Tης Ελένης Τσιανάκα, PhD οικονομολόγου – φοροτεχνικού συμβούλου, αντιπροέδρου Δ.Σ. της Ορθολογισμός Α.Ε.
Η εργασία, υπό τη νομική της διάσταση, περιλαμβάνει κάθε μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας -πνευματικής ή σωματικής- που παρέχεται στο πλαίσιο μιας εξαρτημένης σχέσης, με σκοπό την επίτευξη οικονομικού αποτελέσματος. Δεν περιορίζεται μόνο στις εμφανείς πράξεις παραγωγής έργου, αλλά περιλαμβάνει και περιόδους ετοιμότητας ή περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας του εργαζομένου για τις ανάγκες του εργοδότη.
Η έννοια του «χρόνου απασχόλησης», όπως έχει διαμορφωθεί από το εθνικό δίκαιο και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), συνδέεται άρρηκτα με την υποχρέωση παρουσίας σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, στη διάθεση του εργοδότη και σε ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών. Αντίθετα, ο «χρόνος ανάπαυσης» είναι κάθε περίοδος που δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.
Ο χρόνος απασχόλησης αποτελεί θεμέλιο λίθο των εργασιακών σχέσεων και της δίκαιης αμοιβής. Η Οδηγία 2003/88/Ε.Κ. καθιέρωσε σαφή ελάχιστα όρια: μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια 48 ωρών (συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών), ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση 11 συνεχών ωρών και τουλάχιστον μία 24ωρη εβδομαδιαία ανάπαυση. Τα κράτη-μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με αυτά τα πρότυπα, ανεξάρτητα από την εθνική διακριτική ευχέρεια στον τρόπο εφαρμογής.
Στην ελληνική νομοθεσία, χρόνος απασχόλησης είναι το διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και εκτελεί τα καθήκοντά του. Περιλαμβάνονται, επίσης, περίοδοι προπαρασκευής ή ολοκλήρωσης εργασιών, όταν πραγματοποιούνται κατόπιν εντολής και προς όφελος του εργοδότη – όπως η πρώιμη προσέλευση για λήψη οδηγιών ή η παραμονή μετά τη λήξη για τακτοποίηση εξοπλισμού. Αυτές οι περίοδοι πρέπει να αμείβονται και να δηλώνονται επίσημα.
Η νομολογία του ΔΕΕ ορίζει ότι η παρακολούθηση εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης που επιβάλλεται από τον εργοδότη, ακόμη και εκτός ωραρίου ή σε διαφορετικό τόπο, συνιστά χρόνο απασχόλησης. Το σκεπτικό είναι σαφές: κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εργαζόμενος παραμένει υπό τις οδηγίες του εργοδότη και στερείται την ελευθερία διάθεσης του χρόνου του.
Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ότι, όταν η ημερήσια εργασία υπερβαίνει τις τέσσερις συνεχόμενες ώρες, χορηγείται διάλειμμα 15 30 λεπτών, το οποίο δεν λογίζεται ως χρόνος απασχόλησης. Το διακεκομμένο ωράριο απαιτεί ελάχιστο διάστημα ανάπαυσης τριών ωρών μεταξύ των τμημάτων εργασίας, με την εφαρμογή του να καθορίζεται είτε με συμφωνία είτε από το διευθυντικό δικαίωμα, εντός των ορίων της καλής πίστης.
Με την εισαγωγή της ψηφιακής κάρτας μέσω του νόμου 4808/2021 και την ενσωμάτωσή της στο ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, η καταγραφή του χρόνου απασχόλησης γίνεται σε πραγματικό χρόνο και με πλήρη διαφάνεια. Οι εργαζόμενοι δηλώνουν την προσέλευση και αποχώρησή τους, ακόμη και μέσω εφαρμογής κινητού, ενώ οι ελεγκτικές αρχές έχουν άμεση πρόσβαση στα στοιχεία. Από τις 3 Νοεμβρίου 2025, η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας επεκτείνεται σε χονδρεμπόριο, εταιρείες ενέργειας και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, καλύπτοντας πλέον ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα κλάδων.
Το νέο σύστημα θωρακίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων, μειώνει τα φαινόμενα υποδηλωμένης ή αδήλωτης εργασίας και διασφαλίζει ότι κάθε λεπτό παρουσίας αμείβεται δίκαια.
Η ακριβής καταγραφή του χρόνου απασχόλησης δεν προστατεύει μόνο τον εργαζόμενο· ενισχύει και την επιχείρηση, προσφέροντας καλύτερο προγραμματισμό, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού και συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας. Η σύζευξη ευρωπαϊκών προτύπων και τεχνολογικής καινοτομίας δημιουργεί συνθήκες ισότιμου και υγιούς ανταγωνισμού, αποτρέποντας αθέμιτες πρακτικές.
Συμπερασματικά, ο χρόνος απασχόλησης δεν είναι μια τεχνική λεπτομέρεια, αλλά μέτρο σεβασμού και δικαιοσύνης στις εργασιακές σχέσεις. Η ψηφιακή κάρτα, ιδίως μετά την επέκταση εφαρμογής της, μπορεί να εδραιώσει ένα σύγχρονο, διαφανές και παραγωγικό εργασιακό περιβάλλον – προς όφελος τόσο της καθημερινότητας των εργαζομένων όσο και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.