Τoυ Άγγελου Στεργίου, καθηγητή της Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Το ωστικό κύμα της δημογραφικής γήρανσης αποτελεί μια γνωστή εν πολλοίς πραγματικότητα.
Με την Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στο μέσο ενωσιακό όριο, το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες θα αναρριχηθεί από το 78,8 έτος της ηλικίας το 2022 στο 86,5 το 2070 και για τις γυναίκες από το 84,2 το 2022 στο 90, 4 το 2070 (European Commission).
Εν όψει της προβλεπόμενης (και καλοδεχούμενης) αύξησης του προσδόκιμου ζωής, προαναγγέλλεται η αναθεώρηση προς τα άνω των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Επειδή η επιμήκυνση της συνταξιοδότησης αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως οικονομικό βάρος, ως απειλή για τη βιωσιμότητα του συστήματος, η μόνη λύση που προκρίνεται, σχεδόν ασυζητητί, είναι η μετάθεσή της σε απώτερο χρόνο.
Επικρατεί η αντίληψη ότι, αφού ζούμε περισσότερο, θα πρέπει να δουλέψουμε -ή να περιμένουμε τη στιγμή λήψης μιας σύνταξης- επί μακρότερον.
ΚΑΤΑ τον καθορισμό των ορίων ηλικίας, μια αντίρροπη τάση υπέρ της διατήρησής τους, τουλάχιστον αμετάβλητων, αποβλέπει στην κένωση θέσεων υπέρ των νέων και ειδικότερα των
ανέργων.
Η επιμήκυνση του ασφαλιστικού βίου για την εξασφάλιση βιώσιμων συντάξεων αναιρεί τη δικαιότερη κατανομή των θέσεων εργασίας ανάμεσα σε διαδοχικές γενεές.
Εξυφαίνεται μια ανισότητα ανάμεσα στους insiders και τους outsiders του κόσμου της εργασίας.
Η ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ παράταση του εργασιακού βίου ενδέχεται να φράξει την είσοδο των νέων.
Στη συζήτηση για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης δεν ενσωματώνονται προβληματικές που αφορούν τους νέους: υψηλά ποσοστά ανεργίας, δύσκολη είσοδος στην αγορά εργασίας, αυστηροποίηση προϋποθέσεων συνταξιοδότησης σε σχέση με τις προηγούμενες γενεές.
Αν είναι να αυξήσουμε τα όρια ηλικίας, διογκώνοντας τις κοινωνικές δαπάνες για την ανεργία, μηδενίζουμε οποιοδήποτε δημοσιονομικό όφελος που μπορεί να έχει μια τέτοια επιλογή.
ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ εργασίας που δεν μπορούν να εγγυηθούν αξιοπρεπή εργασία για όλες τις ηλικίες, με την ανεργία των νέων στα ύψη, η συνταξιοδότηση λόγω γήρατος οφείλει να είναι εναρμονισμένη με τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας (διαθεσιμότητα θέσεων).
Άρα, δεν αρκεί μια «αυτιστική» αύξηση των ορίων, αλλά θα πρέπει να διερωτηθούμε αν υπάρχει όντως εργασία για έναν παρατεταμένο εργασιακό βίο και ειδικότερα αρκετή απασχόληση για τους seniors.
Διαφορετικά, η αύξηση των ορίων ηλικίας, χωρίς την ύπαρξη μιας δυναμικής αγοράς εργασίας, δεν θα οδηγήσει πουθενά αλλού, παρά στη μεγέθυνση της ανεργίας των νέων, καθώς και του ποσοστού φτώχειας των ηλικιωμένων.
Αντίθετα, τη δεκαετία του ’70 οι πρόωρες αποχωρήσεις χρησίμευσαν για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων.
Η εργαλειοποίηση αυτή άγγιξε το μέγιστο σημείο τη δεκαετία του ‘90 και έκτοτε παρατηρείται μια αναστροφή της.
Δεν βλέπουμε για ποιο λόγο θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η προηγούμενη πολιτική απασχόλησης.
Η μεταβολή αυτή φαίνεται παράλογη, εκτός αν κρύβει προτεραιοποίηση της εγγύησης της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος έναντι της δυσκολίας των νεότερων να βρουν εργασία.
ΈΝΑ δεύτερο ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε, πριν αυξήσουμε τα όρια ηλικίας, είναι αν η αγορά εργασίας μπορεί να προσφέρει εργασία στους seniors.
