Οι επιχειρήσεις είναι αισιόδοξες για το μέλλον τους, χάρη στην αυξημένη καταναλωτική ζήτηση και τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, αλλά αναθεωρούν τις στρατηγικές τους καθώς ο προστατευτισμός έχει αντίκτυπο στις προοπτικές του διεθνούς εμπορίου, όπως προκύπτει από τη νέα έρευνα της HSBC με τίτλο «Navigator: Now next and how for business» στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από περισσότερες από 8.500 εταιρείες.
Περισσότερα από τα τρία τέταρτα (78%) των επιχειρήσεων παγκοσμίως εκτιμούν θετικά το εμπορικό περιβάλλον, με το ποσοστό να ανέρχεται σε 86% στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και σε 82% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τη μελέτη που καλύπτει συνολικά 34 αγορές. Περισσότερο από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων (35%) αναμένει πως η αύξηση της κατανάλωσης θα αποτελέσει τον βασικό παράγοντα ανάπτυξης για το επόμενο έτος. Παρόμοια είναι τα ποσοστά των εταιρειών (33%) που εστιάζουν στο οικονομικό περιβάλλον και την τεχνολογία (32%) για να αυξήσουν την αποδοτικότητά τους ή να αναπτύξουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες.
Ταυτόχρονα, όμως, σύμφωνα με την έρευνα, οι «ισχυροί κόντρα άνεμοι» από τις πολιτικές εξελίξεις φαίνεται να ενισχύονται με το 63% των εταιρειών να δηλώνει ότι πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις αυξάνουν τον προστατευτισμό των οικονομιών τους, ποσοστό αυξημένο κατά 2% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018. Για αυτές τις επιχειρήσεις, οι οποίες θεωρούν τις προοπτικές της εταιρείας τους αρνητικές, οι δασμοί και η κρίση στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας είναι οι κύριες αιτίες της απαισιοδοξίας (31%). Το κόστος των δασμών αποτελεί τον κύριο λόγο ανησυχίας για αυτές τις αμερικάνικες εταιρείες που δηλώνουν απαισιόδοξες, ενώ για τις εταιρείες από την ηπειρωτική Κίνα και το Χονγκ Κονγκ η πολιτική διαμάχη ΗΠΑ – Κίνας είναι ο βασικός λόγος προβληματισμού (65% και 53% αντίστοιχα). Οι ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις ανησυχούν περισσότερο τις επιχειρήσεις στη Ρωσία (46%), τη Γερμανία (39%) και την Τουρκία (36%).
Αντιδρώντας σε αυτές τις παραμέτρους, σύμφωνα με την HSBC, πολλές εταιρείες στρέφονται προς τις εμπορικές ευκαιρίες εντός της γεωγραφικής περιφέρειας στην οποία ανήκουν και όχι στις δια-περιφερειακές σχέσεις. Όταν ερωτήθηκαν ποιες είναι οι βασικές αγορές στις οποίες θα εστιάσουν μελλοντικά για την εμπορική τους ανάπτυξη, το ποσοστό των ευρωπαϊκών εταιρειών που απάντησαν στις αγορές της Ασίας μειώθηκε από 30% το πρώτο τρίμηνο του έτους σε 18% σήμερα. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις από τη Βόρεια Αμερική που ανέφεραν στην Ασία μειώθηκαν από 43% σε 30%. Παρομοίως, το ποσοστό των Ασιατικών εταιρειών που απάντησαν ότι προτεραιότητά τους είναι οι αγορές της Βόρειας Αμερικής σημείωσε πτώση 10 ποσοστιαίων μονάδων (από 44% σε 34%). Ταυτόχρονα, περισσότερες Βορειοαμερικανικές εταιρείες σχεδιάζουν να αναπτύξουν τις εμπορικές τους συναλλαγές εντός της γεωγραφικής τους περιφέρειας (+5 ποσοστιαίες μονάδες, σε ποσοστό 38%), ενώ περισσότερες εταιρείες που ανήκουν στην περιφέρεια της Ασίας και του Ειρηνικού εξετάζουν την Κίνα ως μελλοντική αγορά-στόχο (+ 4 ποσοστιαίες μονάδες έως 16%).
