Skip to main content

Η γαλοπούλα, η κατσαρίδα και η λαϊκή τέχνη

Δύο «αστείες» θεωρίες δεν κινδυνολογούν, αλλά προτείνουν εννοιολογικά εργαλεία για τους κινδύνους που έχει η εμπορευματοποίηση της παράδοσης

Της Γωγώς Σπ. Καρακούση, οικονομολόγου – Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

ΜΕΣΑ από δύο ετερόκλητες, αλλά εννοιολογικά χρήσιμες θεωρίες από τον χώρο της χρηματοοικονομικής και της στρατηγικής ανάλυσης κινδύνων -το Παράδοξο της Γαλοπούλας (Taleb, 2022:73) και τη Θεωρία της Κατσαρίδας-, μπορούμε να προσεγγίσουμε τους συστημικούς κινδύνους που ενέχει η εμπορευματοποίηση της λαϊκής τέχνης στο πλαίσιο της τουριστικής οικονομίας.

Το Παράδοξο της Γαλοπούλας μάς αποκαλύπτει την αυταπάτη της αισθανόμενης ασφάλειας, ενώ η θεωρία της Κατσαρίδας μάς δείχνει τη σημασία του πρώτου ορατού προβλήματος ως ένδειξη βαθύτερων και περισσότερων συστημικών αστοχιών-προβλημάτων.

Η συνδυαστική τους εφαρμογή βοηθά να κατανοήσουμε πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η πολιτισμική δημιουργία και ενισχύει την ανάγκη για μακροπρόθεσμη πολιτισμική στρατηγική, θεσμική κατοχύρωση και συμμετοχική διακυβέρνηση.

ΣΥΜΦΩΝΑ με τον Taleb, μια γαλοπούλα που ταΐζεται καθημερινά για μήνες αποκτά την πεποίθηση ότι το περιβάλλον της είναι ασφαλές, μέχρι την ημέρα των Ευχαριστιών.

Το παράδοξο αποκαλύπτει την πλάνη της προβλεψιμότητας και την ανθρώπινη τάση να βγάζουμε συμπεράσματα με βάση το παρελθόν, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις ασύμμετρες μη προβλέψιμες μεταβολές.

ΤΟ ΊΔΙΟ παρατηρείται σε κοινότητες που, βλέποντας τη λαϊκή τους τέχνη να αποκτά τουριστική ζήτηση, θεωρούν ότι η επιτυχία αυτή θα είναι διαρκής. Υπάρχει δηλαδή μία αντιστοίχηση στη σχέση τουριστικής οικονομίας και λαϊκής τέχνης.

Όταν η τοπική παράδοση τυποποιείται και επαναλαμβάνεται με επιτυχία (π.χ. μέσα από φεστιβάλ/δρώμενα), οι κοινότητες ενδέχεται να πιστέψουν ότι το μοντέλο είναι σταθερό και αειφόρο.

Η συνεχής ροή επισκεπτών, η προβολή στα social media, η αυξημένη ζήτηση χειροτεχνημάτων, δημιουργούν την ψευδαίσθηση διαρκούς προόδου και ασφάλειας.

Όμως, όπως η γαλοπούλα, έτσι και οι δημιουργοί της λαϊκής τέχνης αγνοούν συχνά την εξωτερική αγορά, όπου μεταβολές στη ζήτηση, η μόδα νέων τουριστικών προτύπων, μπορεί να αποκόψουν απότομα την κοινωνική επιβίωση των παραδοσιακών τεχνών.

Η ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ αγορά συχνά είναι ευάλωτη στις οικονομικές διακυμάνσεις, τις μεταβαλλόμενες πολιτισμικές τάσεις και τις τεχνολογικές μετατοπίσεις (όπως η είσοδος της τεχνητής νοημοσύνης).

Η γαλοπούλα λειτουργεί, έτσι, ως προειδοποίηση ότι η τωρινή ζήτηση για την «παράδοση» δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά της χωρίς θεσμικά/νομικά/κοινοτικά αντίβαρα.

Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ οικονομία δεν είναι γραμμική, αν δεν σχεδιαστεί με μηχανισμούς αυτοπροστασίας και πρόβλεψης -δηλαδή με νομική κατοχύρωση, δίκαιη αναδιανομή, συνεταιριστικές δομές, δυνατότητα μετασχηματισμού-, η κοινότητα κινδυνεύει να βιώσει την απότομη κατάρρευση και η παράδοση, από επένδυση, να μετατραπεί σε «μετοχική φούσκα».

Όπως ακριβώς το παρελθόν της γαλοπούλας δεν εγγυάται το μέλλον της, έτσι και η επιτυχία της λαϊκής τέχνης, σε συνθήκες τουριστικής ζήτησης, δεν μπορεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο θεσμικής μέριμνας.

