Η γνώριμη στην ελληνική πολιτική σκηνή θεματική της διαφθοράς έχει πλέον τεθεί στο επίκεντρο του εγχώριου πολιτικού ανταγωνισμού.
Στις περισσότερες έρευνες κοινής γνώμης επιλέγεται ως εξέχουσα, συνήθως μαζί με την ακρίβεια και την εν γένει οικονομική κατάσταση, ενώ η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ – με βάση τουλάχιστον τα στοιχεία που έχουν φτάσει στη δημόσια σφαίρα – σε πολύ μεγάλο βαθμό συμπυκνώνει φαινόμενα συμπαιγνίας των φορέων άσκησης πολιτικής εξουσίας με κομματικούς παράγοντες μέσου επιπέδου για την παράτυπη και αδιαφανή επινομή κοινοτικών πόρων και την εξαγορά επί της ουσίας εκλογικής υποστήριξης.
Η πολιτική διαφθορά, ως φαινομενική παρέκκλιση από τους κανόνες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και σίγουρα ως ένα κατεξοχήν νεωτερικό φαινόμενο, στα καθ’ ημάς συνοδεύεται και από ένα αίσθημα ατιμωρησίας των υπευθύνων, το οποίο τροφοδοτεί ένα έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης στους θεσμούς (ειδικά στην κυβέρνηση, το κοινοβούλιο, τα κόμματα, τη δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ) και ένα γενικό αίσθημα πολιτικού κυνισμού, το οποίο απολήγει σε αποστροφές τύπου «έτσι ήταν πάντα η Ελλάδα» ή «τίποτε δεν θα αλλάξει ποτέ σε αυτήν τη χώρα».
Η δε εκκίνηση της διερεύνησης πολιτικών εμπλοκών από την Ευρωπαία εισαγγελέα, από έναν εξωτερικό δρώντα, αλλά και η όλη μεθόδευση της κυβερνητικής πλειοψηφίας με την προανακριτική τον Ιούλιο, εντείνει τις προαναφερόμενες τάσεις, όπως και την αίσθηση ότι το ελληνικό κράτος ενδογενώς αδυνατεί να διαχειριστεί τις παθογένειές του.
Μόνιμη επωδός πολιτικών και σχολιαστών, ιδίως αντιπολιτευτικού προσανατολισμού, είναι ότι η σώρευση σκανδάλων που τεκμηριώνουν την πολιτική διαφθορά στις τάξεις της κυβέρνησης συνιστά σημάδι της επικείμενης κατάρρευσής της. Προβλέπεται δηλαδή μια ουσιαστική μεταβολή στη συμπεριφορά ενός μέρους του εκλογικού σώματος, το οποίο αναμένεται να στραφεί προς κόμματα της αντιπολίτευσης τα οποία θέτουν την αντιδιαφθορά ψηλά στην ατζέντα τους, και ως εκ τούτου αυτή η μεταβολή λογίζεται ως ψήφος τιμωρίας για το κυβερνών κόμμα.
Είναι όμως τόσο άμεση η συνάφεια ανάμεσα σε γεγονότα διαφθοράς και την εκλογική συμπεριφορά; Διότι πράγματι η δυνατότητα των ψηφοφόρων να τιμωρούν μια κυβέρνηση που είναι επιβαρυμμένη από τέτοια ζητήματα σε πολύ μεγάλο βαθμό συνιστά και εκπλήρωση μιας λειτουργίας λογοδοσίας.
Εάν μια κυβέρνηση θεωρεί ότι θα έχει εκλογικό κόστος από την πολιτική διαφθορά, σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον, θα προσπαθήσει να αντιστρέψει την κατάσταση και να προβεί σε ενέργειες περιορισμού τέτοιων φαινομένων. Συμβαίνει όμως αυτό ή, αντίθετα, οι κυβερνήσεις φροντίζουν διαρκώς να καλύπτουν τις πιο αμφιλεγόμενες πλευρές της δράσης τους;
Απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να μας δώσει η εξαιρετική βιβλιογραφική επισκόπηση της εν λόγω συζήτησης από την Catherine de Vries και τον Hector Solaz το 2017, στην οποία οι δύο συγγραφείς επιχειρούν να προσδιορίσουν τα τρία στάδια κατά τα οποία μια θεματική διαφθοράς μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή εκλογικής συμπεριφοράς.
Το πρώτο στάδιο είναι αυτό της επαρκούς πληροφόρησης, όπου πρέπει να ενυπάρχουν οι κατάλληλοι δίαυλοι για να φτάσει η πληροφορία σχετικά με τις διαστάσεις και τις λεπτομέρειες της διαφθοράς σε κάθε ψηφοφόρο.
