστες υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στα απαιτητικά σύγχρονα δεδομένα.

Στο επίκεντρο των προσπαθειών αυτών βρίσκεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός των ΕΛΤΑ, που ξεκίνησε με την εγκατάσταση του ρομποτικού συστήματος διαλογής αντικειμένων και συνεχίζεται με την επέκτασή του, και θα ξεδιπλωθεί τους προσεχείς μήνες με την υλοποίηση των προγραμμάτων του Ψηφιακού Ταχυδρόμου και των Smart Lockers.

Την ίδια ώρα, τα ΕΛΤΑ κερδίζουν νέους πελάτες προχωρώντας σε συμφωνίες με μεγάλους ομίλους. Ειδικότερα, σειρά μεγάλων ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων επέλεξαν έπειτα από διαγωνιστική διαδικασία τα Ελληνικά Ταχυδρομεία ως πάροχο ταχυδρομικών υπηρεσιών το τελευταίο διάστημα. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τη ΔΕΗ, τον όμιλο ΟΤΕ/Cosmote, την Εθνική Τράπεζα, τη Eurobank, την τράπεζα Alpha Bank, την Protergia, την Elpedison, τη ZeniΘ, τη Nova και τους ασφαλιστικούς ομίλους της Ευρωπαϊκής Πίστης και της Interamerican. Όπως αναφέρουν στελέχη του Οργανισμού, η εμπιστοσύνη των ελληνικών ομίλων προς τα Ελληνικά Ταχυδρομεία για την αποστολή της αλληλογραφίας και των λογαριασμών τους, συνδυάζεται και με την αναγνώριση του επιπέδου των υπηρεσιών που προσφέρει ο όμιλος των ΕΛΤΑ και σε διεθνείς πελάτες, όπως καταγράφηκε πρόσφατα με τη συμφωνία για τη διανομή των δεμάτων της πολυεθνικής Amazon. Από τα ΕΛΤΑ τονίζουν επίσης πως μετά την Amazon ακολούθησε η συνεργασία και με άλλες διεθνείς επιχειρήσεις, με πιο πρόσφατες την Adidas και την H&M, οι οποίες έχουν έρθει απευθείας είτε μέσω των ευρωπαίων διακινητών τους σε συμφωνία για διανομή των προϊόντων τους στην ελληνική επικράτεια. Παράλληλα, η διοίκηση των ΕΛΤΑ βρίσκεται σε συζητήσεις και με άλλους ομίλους για την υπογραφή συμφωνιών που θα ενισχύσουν τον ρόλο του Ομίλου στο last mile του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Τέλος, στα ΕΛΤΑ επέστρεψε η διανομή των λογαριασμών της ΕΥΔΑΠ, καθώς με δικαστική απόφαση στα τέλη του περασμένου έτους έκλεισε οριστικά μια διαμάχη, που κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια, γύρω από τον σχετικό διαγωνισμό της εταιρείας ύδρευσης.

Έκθεση ΕΕΤΤ για το 2020

Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικράτησαν, λόγω της πανδημίας Covid-19 και των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν το 2020, επηρέασαν αρνητικά την ελληνική οικονομία, με τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών να έχει μικρότερες απώλειες συγκριτικά με άλλους τομείς και τον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών να παρουσιάζει συνολικά μικρή άνοδο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την Επισκόπηση Αγορών ταχυδρομικών υπηρεσιών για το 2020 της ΕΕΤΤ, η οποία αποτυπώνει αναλυτικά την πορεία και τα βασικά οικονομικά μεγέθη της αγοράς στην Ελλάδα, ο κύκλος εργασιών των ταχυδρομικών επιχειρήσεων παρουσίασε άνοδο, καθώς διαμορφώθηκε σε 645 εκατ., έναντι 637 εκατ. το 2019.

Η πανδημία προκάλεσε αλματώδη αύξηση στη ζήτηση υπηρεσιών ταχυμεταφορών, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις με Γενική Άδεια, δηλαδή οι εταιρείες ταχυμεταφορών, να βελτιώσουν 17% τον κύκλο εργασιών τους σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Αντίθετα, ο κύκλος εργασιών του Φορέα Παροχής Καθολικής Υπηρεσίας (ΦΠΚΥ), δηλαδή των ΕΛΤΑ, παρουσίασε πτώση 15%, γεγονός που αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στους περιορισμούς που επέφερε η πανδημία στις συναλλαγές με φυσική παρουσία και στις διεθνείς μεταφορές.

Τα έσοδα της ταχυδρομικής αγοράς παρουσίασαν αύξηση 5,8% σε σχέση με το 2019, φθάνοντας τα 596,5 εκατ., προερχόμενα από τη διακίνηση 328,7 εκατ. αντικειμένων, μειωμένων 5,1% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Στην αγορά των ταχυμεταφορών εισήλθαν 75 νέες επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας το σύνολο των επιχειρήσεων με Γενική Άδεια σε 591.