Αντίθετα, αποδεικνύει την ανάγκη για συστημική πρόληψη και όχι απλώς για εκμετάλλευση
ευκαιριών.

Η ΘΕΩΡΙΑ της Κατσαρίδας χρησιμοποιείται μεταφορικά στα χρηματοοικονομικά, για να περιγράψει την υπόθεση πως, όταν εμφανίζεται ένα πρόβλημα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι υποκρύπτονται και άλλα, μεγαλύτερα προβλήματα που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί, ή όπου υπάρχει μία κατσαρίδα, υπάρχουν πολλές.

Έτσι και στην οικονομική ανάλυση, ένα περιστατικό δυσλειτουργίας υποδηλώνει υποκείμενες συστημικές ανεπάρκειες.

ΜΕΤΑΦΈΡΟΝΤΑΣ αυτή τη θεωρία στην πολιτισμική πολιτική, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εμφάνιση μιας τουριστικοποιημένης επινοημένης παράδοσης (π.χ. παραδοσιακά προϊόντα-εισαγόμενα, κακές απομιμήσεις) δεν είναι μεμονωμένα φαινόμενα, αλλά ένδειξη συστημικής αδυναμίας, απουσίας πολιτισμικής πολιτικής κ.ά.

Αυτή η συστημική αλλοίωση είναι δομική και αφορά τις μορφές αξίας που αποδίδονται στην παράδοση, την ιεράρχηση των φορέων της και την ίδια τη λογική τού ποιος νομιμοποιείται να «εκπροσωπεί» την τοπική κουλτούρα.

Η ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ανάγνωση των δύο θεωριών επιτρέπει να διακρίνουμε δύο τύπους κινδύνου στη διαχείριση της παράδοσης:

  • Τοπικές κοινότητες που επαναπαύονται στη βραχυπρόθεσμη τουριστική επιτυχία, χωρίς να αναπτύσσουν θεσμικές δομές προστασίας.
  • Θεσμικά όργανα-οργανισμοί που αγνοούν μεμονωμένες περιπτώσεις κακοποίησης της παράδοσης, αποτυγχάνουν να δουν το σύστημα που γεννά επαναλαμβανόμενες αναξιόπιστες, και μη κοινοτικά παραγόμενες αναπαραστάσεις της πολιτισμικής κληρονομιάς.

Η ΑΝΑΓΚΗ για θεσμική κατοχύρωση της πολιτισμικής δημιουργίας βρίσκει ισχυρό θεμέλιο στη Σύμβαση της UNESCO για τη Διαφύλαξη της Άυλης – Πολιτιστικής – Κληρονομιάς, που αναγνωρίζει την παράδοση ως ζωντανό και συμμετοχικό στοιχείο.

Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ οικονομία του 21ου αιώνα αναδεικνύει διαρκώς νέες μορφές αξιοποίησης της παράδοσης, θέτοντας σύνθετα ερωτήματα γύρω από την ανθεκτικότητα, την αυθεντικότητα και την κυκλική επιβίωση της λαϊκής τέχνης.

Δύο φαινομενικά «αστείες» θεωρίες δεν κινδυνολογούν, αλλά προτείνουν εννοιολογικά εργαλεία για την κατανόηση των κινδύνων που έχει η εμπορευματοποίηση της παράδοσης, την ανάγκη συνεχούς θεσμικής επαγρύπνησης και επαναξιολόγησης των πολιτισμικών πρακτικών, την ενίσχυση τοπικών μηχανισμών τεκμηρίωσης και κοινοτικής αυτονομίας, την ανάπτυξη εργαλείων παρακολούθησης της αυθεντικότητας, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όταν αυτά αναγνωστούν μεταφορικά, φωτίζουν την ανάγκη για μακροπρόθεσμη στρατηγική προστασίας της λαϊκής δημιουργίας από την τουριστική υπερεκμετάλλευση και προσφέρουν προειδοποιήσεις και τρόπους επαναστοχασμού για τη θέση της λαϊκής τέχνης στην πολιτισμική οικονομία, ώστε να παραμείνει ζωντανή.

Δεν αρκεί η αναπαραγωγή του «παραδοσιακού», απαιτείται ενσωμάτωση/συμμετοχή της κοινότητας και αναγνώριση της παράδοσης ως συλλογικού αγαθού.

Η δύναμη των θεωριών αυτών έγκειται όχι στην προβλεπτική τους ικανότητα, αλλά στο συμβολικό τους φορτίο -κάτι που τις καθιστά ιδιαίτερα γόνιμες στην πολιτισμική ανάλυση.