Εδώ προφανώς έχει σημασία αφενός το μέσο που μεταφέρει το μήνυμα και αφετέρου το ακροατήριο στο οποίο αυτό καταλήγει. Ο άμεσος ή έμμεσος έλεγχος, για παράδειγμα, των ΜΜΕ δεν επιτρέπει την ολοκληρωμένη πληροφόρηση των πολιτών, ενώ ενίοτε η ανάδειξη θεμάτων από την αντιπολίτευση μπορεί να προσκρούει σε κομματικές ή πολιτικοϊδεολογικές προκαταλήψεις των ψηφοφόρων.
Το δεύτερο στάδιο είναι αυτό της απόδοσης ευθύνης, που ουσιαστικά αναφέρεται στον καταλογισμό της ευθύνης, στο εάν δηλαδή το εκάστοτε κυβερνών κόμμα δεξιώνεται το «ανάθεμα» της πολιτικής διαφθοράς.
Και εδώ υπάρχουν διάφορες διαστάσεις: μπορεί η αίσθηση των πολιτών για την εν γένει διάχυτη διαφθορά του πολιτικού συστήματος να υπερβαίνει τον επιμέρους καταλογισμό· μπορεί να απουσιάζει εκείνη η πολιτική εναλλακτική που να λειτουργεί ως πειστικό αντιπαράδειγμα μη διαφθοράς· μπορεί η προκατάληψη των ψηφοφόρων υπέρ του κόμματος που συνήθως ψηφίζουν να μετριάζει την απόδοση ευθύνης ή να διευκολύνει την εύρεση δικαιολογιών για περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς.
Το τρίτο στάδιο είναι αυτό της συμπεριφορικής ανταπόκρισης, όπου, ακόμα και εάν στα δύο προηγούμενα στάδια τόσο η ροή της πληροφορίας έχει φτάσει στα άτομα ανεμπόδιστα όσο και η απόδοση της ευθύνης κατευθύνεται αποκλειστικά στο κυβερνών κόμμα, οι ψηφοφόροι λαμβάνουν για την επιλογή τους υπόψη και άλλες παραμέτρους.
Μπορεί κάποιοι από αυτούς να εξαγοράζονται, μπορεί η διαφθορά να συνυπάρχει με οικονομική ανάπτυξη η οποία υπερκαλύπτει την αρνητική επίδραση της πρώτης, μπορεί η πολιτική τους εγγύτητα με ένα κόμμα ή η κοινωνική ομάδα στην οποία είναι ενταγμένοι (π.χ. εθνοτική ή φυλετική) να έχει προτεραιότητα στην εκλογική επιλογή.
Μπορεί, επίσης, η πόλωση στον εκλογικό ανταγωνισμό γύρω από κάποιες θεματικές να θέτει σε δεύτερη μοίρα τη θεματική της πολιτικής διαφθοράς.
Οι δύο πολιτικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, μόνο εάν η μεταβλητή της διαφθοράς διατηρηθεί ως εξέχουσα και στα τρία στάδια, μπορεί πράγματι να επηρεαστεί η εκλογική συμπεριφορά ενός ψηφοφόρου από αυτή και, αν είναι ψηφοφόρος του κυβερνώντος κόμματος, να κινηθεί σε κάποιο άλλο κόμμα ή να προσανατολιστεί στην αποχή.
Εάν μεταφέρουμε στα καθ’ ημάς την εν λόγω προβληματική, διαπιστώνουμε ότι, δεδομένης και της υπό διαμόρφωση νέας διάταξης των αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης, υπάρχουν πλέον πολλαπλές εστίες πληροφόρησης για υποθέσεις διαφθοράς –ειδικά για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ–, ενώ το γεγονός ότι το εν λόγω ζήτημα ανακινήθηκε από εξωτερικό παράγοντα συνοδεύει τη δημοσιοποίησή του και από μεγαλύτερο βαθμό αξιοπιστίας, δεδομένης και της εν γένει δυσπιστίας έναντι των εγχώριων θεσμών.
Ωστόσο, στην απόδοση της ευθύνης η κυβέρνηση –αναμενόμενα– επενδύει σε μια επέκταση της ευθύνης και σε άλλα κόμματα και σε άλλες περιόδους, κυρίως για να πλαισιώσει το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ως ένα επεισόδιο από τα πολλά στη διαχρονία των πολιτικών σκανδάλων στην Ελλάδα.
Πρόκειται για μια τακτική που το κυβερνών κόμμα ακολουθεί συστηματικά και η οποία πιθανότατα μετριάζει την αρνητική επίδραση της διαφθοράς, κυρίως γιατί τροφοδοτεί την άποψη ότι η τελευταία είναι εγγενές στοιχείο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει καμία κυβέρνηση.