Πώς είναι δυνατόν να αυξήσει κανείς το όριο ηλικίας αν δεν έχει επιλύσει προηγουμένως κρίσιμα ερωτήματα: η παραγωγικότητα είναι φθίνουσα σε σχέση με την ηλικία, πώς θα εκπαιδευθούν οι γηραιότεροι στις αλλαγές του κόσμου της εργασίας, έχουν καταπολεμηθεί στην πράξη οι διακρίσεις λόγω ηλικίας;
ΟΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ των μεγάλων ομίλων, εξάλλου, συνοδεύονται από μέτρα που παροτρύνουν την εθελούσια έξοδο των εργαζομένων με τη συνταξιοδότησή τους.
Αν είναι να αυξήσουμε τα όρια ηλικίας και να απασχολούνται οι ηλικιωμένοι στα «supermarkets», κατά την ιαπωνική περίπτωση, ή στα fast food McDonald’s (ΗΠΑ), δεν επιτυγχάνουμε τίποτα περισσότερο, παρά μια οπισθοδρόμηση στον κεκτημένο τρόπο και επίπεδο ζωής της τρίτης ηλικίας.
Οι προαναφερθείσες δραστηριότητες οδηγούν μαθηματικά στην καταπόνηση των εργαζομένων, πολλώ δε μάλλον των ηλικιωμένων.
ΠΡΙΝ οποιαδήποτε αύξηση επιβάλλεται μια ευρεία νομοθετική παρέμβαση για τη στήριξη της εργασίας μετά τα 50 (προσαρμογή των θέσεων εργασίας, ανάθεση λιγότερο επίπονων εργασιών, μερική απασχόληση, επιδοτούμενες θέσεις, κ.ά).
Η παράταση του ασφαλιστικού βίου θα παραμείνει γράμμα κενό αν δεν συνοδευτεί από μια ανάλογη επέμβαση στο εργασιακό καθεστώς των ηλικιωμένων.
Στο πνεύμα αυτό, η Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις», 2012) προβλέπει ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης πρέπει, μέσω κατάλληλων μέτρων σε θέματα υγείας, χώρου εργασίας και απασχόλησης, να επιτρέπει στα άτομα να παραμείνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην αγορά εργασίας.
Η ΑΓΟΡΑ εργασίας πρέπει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας που να ανταποκρίνονται στην κατάσταση των ηλικιωμένων εργαζομένων.
Στις σημερινές συνθήκες οι ευκαιρίες απασχόλησης των ηλικιωμένων, καθώς και η κουλτούρα των επιχειρήσεων δεν ευνοούν μια τέτοια τάση -η πολιτική των τελευταίων είναι να ανανεώνουν το προσωπικό τους και μάλιστα το ενθαρρύνει ο ίδιος ο νομοθέτης (άρθρο 8 εδ. β’ ν. 3198/1955).
Οι επιχειρήσεις δεν έχουν ανάγκη να προσλάβουν ηλικιωμένους εργαζομένους, ούτε το επιθυμούν.
Οι εργαζόμενοι κάποιας ηλικίας που χάνουν την εργασία τους είναι σχεδόν αδύνατον να επανέλθουν σ’ αυτήν.
ΤΕΛΟΣ, σοβαρή παράμετρος της επιμήκυνσης του επαγγελματικού βίου των ατόμων αποτελεί η βαρύτητα των εργασιών.
Το επίπονο των καθηκόντων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν πρόκειται για εργαζομένους κάποιας ηλικίας, για να γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές (εργονομικές διευθετήσεις, μερική απασχόληση).
Από αυτή την άποψη, η τεχνολογία μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική, εισφέροντας τις πρόσφορες λύσεις.
Ένα πρόσθετο εμπόδιο, η άρση του οποίου επιβάλλεται, είναι η πρόσβαση των ηλικιωμένων στην επιμόρφωση/ εκπαίδευση των εργαζομένων.
Σ’ έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, η ανανέωση των δεξιοτήτων είναι αναγκαίος όρος για τη διατήρηση της θέσης εργασίας ή την ανεύρεση μιας νέας.
Στην προοπτική μιας αύξησης των ορίων ηλικίας, οι πιο ηλικιωμένοι δεν θα πρέπει να υστερούν στο σημείο αυτό, αλλά να επωφελούνται εξίσου των ευκαιριών διά βίου μάθησης.
ΕΝ ΟΛΙΓΟΙΣ, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο ανακαθορισμός προς τα άνω των ορίων ηλικίας δεν αποτελεί ένα απλό βιολογικό ζήτημα αύξησης του προσδόκιμου ορίου ζωής, αλλά απαιτεί πολλαπλές και σύνθετες επεμβάσεις στην αγορά εργασίας.
Άλλως, είναι ένα ακόμη βήμα προς την οπισθοδρόμηση του κοινωνικού κράτους.