Skip to main content

Έχουν μέλλον οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας;

Το κράτος θα μπορούσε να παρέχει κίνητρα στους εργοδότες για τη σύναψη επιχειρησιακών ΣΣΕ

Τoυ Θεόδωρου Α. Κουτρούκη, καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Η ΈΝΑΡΞΗ του διαλόγου των επαγγελματικών οργανώσεων για την αναμόρφωση του πλαισίου διεξαγωγής των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνιστά μία ευκαιρία για αναστοχασμό.

Η επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου για επέκταση της κάλυψης των εργαζομένων της χώρας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) σε ποσοστό 80% φαίνεται -με βάση την τρέχουσα εμπειρία- ως όνειρο απατηλό.

Το μνημονιακό και μεταμνημονιακό τοπίο, που εγκαθιδρύθηκε τα τελευταία 15 έτη, υπονόμευσε εν πολλοίς την ικανότητα των κοινωνικών εταίρων να συνομολογούν ΣΣΕ για ευρύ αριθμό απασχολουμένων.

Η αποδυνάμωση των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, η θεσμοθέτηση του καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου από το κράτος (αντί των τριτοβάθμιων επαγγελματικών οργανώσεων), ο δραστικός περιορισμός του δικαιώματος μονομερώς προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ και η παροχή της δυνατότητας opt-out για την εφαρμογή των ΣΣΕ στην εργοδοτική πλευρά είναι οι κυριότερες αιτίες που οδήγησαν στο πενιχρό (περί το 30%) ποσοστό κάλυψης των εργατοϋπαλλήλων της χώρας από ΣΣΕ.

Αν ένας από τους αφανείς στόχους των μνημονιακών προσαρμογών ήταν η δραστική συρρίκνωση της ισχύος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο στόχος αυτός δεν συνάδει με τη διακηρυγμένη επιδίωξη για τη διεύρυνση της κάλυψης των μισθωτών της χώρας από ΣΣΕ.

Επομένως, κάθε συστηματική προσπάθεια για την εκ νέου εγκαθίδρυση ενός χώρου συλλογικής αυτονομίας των επαγγελματικών οργανώσεων (όχι απαραίτητα των αμφιλεγόμενων Ενώσεων Προσώπων) -ώστε εκείνες να καθορίζουν διμερώς τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας σε επίπεδο κλάδου, επαγγέλματος ή επιχείρησης- δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την ισχυροποίηση των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, την παροχή κινήτρων για συμμετοχή δυνητικών μελών σε αυτές και την ενδυνάμωση της κουλτούρας κοινωνικής εταιρικότητας.

Ο τριμερής διάλογος που διεξάγεται με στόχο την αναμόρφωση του τοπίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα ήταν σκόπιμο να λάβει υπόψη του την ιστορία των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα, τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αλλά και το ισοζύγιο ισχύος στην εγχώρια αγορά εργασίας.

ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΝΟΝΤΑΣ, μερικές ιδέες για βελτίωση του υφιστάμενου πλαισίου του κοινωνικού διαλόγου, που θα μπορούσαν να συζητηθούν, είναι οι εξής:

● Οι εργοδότες σε παραγωγικές μονάδες, που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, θα μπορούσαν να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούνται από τη συλλογική ρύθμιση για βραχύ χρονικό διάστημα με αντιπαροχή προς την εργατική πλευρά την παράταση της απασχόλησης για ίση ή/και μεγαλύτερη χρονική περίοδο.

● Το κράτος θα μπορούσε να ρυθμίζει τους μισθούς και τους όρους απασχόλησης των αλλοδαπών εργαζομένων, εάν αυτοί δεν εκπροσωπούνται σε συνδικάτα.

● Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) μπορεί να συνδεθεί με κίνητρα συμμετοχής σε συνδικάτα. Έτσι, η κάλυψη του εργατικού δυναμικού από ΣΣΕ θα διευρυνόταν.

● Το κράτος θα μπορούσε να παρέχει κίνητρα στους εργοδότες για τη σύναψη επιχειρησιακών ΣΣΕ, όπως κάποιες φορολογικές απαλλαγές ή τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις που συνάπτουν ΣΣΕ διμερώς ή με τις υποστηρικτικές υπηρεσίες του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας.

● Στον πρώτο βαθμό διαιτησίας θα μπορούσε να επανέλθει το μονοπρόσωπο όργανο, εξέλιξη που θα συνέδραμε την ευελιξία και τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς του διαιτητή και, πιθανότατα, θα οδηγούσε στην αύξηση του αριθμού των ΣΣΕ, που συνομολογούνται σε αυτό το στάδιο του διαλόγου των επαγγελματικών οργανώσεων.

ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ και δεδομένης της τρέχουσας ισορροπίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, μια ρεαλιστική απάντηση σε μελλοντικές κρίσεις θα ήταν η υιοθέτηση μιας οργανωμένης αποκέντρωσης του κοινωνικού διαλόγου, δηλαδή μια διαδικασία μέσω της οποίας οι συμφωνίες σε υψηλότερο επίπεδο θα θεσπίζουν ένα πλαίσιο αρχών και κανονισμών, όπου θα διεξάγονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινωνικοί εταίροι θα δύνανται να εξειδικεύουν τους όρους εργασίας σε αποκεντρωμένο επίπεδο, μέσω μιας μορφής διαβουλεύσεων, αν είναι επιθυμητό.