Εδώ μπαίνει και το στοιχείο της έλλειψης εναλλακτικής, η οποία θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτή την τακτική, καθώς το μεν ΠΑΣΟΚ, που επικαλείται την ηθική ως βασικό του πρόταγμα ενάντια στην κυβέρνηση, συνοδεύεται ιστορικά από αναπόδραστες συνδηλώσεις, ενώ από τα κόμματα της αντιπολίτευσης φαίνεται πως επωφελείται προς το παρόν κυρίως η Πλεύση Ελευθερίας, η οποία, σε δημοσκοπικό επίπεδο, υπερπολλαπλασιάζει τα ποσοστά της.
Το ζήτημα της εναλλακτικής στη συγκυρία εκ των πραγμάτων ανάγεται σε δύο επίπεδα: πρώτον, στο επίπεδο της αξιοπιστίας, εάν ο φορέας που φιλοδοξεί να εμφανιστεί ως κύρια εναλλακτική προς τη Νέα Δημοκρατία λογίζεται πράγματι ως περισσότερο αξιόπιστος από αυτήν (η αντιπολίτευση προς το παρόν δεν φέρει υψηλότερους βαθμούς εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση)· δεύτερον, στο επίπεδο της προγραμματικής πρότασης, όπου κρίνεται εάν αυτή περιέχει προτάσεις οι οποίες και αξιακά, με πολιτικοϊδεολογικούς όρους, θα διαφοροποιούνται από τις πολιτικές της κυβέρνησης και δεν θα είναι απλώς εκδοχές μιας πιο έντιμης διαχείρισης σε μια κοινή τεχνοκρατική βάση.
Άρα, αναφερόμαστε σε μια πραγματική εναλλακτική, η οποία θα νοηματοδοτεί ουσιαστικά την ευθυγράμμιση ή και την επανευθυγράμμιση ομάδων ψηφοφόρων με κάποιο κόμμα.
Τέλος, είναι σαφές ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι στη βάση των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος που επωφελούνται από αυτού του είδους τις πρακτικές.
Ωστόσο, κατά την άποψή μας, καθοριστικό για τη βάση της Νέας Δημοκρατίας είναι το αφήγημα της «πολιτικής σταθερότητας» που επανέλαβε και από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί σαν συγκολλητική ύλη του πυρήνα της βάσης των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και το οποίο πιθανότατα υπερκεράζει και τις επιδράσεις των ζητημάτων πολιτικής διαφθοράς. Εξού και οι διαρκείς υπομνήσεις για το 2015, για τον κίνδυνο επανάκαμψης του Αλέξη Τσίπρα κ.ο.κ.
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, ως κομματική στρατηγική αλλά και ως συνασπισμός δυνάμεων, παρότι βαίνει συρρικνούμενο εξακολουθεί να αποτελεί μια γραμμή άμυνας για την κυβέρνηση, ιδίως σε ό,τι αφορά τη συγκράτηση της περαιτέρω αποευθυγράμμισης ψηφοφόρων. Όσο, δε, διαιωνίζεται ο κατακερματισμός στο χώρο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, τόσο θα συντηρείται το εν λόγω αφήγημα ως μέσο συσπείρωσης ψηφοφόρων για το κυβερνών κόμμα.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι αυτονόητη η μετάφραση της θεματικής της διαφθοράς σε κινούν αίτιο για τη ριζική αλλαγή πολιτικών συμπεριφορών. Αντίθετα, τέτοιου είδους μεταβολές προϋποθέτουν τη συνύπαρξη πολλαπλών παραγόντων – για παράδειγμα, οικονομική επιδείνωση, σε συνδυασμό με την παρουσία μιας ισχυρής αντιπολιτευτικής εναλλακτικής. Ιδίως σε κράτη με εμφανείς αδυναμίες στην αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς και μακροχρόνια κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης, είναι πιθανόν η εν λόγω θεματική να υποβιβάζεται σε εκδήλωση μιας κακώς εννοούμενης «κανονικότητας» στη διαχείριση της εξουσίας από τις πολιτικές δυνάμεις.
Γνωρίζουμε από την κανονιστική και εμπειρική θεωρία της δημοκρατίας ότι η απουσία πολιτικών ή θεσμικών αντίβαρων «απελευθερώνει» τις κυβερνήσεις σε σχέση με την αυθαίρετη άσκηση εξουσίας, την εργαλειοποίηση θεσμικών διαδικασιών για τη συγκάλυψη ευθυνών και την υιοθέτηση πρακτικών πολιτικής διαφθοράς, λόγω του περιορισμένου κόστους που αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού.
Συνεπώς, επανέρχεται διαρκώς το ερώτημα της ανάδειξης ή της διαμόρφωσης μιας πειστικής και αξιόπιστης πολιτικής εναλλακτικής, η οποία θα μπορούσε δυνητικά να ανατρέψει το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας.
* Επίκουρος καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ και συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