Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου
Προέδρου ΕΕΑ, επίτιμου διδάκτορα ΠΑ.ΠΕΙ. & Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Για ακόμη μία φορά, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες βρίσκονται στο περιθώριο της κυβερνητικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση επιλέγει να κλείνει τα αυτιά της στην κραυγή αγωνίας χιλιάδων επαγγελματιών που ζητούν -εύλογα- μια νέα, ρεαλιστική ρύθμιση οφειλών. Ιδίως για τα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία, όπου η κατάσταση έχει πλέον ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: οι οφειλές προς τον ΕΦΚΑ είναι περίπου στα 50 δισ. ευρώ. Δηλαδή έχουν εκτοξευθεί σε επίπεδα μνημονιακών εποχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος αυτού του ποσού οφείλεται στις προσαυξήσεις και τους τόκους. Δεν είναι δηλαδή τα καθαρά χρέη, αλλά έχουν διογκωθεί εξαιτίας των καθυστερήσεων στην αποπληρωμή τους.
Πώς να πληρωθούν όμως σε αυτή την εποχή της ακρίβειας και της περιορισμένης κίνησης στην αγορά; Εκτιμάται ότι οκτώ στις δέκα μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους. Δεν μιλάμε δηλαδή για μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά για μια γενικευμένη οικονομική ασφυξία που πλήττει το σύνολο της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Από τον επαγγελματία της γειτονιάς μέχρι τον αυτοαπασχολούμενο και τον μικρό έμπορο.
Η κυβέρνηση, αντί να δώσει μια διέξοδο, κλείνει την πόρτα στους ανθρώπους της παραγωγής. Επιλέγει συνειδητά να μη φέρει μια νέα ρύθμιση, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε άμεσα έσοδα στα ταμεία του κράτους. Είναι απορίας άξιον πώς δεν αντιλαμβάνεται ότι η ρύθμιση χρεών δεν είναι επιβράβευση της ασυνέπειας, αλλά εργαλείο για την επιβίωση των επιχειρήσεων και της οικονομίας συνολικά.
Πολλοί οφειλέτες βρέθηκαν εκτός των προηγούμενων ρυθμίσεων, είτε γιατί δεν πληρούσαν τις αυστηρές προϋποθέσεις, είτε γιατί εν μέσω πανδημίας και με τα lockdown να παραλύουν τα πάντα, αναγκάστηκαν να διακόψουν την καταβολή των δόσεων με αποτέλεσμα να βρεθούν εκτός ρυθμίσεων. Τώρα, παλεύουν με χρέη που συνεχίζουν να αυξάνονται, χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα αποπληρωμής. Και δεν μιλάμε για στρατηγικούς κακοπληρωτές, αλλά για ανθρώπους που δεν έχουν να πληρώσουν. Απλά και ξεκάθαρα.
Μιλάμε, λοιπόν, για μια πολιτική επιλογή. Η κυβέρνηση με τη στάση της δείχνει ότι δεν την ενδιαφέρει αν παραμείνουν ανοιχτές όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ενισχύει την άποψη ότι εφαρμόζει, άτυπα αλλά με συνέπεια, το σχέδιο Πισσαρίδη, που προβλέπει τη συρρίκνωση του αριθμού των ΜμΕ. Δηλαδή, το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων που κρίνονται «μη αποδοτικές» από τα γραφεία των τεχνοκρατών, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για την κοινωνική συνοχή και την τοπική οικονομία.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι κοινωνικό και βαθιά ανθρώπινο. Πίσω από κάθε ΑΦΜ που πνίγεται στα χρέη υπάρχει μια οικογένεια. Παιδιά, γονείς, άνθρωποι που βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει προς το χειρότερο, επειδή το κράτος αρνείται να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Μια νέα ρύθμιση οφειλών δεν αφορά μόνο τους επιχειρηματίες, αφορά εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά. Είναι, τελικά, τόσο κακό να υπάρξει νομοθέτηση με βάση τις πραγματικές ανάγκες της επιχειρηματικής κοινότητας και της κοινωνίας;
Ως πρόεδρος του ΕΕΑ, συνομιλώ καθημερινά με εκατοντάδες επαγγελματίες που ζητούν κάτι πολύ απλό: μια ρύθμιση με όρους βιώσιμους. Με δόσεις που να μπορούν να πληρώσουν. Με ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης, χωρίς απειλή κατασχέσεων και διασυρμού. Με σεβασμό στον άνθρωπο που παλεύει, όχι με γραφειοκρατικά φίλτρα που αποκλείουν τους περισσότερους.
Η κυβέρνηση οφείλει να ακούσει. Οφείλει να καταλάβει ότι χωρίς τις μικρές επιχειρήσεις, δεν υπάρχει υγιής οικονομία. Και πως το πραγματικό μέτρο ευημερίας δεν είναι οι αριθμοί των δεικτών, αλλά η καθημερινότητα των πολιτών.
Ζητάμε εδώ και τώρα μια νέα ρύθμιση οφειλών σε 120 δόσεις και με προϋποθέσεις ένταξης της πλειονότητας των οφειλετών. Όχι άλλη αναμονή. Γιατί όσο αργεί, τόσο περισσότεροι θα οδηγούνται στο αδιέξοδο. Και τότε, θα είναι αργά για όλους.