Των Σασλόγλου Ανδρέα, λογιστή, στελέχους Τμήματος Υποστήριξης Δημόσιων Μονάδων Υγείας της ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, Σεφερίδη Ηλία, οικονομολόγου, MSc Manager Τμήματος Υποστήριξης Δημόσιων Μονάδων Υγείας της ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, Χριστοδούλου Δημήτρη, οικονομολόγου, MSc Manager Τμήματος Υποστήριξης Δημόσιων Μονάδων Υγείας της ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
ΣΕ ΕΝΑ σύγχρονο κράτος που επιδιώκει χρηστή διοίκηση, δημοσιονομική διαφάνεια και αποτελεσματική αξιοποίηση των δημόσιων πόρων, η γνώση και καταγραφή της δημόσιας περιουσίας είναι θεμελιώδης υποχρέωση.
Η ύπαρξη του Προεδρικού Διατάγματος 54/2018 καθορίζει το πλαίσιο για την απογραφή και αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, διότι πολλοί δημόσιοι φορείς εξακολουθούν να μη γνωρίζουν με ακρίβεια ποια περιουσία διαχειρίζονται.
ΤΟ Π.Δ. 54/2018 θεσπίστηκε με σκοπό την αποτύπωση της πραγματικής εικόνας των περιουσιακών στοιχείων των φορέων του Δημοσίου.
Προβλέπει τη διαδικασία της Απογραφής, την υποχρέωση τήρησης μητρώων παγίων, απογραφών τέλους χρήσης, το οποίο φυσικά υπήρχε και στα παλαιότερα προεδρικά διατάγματα (Π.Δ. 146/2003, 205/1998 κ.ά.), και αποστολής σχετικών στοιχείων στη Γενική Κυβέρνηση.

ΠΑΡΑ τη σαφήνεια του θεσμικού πλαισίου, πολλοί φορείς δεν διαθέτουν ούτε επικαιροποιημένο μητρώο παγίων, ούτε ολοκληρωμένα στοιχεία για ακίνητα, εξοπλισμό ή άλλα περιουσιακά στοιχεία υλικά και άυλα, που τυπικά διαχειρίζονται επί δεκαετίες.
Σε αρκετές περιπτώσεις, αγνοούνται ακόμα και βασικά στοιχεία όπως η ακριβής τοποθεσία, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η αξία κτήσης ή η τρέχουσα αποτίμηση.
Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ πρέπει να θεωρηθεί προτεραιότητα και να υλοποιηθεί με
ακρίβεια, συνέπεια και ηλεκτρονική
τεκμηρίωση.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ πλήρους και αξιόπιστης καταγραφής μέσω επίσημων μητρώων
δεν είναι μια τυπική λογιστική αστοχία.
Επηρεάζει:
- Την αξιοπιστία των οικονομικών καταστάσεων των φορέων.
- Τη δυνατότητα λήψης ορθών αποφάσεων για αξιοποίηση ή παραχώρηση δημόσιων ακινήτων και λοιπού εξοπλισμού.
- Τη διαφάνεια και τον δημοσιονομικό έλεγχο.
- Την ευθύνη των διοικήσεων.
- Την ευθύνη των υπόλογων, εφόσον δεν υπάρχει ιχνηλασιμότητα ως προς τη χρήση, τη φθορά ή την απώλεια εξοπλισμού.
Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ δεν είναι μια απλή γραφειοκρατική διαδικασία.
Απαιτεί:
- Οργάνωση σε όλα τα επίπεδα της απογραφής. Από την απλή καταγραφή ξενοδοχειακού εξοπλισμού μέχρι την εύρεση της ακίνητης περιουσίας.
- Καταρτισμένο προσωπικό. Η απογραφή της περιουσίας δεν μπορεί να γίνει από τον καθένα, καθώς απαιτεί εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία.
- Συνεργασία των υπηρεσιών (οικονομικό – τεχνικό – νομικό τμήμα κ.λπ.) για την εύρεση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των απογραφέντων παγίων, την αποτίμησή τους, τον τρόπο απόκτησης και τη λειτουργικότητά τους.
- Προσβασιμότητα και έρευνα σε αρχεία (ηλεκτρονικά και μη).
- Καταγραφή με ειδικό εξοπλισμό (barcode, φωτογραφική αποτύπωση κ.λπ.).

