Η εποχή της άνοιξης σηματοδοτεί για πολύ κόσμο την εμφάνιση αλλεργικών συμπτωμάτων από τη μύτη (ρινίτιδα), τα μάτια (επιπεφυκίτιδα) ή/και το κατώτερο αναπνευστικό (άσθμα). Σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Μήτσια*, οι αλλεργίες είναι πολυπαραγοντικά νοσήματα, καθώς οφείλονται στην αλληλεπίδραση του γενετικού υλικού (των γονιδίων μας) με το περιβάλλον. Σαφώς, υπάρχει κληρονομική προδιάθεση: αν οι γονείς έχουν αλλεργίες, τότε τα παιδιά τους είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν αλλεργικές εκδηλώσεις. Επιπλέον, όμως, αυτό θα εξαρτηθεί και από περιβαλλοντικές επιδράσεις όπως η περιποίηση ενδεχόμενης ατοπικής δερματίτιδας (ένας άλλος πολύ σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας), η έκθεση σε αλλεργιογόνα ή περιβαλλοντικούς ρύπους κ.ά.
Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στους 5 ανθρώπους (παιδιά και ενήλικες) έχουν αλλεργική ρινίτιδα που εκδηλώνεται συνήθως με καταρροή, φτερνίσματα, φαγούρα ή και μπούκωμα. Αν τα συμπτώματα είναι βαριά και μακροχρόνια ο ύπνος γίνεται κακός, η παραγωγικότητα στη δουλειά ή το σχολείο μειώνεται, χάνονται ημέρες από την εργασία, η λήψη φαρμάκων γίνεται απαραίτητη. Επιπλέον, λόγω της ιδιαιτερότητας του ανοσοποιητικού συστήματος, οι ιώσεις διαρκούν περισσότερο και παρουσιάζονται συμπτώματα όπως βήχας και συριγμός σε καθημερινές δραστηριότητες όπως η άσκηση. Ουσιαστικά, η μη έγκαιρη διάγνωση και κυρίως η αποσπασματική ή λανθασμένη αντιμετώπισή της ρινίτιδας μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση αλλεργικού άσθματος – πολύ συχνά αυτές οι δύο νόσοι συνυπάρχουν.
Η αλλεργική ρινοεπιπεφυκίτιδα και το άσθμα οφείλονται στα αεροαλλεργιογόνα, παράγοντες δηλαδή που βρίσκονται στην ενδοοικιακή ή την εξωοικιακή ατμόσφαιρα. Αεροαλλεργιογόνα είναι τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, τα επιθήλια ζώων όπως οι γάτες και οι σκύλοι, μύκητες της υγρασίας και κυρίως η γύρη φυτών και δέντρων όπως τα αγριόχορτα, το περδικάκι, η ελιά, τα κυπαρισσοειδή φυτά κ.ά. Την άνοιξη, οπότε και ανθίζουν κατά κανόνα όλα αυτά τα φυτά, αυξάνει κατακόρυφα η συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα των κόκκων γύρης, οι οποίοι όταν εισπνέονται από τον αλλεργικό ασθενή προκαλούν την ανάλογη συμπτωματολογία, γι’ αυτό και παρατηρείται έξαρση των αλλεργιών τους μήνες της άνοιξης.
Η αντιμετώπιση των αλλεργιών πρέπει να είναι πολύπλευρη και η σφαιρική ενημέρωση αποτελεί πρωτεύον ζητούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ασθενής οφείλει να γνωρίζει αν είναι πραγματικά αλλεργικός και, αν ναι, σε ποια αλλεργιογόνα αποδίδονται τα συμπτώματά του. Αυτό γίνεται έπειτα από αλλεργιολογικό έλεγχο που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει ειδικές δερματικές δοκιμασίες και αιματολογικές εξετάσεις. Η αξιοπιστία των εξετάσεων αυτών είναι πολύ μεγάλη και οδηγεί στην αναγνώριση των ειδικών για κάθε ασθενή αλλεργιογόνων που τον ενοχλούν.