Σε σχετική δήλωσή του, ο Chief Executive of Global Commercial Banking της HSBC, Noel Quinn, τόνισε: «Οι επιχειρήσεις παραμένουν θετικές αλλά στέλνουν το μήνυμα στους υπεύθυνους χάραξης των πολιτικών ότι ο προστατευτισμός τις ανησυχεί και περιορίζει τη διάθεσή τους να αναπτυχθούν μέσω του διεθνούς εμπορίου. Μερικές επιχειρήσεις αναζητούν ευκαιρίες πιο κοντά στην έδρα τους και πολλές προσαρμόζουν τη στρατηγική τους προσέγγιση, ώστε να είναι έτοιμες για το μέλλον. Αναμένουμε ότι η τεχνολογία, η ψηφιοποήση και τα δεδομένα θα διαδραματίζουν έναν ολοένα και σημαντικότερο στρατηγικό ρόλο, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να αναπτύξουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, να προσελκύσουν νέους πελάτες και να μειώσουν το κόστος τους βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα τους».
Η έρευνα Navigator δείχνει, επίσης, ότι περισσότερες από τις μισές εταιρείες (51%) αναμένουν ότι οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, εφόσον ισχύουν στη χώρα και στον κλάδο όπου δραστηριοποιούνται, θα τους ωφελήσουν τα επόμενα τρία χρόνια. Οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στις αναδυόμενες αγορές, καθώς το 60% των επιχειρήσεων σε αυτές τις χώρες αναμένει ότι θα έχουν θετικό αντίκτυπο, με το αντίστοιχο ποσοστό στις αναπτυγμένες αγορές να είναι 45%.
Η ίδια απόκλιση παρατηρείται επίσης στις απόψεις για τον αντίκτυπο του νέου κανονιστικού πλαισίου στο εμπόριο. Οι επιχειρήσεις στην Ιρλανδία (61%), τις ΗΠΑ (44%), τη Σιγκαπούρη (40%) και την Κίνα (37%) ανησυχούν για την αυστηροποίηση του κανονιστικού πλαισίου που αυξάνει το κόστους τους. Από την άλλη πλευρά, οι εταιρείες στο Βιετνάμ (45%), την Ταϊλάνδη (43%), την Ινδία (39%) και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (37%) πιστεύουν ότι οι κανονισμοί θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Όταν ερωτήθηκαν για τους βασικούς παράγοντες της ανάπτυξης που βρίσκονται στον άμεσο έλεγχό τους, οι επιχειρήσεις ανέφεραν ως βασικές προτεραιότητες κατά τα τελευταία δύο έτη την επέκταση σε νέες αγορές (28%) και την ανάπτυξη νέων προϊόντων ή υπηρεσιών (25%). Όσον αφορά στα επόμενα δύο χρόνια, η πρώτη τους προτεραιότητα (31%) είναι η αύξηση του μεριδίου της αγοράς τους, ακολουθούμενη από την έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και την αύξηση της παραγωγικότητας (29%).
Εδώ κατά την HSBC η τεχνολογία παίζει ρόλο-κλειδί. Το 22% των επιχειρήσεων έχει επενδύσει στην έρευνα και την τεχνολογία την τελευταία διετία και τα τρία τέταρτα (75%) αναλύουν διάφορους τύπους δεδομένων προκειμένου να βελτιώσουν την επιχειρηματική τους απόδοση. Το 26% των ερωτηθέντων ανέφερε το επίπεδο τεχνολογικής εξέλιξης ως τον κύριο λόγο για να επιλέξουν κάποιον προμηθευτή, μετά το κόστος και την ποιότητα των προϊόντων τους.