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΩΣ, η πλήρης και ουσιαστική αποτύπωση της δημόσιας περιουσίας δεν μπορεί να περιορίζεται αποκλειστικά στα πάγια στοιχεία. Απαραίτητη είναι η τεκμηριωμένη καταγραφή όλων των οικονομικών υποχρεώσεων και απαιτήσεων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, είτε αυτές αφορούν ενδοκυβερνητικές συναλλαγές είτε σχέσεις με εξωτερικούς φορείς και ιδιώτες.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ σημασία έχει η αξιόπιστη καταγραφή:
- των υποχρεώσεων και απαιτήσεων, ειδικά μεταξύ φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ώστε να αποφεύγεται η διπλή καταγραφή ή η αλλοίωση των στοιχείων,
- των απαιτήσεων από τρίτους, όπως έσοδα από φόρους, τέλη, μισθώματα ή άλλες παροχές,
- των χρεογράφων, συμμετοχών και λοιπών χρηματοοικονομικών μέσων, που επηρεάζουν άμεσα την οικονομική θέση των φορέων, καθώς και
- των προκαταβολών, εγγυήσεων, ενδεχόμενων υποχρεώσεων και λοιπών στοιχείων εκτός κονδυλίων ισολογισμού, τα οποία συχνά παραμένουν ατεκμηρίωτα και εκτός επίσημης αποτύπωσης.
Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ αυτών των στοιχείων δεν αποτελεί μια τεχνική άσκηση λογιστικής συμμόρφωσης. Είναι αναγκαίος όρος για τη διαμόρφωση μιας πραγματικής και συνολικής εικόνας της οικονομικής θέσης του Δημοσίου, για την ουσιαστική υποστήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής και του στρατηγικού σχεδιασμού της χώρας.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ είναι το παράδειγμα φορέων που εντόπισαν ακίνητα τα οποία χρησιμοποιούνταν από τρίτους χωρίς την ύπαρξη κάποιας σύμβασης ή μισθωτηρίου. Λοιπός πάγιος εξοπλισμός υψηλής αξίας που «αγνοούνταν» για χρόνια, συμβάσεις συντήρησης με υπέρογκα ποσά σε μηχανολογικό και λοιπό εξοπλισμό που δεν υπήρχε ή που δεν ανήκε στην περιουσία του φορέα (π.χ. συνοδοί εξοπλισμοί, χρησιδάνεια). Σε αρκετές περιπτώσεις απώλειες από φθορές ή κλοπές δεν μπορούσαν να καταγραφούν λογιστικά, καθώς τα σχετικά στοιχεία δεν υπήρχαν καν σε μητρώο. Τέτοιες καταστάσεις υπονομεύουν τη διαχείριση και αυξάνουν τον κίνδυνο καταλογισμών.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, η απογραφή περιουσιακών στοιχείων αποτελεί κρίσιμο δείκτη διαφάνειας και αξιοπιστίας, όχι μόνο στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης, αλλά και στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών εποπτικών μηχανισμών.
Η εφαρμογή του Π.Δ. 54/2018 δεν αποτελεί απλώς εθνική επιλογή, αλλά υποχρέωση που συνδέεται άρρηκτα με τη συμμόρφωση προς τις αρχές χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδίως στο πλαίσιο υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η πλήρης και διαφανής καταγραφή της δημόσιας περιουσίας είναι αναγκαία προϋπόθεση για την απορρόφηση κρίσιμων ευρωπαϊκών πόρων.
Η έλλειψη στοιχείων απομειώνει τη δυνατότητα εξωτερικών ελέγχων, υπονομεύοντας τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας και περιορίζοντας τη δυνατότητα χρηματοδότησης αναπτυξιακών δράσεων.

Η ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ καταγραφή και αποτίμηση της περιουσίας μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός διοικητικής και οικονομικής μεταρρύθμισης.
Ενισχύει τη λογοδοσία, την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και επιτρέπει πιο ορθολογικό προγραμματισμό.
Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ δεν αποτελεί απλώς μια ακόμα διοικητική υποχρέωση. Όσο η δημόσια διοίκηση αγνοεί την ίδια της την περιουσία, χάνει και την ικανότητά της να σχεδιάζει το μέλλον.
Η απογραφή των περιουσιακών στοιχείων δεν είναι επιλογή, ούτε ένα τυπικό λογιστικό καθήκον. Είναι πράξη ευθύνης και προϋπόθεση αξιοπιστίας. Οι δημόσιοι φορείς οφείλουν να ανταποκριθούν με σοβαρότητα, να προστατεύσουν και να αξιοποιήσουν τη δημόσια περιουσία.
Η υποχρέωση υπάρχει, αυτό που απαιτείται είναι η διοικητική βούληση για την ουσιαστική εφαρμογή της.