Του Νίκου Κτιστάκη, ερευνητή Μοριακής Κυτταρικής Βιολογίας, Ινστιτούτο Babraham, Cambridge UK, συνιδρυτή και μέλους συμβουλευτικού συμβουλίου Automera (USA and Singapore), ιδρυτικού μέλους του Κόμβου Ιδεών – Ελλάδα 2025-2040
Η ΒΑΣΙΚΗ έρευνα που παράγεται σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα είναι ο κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη του βιοϊατρικού κλάδου, σε επίπεδο γνώσης και κερδοφόρων εφαρμογών της φαρμακοβιομηχανίας.
Για παράδειγμα, στην ταχύτατη δημιουργία των εμβολίων κατά του κορονοϊού (BioNtech, Moderna και AstraZeneca), τόσο η σωστή επιλογή της ιικής πρωτεΐνης ως αντιγόνου όσο και η παραγωγή της στο οργανισμό στηρίχτηκαν σε μακροχρόνια σειρά ερευνών κυρίως σε (κρατικά) ερευνητικά ιδρύματα, τα τελευταία 40 χρόνια.
ΑΚΟΜΑ και τα λιποσώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του εμβολίου mRNA εφευρέθηκαν το 1971 (50 χρόνια πριν από το εμβόλιο) από τον Έλληνα βιολόγο Γρηγόρη Γρηγοριάδη, με σημαντική συμβολή και του Δημήτρη Παπαχατζόπουλου.
Αν φανταστούμε τη βασική βιοϊατρική έρευνα σαν μία πυραμίδα από αλληλοεφαπτόμενες γραμμές που βοηθούν να κατανοήσουμε τα φαινόμενα της ζωής, με τον χρόνο κάποιες από αυτές τις γραμμές αποκτούν πιο διακριτές διαστάσεις, που υποδηλώνουν τη μετεξέλιξη της βασικής έρευνας σε κάτι ιατρικά χρήσιμο.
ΒΕΒΑΙΑ, το ποια γραμμή θα εξελιχθεί σε κάτι διακριτό είναι δύσκολο να προβλεφθεί εκ των προτέρων και, για να προκύψουν αυτές οι διακριτές γραμμές, θα πρέπει να υπάρχουν και όλες οι υπόλοιπες.
Η πρώτη συνθήκη, επομένως, για να υπάρξει σύμπραξη έρευνας και φαρμακευτικής εφαρμογής, είναι ένα περιβάλλον που υποστηρίζει τη βασική έρευνα, κάτι που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς (https://www.nature.com/articles/d41586-022-01997-1).
Ελπίζοντας ότι αυτό θα προκύψει σύντομα, ποιες είναι οι πρωτοβουλίες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο που θα βοηθούσαν στην συνεργασία μεταξύ βασικής έρευνας και φαρμακευτικών εφαρμογών, και είναι αυτό κάτι που θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στην Ελλάδα;
Θα δώσω δύο απαντήσεις, μία σε πολύ βασικό επίπεδο και μία άλλη σε ένα πιο ώριμο.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, υπάρχουν 900 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και περίπου 150 προγράμματα σε διδακτορικό επίπεδο, πολλά σε βιοϊατρική.
Για παράδειγμα, μόνο η Ιατρική Αθηνών προσφέρει πάνω από 70 μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Οι Έλληνες φοιτητές αυτών των προγραμμάτων θα μπορούσαν να είναι το κλειδί για τη συνεργασία έρευνας με τις εφαρμογές της, συνδέοντας τα πανεπιστήμια με τις επιχειρήσεις σε πρακτικό και χρήσιμο επίπεδο.
Από την πλευρά του κράτους, το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει σε επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν φοιτητές για πρακτική άσκηση και ίσως εκπόνηση μέρους της μεταπτυχιακής εργασίας θα μπορούσε να ενθαρρύνεται και να είναι απλοποιημένο, με περιορισμένη γραφειοκρατία.
Υπάρχει π.χ. αυτή τη στιγμή το ερώτημα πώς εξασφαλίζεται η ασφάλιση των φοιτητών σε τέτοιες περιπτώσεις.
