Των Δημήτριου Γ. Χαραμή, επίκουρου καθηγητή Τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και Αθανάσιου Κεχαγιά, διδάσκοντος στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και στελέχους Κανονιστικής Συμμόρφωσης και ΚΞΧ & ΧΤ
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ έχει οδηγήσει σε αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και συνεπώς στη μεγαλύτερη ανάγκη μετακίνησης κεφαλαίων.
Οι συναλλασσόμενοι μπορούν πλέον να πραγματοποιούν άμεσα οποιαδήποτε εμπορική και συναλλακτική δραστηριότητα, παρακάμπτοντας τους παραδοσιακούς περιορισμούς, κυρίως όσον αφορά την ταχύτητα διεκπεραίωσής τους.
Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος εκμετάλλευσης πιθανών ευπαθειών και αδυναμιών επί του συστήματος πληρωμών.
ΣΕ ΑΥΤΟ το πλαίσιο αυξημένης διασύνδεσης και ευκολίας στις χρηματοοικονομικές ροές, αναδύεται η σοβαρή απειλή παράνομων ή παράτυπων ενεργειών συνδεδεμένων με το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, φαινόμενα με σαφείς ορισμούς και δυνητικά άμεσες ή έμμεσες διασυνδέσεις με πρόσωπα.
Το ξέπλυμα χρήματος (money laundering) είναι ένας αρκετά ευρύς όρος, ο οποίος, σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), περιλαμβάνει τη διαδικασία (άμεσα ή έμμεσα) με την οποία άτομα, ομάδες ατόμων και επιχειρήσεις, προσπαθούν να διαχειριστούν, οικειοποιηθούν, αποκρύψουν και συγκαλύψουν την πραγματική προέλευση και ιδιοκτησία περιουσιακών στοιχείων και διαθεσίμων, αποφεύγοντας τη δίωξη, την καταδίκη και τη δήμευση κεφαλαίων.

Από την άλλη, σύμφωνα με επίσημα κείμενα και ρυθμιστικές αποφάσεις του ΟΗΕ, η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (financing of terrorism) είναι η διαδικασία κατά την οποία άτομα, ομάδες ατόμων, και επιχειρήσεις με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, σκόπιμα, παρέχουν ή συλλέγουν χρήματα με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ή γνωρίζοντας ότι πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, στο σύνολο ή εν μέρει, για σκοπούς τρομοκρατίας, πρόκλησης θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού ατόμου/ων που δεν συμμετέχουν ενεργά σε εχθροπραξίες σε μια κατάσταση ένοπλης σύρραξης, εκφοβισμού πληθυσμού, από τη φύση ή το πλαίσιό της, και επιβολής γνώμης σε κυβερνήσεις και Διεθνείς Οργανισμούς να πράττουν ή να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη.
Μέσω αυτών των ορισμών γίνεται αντιληπτή η όποια σχέση και διασύνδεση (άμεση ή έμμεση) μπορεί να υπάρξει με πρόσωπα και χρήματα παράνομης προέλευσης.
ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ να διασφαλιστεί ο περιορισμός ή ο έγκαιρος εντοπισμός των προαναφερθέντων παράνομων ή παράτυπων ενεργειών, έχουν ληφθεί μέτρα τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, όπως η έκδοση σειράς οδηγιών και νόμων για την καταπολέμηση των περιπτώσεων ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Μία από τις σημαντικότερες είναι η Οδηγία (ΕΕ) 2015/849, γνωστή και ως «4η Οδηγία», η οποία ενσωματώνεται στην ελληνική επικράτεια με την εφαρμογή του ν.4557/2018 (ΦΕΚ Α’ 139) αλλά και του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.
Βάσει του προαναφερθέντος πλαισίου, τα υπόχρεα πρόσωπα καλούνται να εφαρμόσουν ενισχυμένα μέτρα διαφάνειας και εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες τους.
Πέραν των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, στα υπόχρεα πρόσωπα πλέον περιλαμβάνεται πλήθος οντοτήτων, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, ορκωτοί ελεγκτές λογιστές, λογιστές φοροτεχνικοί, συμβολαιογράφοι και δικηγόροι όταν συμμετέχουν σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές πελατών τους ή συναλλαγές επί ακινήτων, ενεχυροδανειστές, αργυραμοιβοί, μεσίτες ακινήτων, επιχειρήσεις εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παράγωγων προϊόντων, έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η αξία της συναλλαγής ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), ανεξάρτητα από το αν αυτή διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες.