Στη συνέχεια, λαμβάνονται ειδικά μέτρα αποφυγής των αλλεργιογόνων. Αν μπορούσε ο ασθενής να αποφύγει 100% την επαφή με τα αλλεργιογόνα, τότε δεν θα είχε οποιοδήποτε σύμπτωμα. Δυστυχώς, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό είναι ουτοπικό και γι’ αυτό οφείλει ο αλλεργιολόγος να καταφύγει σε φαρμακευτικές επιλογές.
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι βασικά δύο: Η πρώτη είναι η συμπτωματική αντιμετώπιση, χορήγηση δηλαδή αγωγής για να υποχωρήσουν τα συμπτώματα (είτε αυτά προέρχονται από τη μύτη, είτε από τους πνεύμονες). Τα σκευάσματα που κατά κύριο λόγο χορηγούνται είναι από του στόματος αντιισταμινικά και, κυρίως, ενδορρινικά spray. Ανάλογα με τη βαρύτητα, η αγωγή μπορεί να είναι περιοδική ή χρόνια, κάτι που καθιστά εφικτό η μεγάλη ασφάλεια των σκευασμάτων αυτών. Η αγωγή καλείται «συμπτωματική» γιατί τα φάρμακα στην περίπτωση αυτή, αν και κατά κανόνα είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, δεν μπορούν να αλλάξουν το αλλεργικό υπόστρωμα του ασθενούς – την επόμενη φορά που αυτός θα εκτεθεί στο αλλεργιογόνο θα εμφανίσει συμπτώματα! Η ευαισθησία θα παραμείνει και θα τον καταστήσει υποψήφιο για νέες αλλεργικές εκδηλώσεις, ενδεχομένως σοβαρότερες, στο μέλλον.
Η δεύτερη προσέγγιση είναι πιο σύνθετη: ονομάζεται ανοσοθεραπεία και οδηγεί στην τροποποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος με τέτοιον τρόπο ώστε ο ασθενής να μην είναι αλλεργικός, να ανέχεται δηλαδή την έκθεση στο αλλεργιογόνο, να έχει ελάχιστες έως και μηδενικές ανάγκες συμπτωματικής αγωγής και μειωμένες πιθανότητες ασθματικών κρίσεων στο μέλλον. Με την ανοσοθεραπεία, ακριβώς όπως με τα εμβόλια που γίνονται για λοιμώδεις παράγοντες, ο αλλεργικός δημιουργεί αντισώματα που μπλοκάρουν τα αλλεργιογόνα και επομένως δεν τα αφήνει να οδηγήσουν σε συμπτώματα. Γι’ αυτό και η ανοσοθεραπεία αποτελεί αιτιολογική θεραπευτική προσέγγιση!
Η ανοσοθεραπεία συνίσταται στη χορήγηση για χρονικό διάστημα τριών με πέντε ετών ειδικών εκχυλισμάτων, εξειδικευμένων εταιρειών που τα τελευταία χρόνια έχουν εξαιρετική ποιότητα και αποτελεσματικότητα. Υπάρχουν δύο μορφές ανοσοθεραπείας: η υπογλώσσια, κατά την οποία το εκχύλισμα τοποθετείται κάτω από τη γλώσσα καθημερινά στο σπίτι του ασθενούς, και η υποδόρια κατά την οποία γίνεται εμβολιασμός στο βραχίονα (όπως τα κλασσικά εμβόλια) κάθε 4 εβδομάδες στο αλλεργιολογικό ιατρείο. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ένα παιδί μπορεί να ξεκινήσει ανοσοθεραπεία ακόμα και από την ηλικία των 5-6 ετών: φαίνεται ότι όσο νωρίτερα επιβεβαιωθεί το αίτιο της αλλεργίας και αρχίσει η ανοσοθεραπεία, τόσο πιο επιτυχημένο είναι το τελικό αποτέλεσμα. Στα χέρια έμπειρου ειδικού αλλεργιολόγου η ανοσοθεραπεία αποτελεί ένα ισχυρό όπλο οριστικής αντιμετώπισης των αλλεργιών του αναπνευστικού.