© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Πέντε χαρακτήρες συμπληρώνουν τον δραματουργικό πυρήνα της νέας ταινίας του Οζόν, με πρώτη και σημαντικότερη την ηλικιωμένη Μισέλ, που απολαμβάνει μια ήσυχη ζωή στην επαρχιακή Γαλλία, μαζί με την καλύτερη της φίλη, την Μαρί-Κλοντ, που μετρά καρτερικά τις μέρες μέχρι την αποφυλάκιση του γιου της, Βενσάν.
Στις αργίες, η Μισέλ δέχεται με χαρά την κόρη της, Βαλερί, και τον εγγονό της, Λούκας, μόνο που η σχέση μάνας και κόρης είναι μάλλον προβληματική καθώς το σκοτεινό παρελθόν της πρώτης άφησε πολλά ανεπούλωτα τραύματα. Ξαφνικά, το κακό συμβαίνει: Η Μισέλ, χωρίς να το θέλει, δηλητηριάζει την κόρη της με μανιτάρια. Η τελευταία θα επιβιώσει, όμως αυτό θα αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για μια σειρά από ανατροπές και αποκαλύψεις, σε ένα δράμα μυστηρίου που χρωστά πολλά στον Ζορζ Σιμενόν. Υπάρχει κάτι το ευγενές και ταυτόχρονα βιτριολικό στον τρόπο με τον οποίο ο Οζόν υφαίνει τον δραματουργικό ιστό του (ο ίδιος υπογράφει το εκπληκτικό σενάριο), όπου κάθε σκηνή, κάθε δράση, κάθε ατάκα, προσφέρει το δικό της λιθαράκι στον σαρκαστικά υπαρξιστικό μύθο του σκηνοθέτη, που εδώ ολοκληρώνει μια από τις καλύτερες ταινίες που έκανε ποτέ, ένα απόσταγμα φιλμικής ωριμότητας, αλλά και ένα εντελώς απολαυστικό δράμα μυστηρίου που χορεύει επιδέξια γύρω από τις αμοραλιστικές σημάνσεις του. Ίσως η καλύτερη «φρέσκια» ταινία του καλοκαιριού.
Στο «Sorry, baby», η Εύα Βίκτορ γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ως Άγκνες, μια γυναίκα που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές ενός τραυματικού γεγονότος από το παρελθόν της, προκειμένου να ξαναβρεί τη ζωή της. Τι ακριβώς της συνέβη το μαθαίνουμε στην τελευταία πράξη αυτής της (χωρισμένης σε κεφάλαια) δραματικής κωμωδίας που αναζητά μια χρυσή τομή και αναδεικνύει ένα μεγάλο ταλέντο: Η Βίκτορ χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα την κινηματογραφική αφήγηση, και ο κατακερματισμός των γεγονότων σπάνια μοιάζει βεβιασμένος και άκομψος. Αντιθέτως, θα βρείτε εδώ τεχνάσματα σκηνοθετικά που μαρτυρούν μια μεγάλη μαστόρισσα της φόρμας – έστω κι αν το χιούμορ δεν αγγίζει πάντα τις σωστές συχνότητες, έστω κι αν πίσω από όλα αυτά μοιάζει να κρύβεται ένας ηθικοπλαστικός διδακτισμός.
Το Χόλιγουντ αντιπροσωπεύεται από το νέο φιλμ της σειράς «Ξέρω τι έκανες πέρσι το καλοκαίρι», εντελώς άχαρο και κακογραμμένο slasher, σίκουελ του εμπορικού σουξέ του 1997, που όμως ξεχωρίζει αναφορικά με την καταγραφή των νέων σεξουαλικών ηθών της γενιάς «Ζ». Για παράδειγμα, εκεί που συνήθως τα «αμαρτωλά» κορίτσια πεθαίνουν πρώτα, εδώ, μια γυναίκα ζητά από τον ερωτικό παρτενέρ της να την «ζορίσει» λίγο, εκείνος τα χάνει, την εγκαταλείπει προσπαθώντας να ξεπεράσει το «σοκ», και εντέλει τον καρυδώνουν. Παρ’όλα αυτά περνάς καλύτερα απ’ ότι με το φρικτό «Την έλεγαν Μαρία», μια μυθοπλαστική «εξερεύνηση» του πλατό του Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι που εκπορνεύει όλα αυτά που διατείνεται πως σέβεται για μια θεσούλα σε διεθνή Φεστιβάλ και λίγα εισιτήρια παραπάνω – με Ματ Ντίλον ως Μάρλον Μπράντο, φάλτσο σε όλα του.
Όσον αφορά τις επανεκδόσεις, ο συγκλονιστικός – και αγέραστος – «Επαναστάτης χωρίς αιτία» θα μας θυμίσει γιατί θα μιλάμε στον αιώνα τον άπαντα για τον Τζέιμς Ντιν, η «Μαλένα» του Τζιουζέπε Τορνατόρε ξαναφέρνει στις οθόνες τη Μόνικα Μπελούτσι (ευχαριστούμε), αλλά το μεγάλο κλου είναι η επανέκδοση του «The commitments» του 1991, όπου μια ομάδα ταλαντούχων νέων από υποβαθμισμένες γειτονιές του Δουβλίνου, με εμπνευστή του εγχειρήματος τον άνεργο Τζίμι, μοιράζονται το πάθος τους για τη σόουλ μουσική, σε μια χώρα που κανείς δεν την τραγουδά. Άκρως δροσερό και ανοιχτόκαρδο, σκηνοθετημένο με πολλή αγάπη από τον ξεχασμένο σήμερα Άλαν Πάρκερ.