ΑΠΟ ΤΟ 2018 τα υπόχρεα πρόσωπα καλούνται στο να μεριμνήσουν ως προς τη διαφάνεια της οικονομικής δραστηριότητάς τους, λαμβάνοντας τα ενδεδειγμένα μέτρα τόσο για τη συμμόρφωση-προστασία των ιδίων όσο και του συνόλου απέναντι στο ξέπλυμα χρήματος και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Καθώς καθίσταται απαιτητό και σημαντικό για τις οντότητες (υπόχρεα πρόσωπα) να γνωρίζουν με ποιους συνεργάζονται, πρέπει να εφαρμόζουν τις λεγόμενες διαδικασίες «KYC». Το KYC – «Γνωρίστε τον Πελάτη σας» αποτελεί σύνολο διαδικασιών και αναφέρεται σε ένα πλήθος κατευθυντήριων γραμμών που θα πρέπει να ακολουθούν τα υπόχρεα πρόσωπα του ν.4557/2018 για να επαληθεύσουν την ταυτότητα, την καταλληλότητα και τους κινδύνους ξεπλύματος χρήματος που απορρέουν από υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.
Οι διαδικασίες KYC στο σύνολό τους απαιτούν προσπάθεια από πλευράς οντοτήτων που υπάγονται στον νόμο, χρήση εξειδικευμένου λογισμικού, εμπλοκή εξειδικευμένου και καταρτισμένου προσωπικού αλλά και συνεχή εκπαίδευση.

Η ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ εφαρμογή αυτών των διαδικασιών και η γενικότερη μέριμνα για τη διαφάνεια στην οικονομική δραστηριότητα εντός της ελληνικής επικράτειας αποτελούν παράγοντες που πιθανώς συνέβαλαν καθοριστικά στη σημαντική μείωση του εκτιμώμενου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η θετική αυτή μεταβολή αποτυπώνεται ποσοτικά μέσω της διαχρονικής υποχώρησης του Δείκτη Κινδύνου Ξεπλύματος Χρήματος του Ινστιτούτου Διακυβέρνησης της Βασιλείας (Basel Institute on Governance) για την Ελλάδα.
Η διαχρονική ανάλυση του Δείκτη Basel AML Index για την Ελλάδα κατά την περίοδο 2017 έως 2024 αποκαλύπτει μια σταθερή και στατιστικά σημαντική πτωτική τάση.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης κατέγραψε μια συνεχή μείωση της τιμής του από 5,11 μονάδες το έτος 2017 σε 3,66 το έτος 2024. (ΓΡΑΦΗΜΑ 1)
ΑΥΤΗ η συσχέτιση μεταξύ του χρονικού εύρους και της τιμής του δείκτη υποστηρίζεται από τη μεταβολή της παγκόσμιας κατάταξης της χώρας.
Η βελτίωση από την 105η θέση το 2017 στην 155η θέση το 2024 (μεταξύ των 164 αξιολογούμενων κρατών, όπου η υψηλότερη θέση υποδηλώνει καλύτερη επίδοση), καταδεικνύει μια ουσιαστική ενδυνάμωση του εθνικού συστήματος καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος.
Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί παράλληλα την αυξανόμενη ευθυγράμμισή του με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές και πρότυπα.
Η κατάταξη για το έτος 2024 εντάσσει την Ελλάδα στην κορυφαία δεκάδα των χωρών παγκοσμίως, οι οποίες παρουσιάζουν τον χαμηλότερο εκτιμώμενο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη μεθοδολογία του Δείκτη Basel AML Index. (ΓΡΑΦΗΜΑ 2)
Ωστόσο, παρά τη θετική αυτή εικόνα και την ύπαρξη ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου, η πραγματική αποτελεσματικότητα της Ελλάδας στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πώς υλοποιείται πρακτικά η εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου.
Συγκεκριμένα, η επιτυχία βασίζεται αφενός στην εφαρμογή μιας προληπτικής και βασισμένης σε δυναμικά δεδομένα προσέγγισης ανίχνευσης υπόπτων δραστηριοτήτων, και αφετέρου στην ενίσχυση του μηχανισμού παρακολούθησης και ελέγχου από τις αρμόδιες Αρχές.
ΣΕ ΑΥΤΟ το πλαίσιο, η εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογικών λύσεων επιτρέπει τα υπόχρεα πρόσωπα να ενισχύσουν την ικανότητά τους και να διατηρούν τη συμμόρφωσή τους προς τις νομικές διατάξεις.
Παράλληλα, οι τακτικές εκπαιδεύσεις και η υιοθέτηση μιας προληπτικής νοοτροπίας αποτελούν βασικά μέσα άμυνας, καθώς επιτρέπουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεχώς μεταβαλλόμενων κινδύνων σε ένα περιβάλλον οικονομικής εγκληματικότητας που εξελίσσεται διαρκώς.