Από την πλευρά των ιδρυμάτων, θα μπορούσε να υπάρξει μία πιο επίσημη συνεργασία με τις επιχειρήσεις του κλάδου, είτε καλώντας κάποια στελέχη να μιλήσουν στους φοιτητές για τις προοπτικές του κλάδου είτε με συμβουλευτικό ρόλο στην ύλη των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Από την πλευρά των επιχειρήσεων θα μπορούσε να είναι θεσμοθετημένη μία οικονομική βοήθεια στα ιδρύματα τόσο για υποτροφίες φοιτητών όσο και για αγορά αναλώσιμων και μηχανημάτων.
Όλα αυτά δεν θα οδηγήσουν άμεσα σε εκμεταλλεύσιμο αποτέλεσμα αλλά θα δημιουργήσουν ένα πλαίσιο για συνομιλία επιχειρήσεων και ιδρυμάτων, μέσα από την οποία θα μπορούσε στο μέλλον να υπάρξει απτό όφελος.
Τονίζω ότι κάποιες από αυτές τις πρωτοβουλίες εφαρμόζονται ήδη από μερικά μεταπτυχιακά προγράμματα (και επιχειρήσεις), αλλά όχι σε μεγάλη έκταση, και ότι το νομοθετικό πλαίσιο χρειάζεται σίγουρα απλοποίηση.
Στο πλαίσιο αυτό, το clawback που επιτρέπει σε εταιρείες να επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη (για φαρμακευτικές εταιρείες το ποσό είναι πάνω από 500 εκατ. ευρώ ανά έτος) θα έκανε μεγάλη διαφορά στην ερευνητική σύμπραξη που συζητάμε.
ΣΕ ΠΙΟ ώριμο επίπεδο, η σύμπραξη βιοϊατρικής έρευνας με τη φαρμακοβιομηχανία χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία και κρατική ενίσχυση, για να δώσει σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Εδώ πρέπει να τονίσω ότι οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες είναι σχετικά μικρές και δεν ασχολούνται με έρευνα αιχμής στον βαθμό που κάνουν οι κολοσσοί του εξωτερικού.
Επομένως, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε από αυτές να αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό μιας τέτοιας προσπάθειας.
Κατά τη γνώμη μου, ούτε και τα πανεπιστημιακά μας ιδρύματα παράγουν έρευνα τέτοιου επιπέδου που να οδηγήσει σε μεσοπρόθεσμη οικονομική εκμετάλλευση.
Έχουμε όμως τεράστιο πλούτο στους τομείς της βιοϊατρικής έρευνας αιχμής που εδρεύει στα καλύτερα πανεπιστήμια και σε φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως.
ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ διασπορά με επιδόσεις εφάμιλλες, αν όχι καλύτερες από αυτές της διασποράς άλλων χωρών, όπως του Ισραήλ και της Ιρλανδίας, που έχουν ήδη φαρμακοβιομηχανία υψηλών προδιαγραφών.
Πώς θα μπορούσε να βοηθήσει η διασπορά στη σύνδεση έρευνας και φαρμακευτικής εφαρμογής; Αφενός μεν, Έλληνες επιστήμονες της διασποράς με ανακαλύψεις αιχμής θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ιδρύοντας εταιρείες για άμεση εκμετάλλευση των ανακαλύψεών τους. [Ενδεικτικά αναφέρω ότι υπάρχουν συμπατριώτες μας στο εξωτερικό με περισσότερες από 50πατέντες σε τομείς αιχμής στον βιοϊατρικό χώρο.]
Αφετέρου δε, Έλληνες της διασποράς, εργαζόμενοι σε μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες του εξωτερικού, θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ιδρύσουν εταιρείες που καλύπτουν κενά στον φαρμακευτικό χώρο, όπως αυτοί τον γνωρίζουν εκ των έσω.
ΌΠΩΣ ΑΝΕΦΕΡΑ στην αρχή, μία τέτοια προσπάθεια χρειάζεται προετοιμασία, σχεδιασμό και οικονομική ενίσχυση αλλά δεν χρειάζεται «να ανακαλύψουμε τον τροχό», μιας και χρήσιμα παραδείγματα υπάρχουν πολλά.
Ας δούμε πώς η Ιρλανδία ίδρυσε την κρατική μη κερδοσκοπική εταιρεία IDA, που διευκολύνει επενδυτές να έρθουν στη χώρα και να την κάνουν έναν κολοσσό της φαρμακοβιομηχανίας και των εταιρειών βιοτεχνολογίας.
Με συγκρίσιμο πληθυσμό αλλά και με σοβαρό σχέδιο, η Ιρλανδία έχει πενταπλασιάσει το κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με την Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια.