Μια οικογένεια καλλιτεχνών, ο καμβάς πάνω στον οποίο σχεδιάζει την ιστορία του ο Γιόακιν Τρίερ στην εξαίσια «Συναισθηματική Αξία», καμβάς λίγο ξεθωριασμένος απ’ όπου ο χρόνος δεν περνά – μόνο οι ρόλοι αλλάζουν.
Ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ ενσαρκώνει έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη του Κινηματογράφου, που μάλλον συνειδητοποιεί πως δε θα μπορέσει ποτέ να ολοκληρωθεί ως καλλιτέχνης, αν δεν το κάνει πρώτα ως πατέρας. Κάνει λοιπόν μια απόπειρα: Γράφει ένα σενάριο – κατά γενική ομολογία, το καλύτερο που έγραψε ποτέ. Αμέσως, προτείνει τον πρώτο ρόλο στην αποξενωμένη κόρη του, ηθοποιός στο επάγγελμα (του θεάτρου – και έχει σημασία), που επειδή κι εκείνη δεν μπόρεσε ποτέ να τον συγχωρέσει, δεν μπορεί να δεχτεί το ρόλο. Όμως, ο πατέρας-σκηνοθέτης θα προσφέρει τον ρόλο σε μια καταξιωμένη σταρ του Χόλιγουντ, κι εκείνη θα δεχτεί μετά χαράς. Σύντομα όμως θα καταλάβει πως καλείται να ερμηνεύσει το είδωλο μιας άλλης.
Ο Τσέχωφ έλεγε πως οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες, ενώ οι άλλες κουβαλάν, η κάθε μια, τη δική τους δυστυχία. Η «Συναισθηματική Αξία» είναι μια ταινία για τις οικογενειακές σχέσεις, αυτές που δεν σώζονται εύκολα – ίσως και καθόλου – αλλά και μια ταινία για τις Τέχνες, που κι αυτές, δεν είναι πάντα λυτρωτικές. Καθώς λοιπόν ο Γιόακιν Τρίερ αποφασίζει να μιλήσει για σοβαρά πράγματα, αφήνει την πόρτα ανοιχτή στο χιούμορ, αυτό το πολύ ιδιαίτερο χιούμορ που μοιάζει παράλογο αλλά προκύπτει απολύτως φυσιολογικά μέσα στα σπίτια των δυστυχισμένων ανθρώπων – αρκεί να τους παρατηρείς από τη σωστή απόσταση. Αυτό είναι όλο το κόλπο: Πόσο κοντά και πόσο μακριά πρέπει να σταθώ για να προκύψει και το ανάλαφρο, αλλά και το δραματικό, χωρίς να προδώσω αυτούς τους ήρωες; Πέραν των ρεαλιστικών διαλόγων του, των καλοζυγισμένων ερμηνειών και της περίτεχνης αφήγησης, η συγκίνηση εδώ προκύπτει απ’ αυτήν ακριβώς την προσοχή, που αντηχεί όχι σαν απάντηση, αλλά σαν ερώτηση: μπορεί η τέχνη να αποκαταστήσει ό,τι χάλασε; Ή μήπως, τελικά, αυτό που απομένει είναι η Σημασία του να κουβαλάς Κάτι — έστω και μόνο για συναισθηματικούς λόγους;
Άλλη μια προβληματική οικογένεια πρωταγωνιστεί στο «Καυτό γάλα», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ντέμπορα Λέβι: Η Ρόουζ και η κόρη της, Σοφία, ταξιδεύουν στην παραθαλάσσια πόλη Αλμερία της Ισπανίας, για να συμβουλευτούν έναν φημισμένο ομοιοπαθητικό που ίσως κατέχει το μυστικό πίσω από την που έχει καθηλώσει την πρώτη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Εκεί, η εσωστρεφής κόρη θα ερωτευτεί μια αινιγματική ταξιδιώτισσα – και θα αρχίσει να ανακαλύπτει την αλήθεια πίσω από το παρελθόν της μητέρας της. Τα πάντα όμως εδώ είναι άνευρα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών (εμφανίζεται και ο Βαγγέλης Μουρίκης, σε κομβικό ρόλο) που, ό,τι και να κάνουν, είναι αδύνατον να εμφυσήσουν ζωή σε αυτό το ημιθανές δράμα.

Στα υπόλοιπα, μπόλικο παιδικό (ή όχι και τόσο παιδικό) θέαμα, από το anime «Demon Slayer: Το κάστρο του απείρου», τις «Τερατομουτζούρες» αλλά και την επετειακή επανέκδοση του αριστουργηματικού «Toy Story», ξεχωριστές επανεκδόσεις («Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, «Δίχως στέγη, δίχως νόμο» της Ανιές Βαρντά – ιδιαιτέρως «καλοκαιρινή» η πρώτη, έτσι όπως την καίει ο ήλιος, από τις πολύ σπουδαίες ταινίες των 80s η δεύτερη) ένας Στίβεν Κινγκ «Η Μακρά Πορεία», που φέρνει σε «Battle Royale» το στόρι της, και «Ο πύργος του Downton: Το μεγάλο φινάλε» που ειλικρινά, μόνο τους φίλους της σειράς αφορά.