Skip to main content

Ετοιμάζεται για γερή «ψαριά» ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας

Ευοίωνες εκτιμήσεις με ρεκόρ τιμών παραγωγού και εξαγωγές στο Ισραήλ

Πολύ καλή «ψαριά» αναμένεται να εμφανίσει φέτος ο εγχώριος κλάδος ιχθυοκαλλιέργειας με τις τιμές παραγωγού να καταγράφουν το υψηλότερο 20ετίας και «έκπληξη» την αυξανόμενη πορεία των εξαγωγών στο Ισραήλ.

Ειδικότερα, όπως ανέφεραν στο πλαίσιο συνάντησης με εκπροσώπους του Τύπου ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) κ. Απόστολος Τουραλιάς και η κα Lara Barazi-Γερουλάνου, Μέλος Δ.Σ. της ΕΛΟΠΥ και Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Ιχθυοκαλλιεργητών (FEAP), οι παραδοτέες τιμές  στη τσιπούρα κυμαίνονται στο 6,2 ευρώ – 6,5 ευρώ και στο λαβράκι σε 6,8 – 7 ευρώ. Πρόκειται για αύξηση 1 με 1,5 ευρώ σε σχέση με πέρυσι, με αποτέλεσμα φέτος η αξία των πωλήσεων να αγγίζει μια άνοδο της τάξεως του 30%.

«Πρόκειται για τις καλύτερες τιμές την τελευταία 20ετία» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τουραλιάς προσθέτοντας ότι « εάν δεν γράψουν υψηλό EBITDA φέτος όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου δε θα γράψουν ποτέ».

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο όγκος πωλήσεων εμφάνισε μέχρι και τον Ιούλιο ένα ρυθμό αύξησης 7% ωστόσο με γνώμονα ότι το τελευταίο τετράμηνο του έτους καταγράφεται «παραδοσιακά» υποχώρηση στη ζήτηση αναμένεται η χρονιά να κλείσει σε σταθερή εικόνα. Αυτή η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική καθώς οι αρχικές προβλέψεις για φέτος ήθελαν τους όγκους να κινούνται αρνητικά στο -5%. «Φέτος θα είναι μια σταθερή χρονιά, η πρώτη μετά από καιρό. Σταθερή μπορεί να είναι και λίγο παραπάνω» σημείωσε η κα Barazi. Σε ο,τι αφορά στην παραγωγή αναμένεται να κλείσει εξίσου σε σταθερά επίπεδα σε περίπου 120 χιλιάδες τόνους.

Εξαγωγικό αποτύπωμα

Με το 85% περίπου των πωλήσεων να απευθύνεται στις διεθνείς αγορές ο κλάδος διατηρεί τον έντονα εξαγωγικό του χαρακτήρα. Ωστόσο η φετινή χρονιά χαρακτηρίζεται από τρία ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Αφενός το γεγονός ότι το κανάλι της εστίασης, πανευρωπαϊκά,  κινείται υποτονικά, με τις εκτιμήσεις για την εγχώρια εστίαση να κάνουν λόγο για πτώση της κατανάλωσης κατά 15-20%.  Αφετέρου ιδιαίτερα ανοδικοί ρυθμοί καταγράφηκαν στις εξαγωγές στο Ισραήλ.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν «κλείσει» την εμπορική οδό με την Τουρκία που αποτελεί τη βασική αγορά διάθεσης προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας στο Ισραηλ καθώς το μεταφορικό κόστος και η διάρκεια της μεταφοράς είναι συγκριτικά μικρότερα σε σχέση με την Ελλάδα. Η επόμενη αγορά που μπορεί να προμηθεύσει το Ισραήλ είναι η Κύπρος ωστόσο δεν έχει επαρκή παραγωγική δυναμική. Αύτη η συγκυρία ευνοεί τα ελληνικά προϊόντα με αποτέλεσμα οι εξαγωγές στο Ισραήλ να εμφανίζουν αύξηση έως και 300%. Ωστόσο , οι εκπρόσωποι του κλάδου αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για συγκυριακή συνθήκη και πως μόλις υπάρξει ομαλοποίηση η Τουρκία θα επανέλθει στη διεκδίκηση της Ισραηλινής αγοράς.

Πάντως η πορεία της Τουρκίας φέτος εμφανίζεται ιδιαίτερα επιβραδυμένη. «Οι Τούρκοι σαν ανταγωνιστές είχαν προβλήματα στην παραγωγή τους. Δεν ξέρουμε ποια προβλήματα και πόσο μεγάλα ήτανε. Αλλά το βλέπουμε στο αποτέλεσμα  έχει πολύ λιγότερο ψάρι στην αγορά. Δεν είναι από εμάς. Γιατί εμείς ξέρουμε στην Ελλάδα τι γίνεται. Οπότε υποψιαζόμαστε ότι είναι από Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία. Βέβαια για εμάς  οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές είναι η Τουρκία» ανέφερε η κα Barazi.

Ομαλοποίηση στην αγορά των ΗΠΑ

Οι δυνατές αγορές για τα ελληνικά προϊόντα εξακολουθούν να είναι η Ιταλία και η Ισπανία, η Γαλλία και η Κεντρική Ευρώπη. Σε ο,τι αφορά στην αγορά των ΗΠΑ που αποτελεί στόχο για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια η επιβολή των δασμών προκάλεσε μια αρχική αναστάτωση και αβεβαιότητα που οδήγησε στο «πάγωμα» της αγοράς. Ωστόσο έχει επέλθει μια ομαλοποίηση. Η αύξηση που προκύπτει από την επιβολή δασμών εκτιμάται ότι είναι διαχειρίσιμη από τον Αμερικάνο καταναλωτή.

Η δυναμική της ελληνικής τσιπούρας και του λαβρακίου στις ΗΠΑ κυμαίνεται στο 5% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου συνεπώς ενδεχόμενες επιπτώσεις από τους δασμούς στη ζήτηση δεν θεωρείται ότι θα επηρεάσουν τη συνολική δυναμική του κλάδου.

Να σημειωθεί ότι τα 21 μέλη της ΕΛΟΠΥ πραγματοποιούν εξαγωγές που ξεπερνούν τα 650 εκατ. ευρώ σε αξία ετησίως.