Η παγκόσμια τεχνολογική επιτάχυνση, με αιχμή την τεχνητή νοημοσύνη και την ψηφιακή οικονομία, έχει πυροδοτήσει έναν νέο «πυρετό» για την κατασκευή κέντρων δεδομένων. Παράλληλα, η ανάγκη για αξιόπιστη, χαμηλών εκπομπών ενέργεια έχει στρέψει το βλέμμα κυβερνήσεων και βιομηχανιών στους Μικρούς Αρθρωτούς Αντιδραστήρες (SMR) ως λύση για την τροφοδοσία αυτών των ενεργοβόρων υποδομών.
Η συνδυασμένη ανάπτυξη SMR και data centers απαιτεί ένταξη σε ένα πλαίσιο ολοκληρωμένης υδρολογικής και ενεργειακής στρατηγικής. Η επιλογή τοποθεσίας, η ψύξη και η διαχείριση των υδάτινων πόρων πρέπει να αξιολογούνται με διαφάνεια και στρατηγική πρόβλεψη, ιδιαίτερα σε περιοχές με περιορισμένο νερό και αυξανομένη ζήτηση.
Η ψύξη παραμένει κρίσιμος παράγοντας : τόσο οι αντιδραστήρες όσο και τα data centers απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού για την αποτροπή υπερθέρμανσης, καθιστώντας συχνά απαραίτητη τη χωροθέτηση κοντά σε ποτάμια, λίμνες ή παράκτιες περιοχές. Αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ασκούμενη πίεση στους υδάτινους πόρους, ειδικά σε περιοχές με περιορισμένη υδροφορία όπως η νότια Ευρώπη, η Μέση Ανατολή η Καλιφόρνια και η Νεβάδα. Ένα κέντρο δεδομένων 20 MW μπορεί να χρησιμοποιεί μεταξύ 10.000 και 15.00 κυβικά μέτρα νερού την ημέρα, ανάλογα με την τεχνολογία ψύξης (υδρόψυξη/αερόψυξη). Δεδομένου ότι η δημόσια παροχή έχει προτεραιότητα, τι συμβαίνει όταν τα κέντρα δεδομένων απειλούνται από ξηρασία;
Η στρατιωτική διάσταση είναι επίσης καθοριστική. Η ταυτόχρονη λειτουργία SMR και κέντρων δεδομένων εντός στρατιωτικών εγκαταστάσεων δημιουργεί συσσωρευμένη ζήτηση για νερό, εντείνοντας την πίεση σε τοπικούς πόρους. Οι εγκαταστάσεις αυτές φιλοξενούν υπερυπολογιστές, κέντρα δεδομένων και AI κόμβους για κυβερνοασφάλεια, προσομοιώσεις και στρατηγική ανάλυση. Με στόχο την ενεργειακή αυτονομία σε συνθήκες κρίσης το πρόγραμμα Janus του Πενταγώνου, πρώην Project Pele, προβλέπει την εγκατάσταση φορητών πυρηνικών αντιδραστήρων σε στρατιωτικές βάσεις εντός των ΗΠΑ και στο εξωτερικό.
Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα οξύ σε όλη τη νότια Ευρώπη, όπου σε πολλές περιπτώσεις η ζήτηση για νερό υπερβαίνει την διαθέσιμη προσφορά. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος δηλώνει ότι οι υδάτινοι πόροι της νότιας Ευρώπης βρίσκονται επί του παρόντος υπό σοβαρή πίεση, με την έλλειψη νερού να επηρεάζει το ένα τρίτο του πληθυσμού. Η μέση έκθεση των κέντρων δεδομένων σε έλλειψη νερού προβλέπεται να είναι υψηλή μέσα στη δεκαετία του 2020, Χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, είναι μεταξύ των τοποθεσιών που προβλέπεται να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη έλλειψη νερού και βλέπουν προς την αφαλάτωση. Οι Ευρωπαίοι νομοθέτες έχουν προειδοποιήσει για τον αυξανόμενο κίνδυνο κρίσης νερού στην περιοχή, λέγοντας ότι υπάρχει πιεστική ανάγκη να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως η σπανιότητα, η επισιτιστική ασφάλεια και η ρύπανση σε μια εποχή που η Ευρώπη είναι η ήπειρος στον πλανήτη που θερμαίνεται ταχύτερα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην προσπάθεια να γίνει ένας κόμβος τεχνητής νοημοσύνης, έχει σχέδια για την επέκταση των κέντρων δεδομένων, ανακοινώνοντας τον Απρίλιο ότι σκοπεύει τουλάχιστον να τριπλασιάσει την χωρητικότητά της τα επόμενα πέντε έως επτά χρόνια. Με αυτή την λογική ο υπερπολογιστής Jupiter, με δυνατότητα εκτέλεσης πάνω από ένα πεντακισεκατομμύριο πράξεις το δευτερόλεπτο εγκαινιάστηκε επίσημα τον Σεπτέμβριο του 2025 και σηματοδοτεί την είσοδο της Γερμανίας στον αγώνα της τεχνολογικής κυριαρχίας και την υποστήριξη κρίσιμων τομέων όπως η τεχνητή νοημοσύνη, κλιματικά μοντέλα, βιοϊατρική, κβαντομηχανική, και ανοιχτή πρόσβαση μέσω του EuroHPC.
Τα κέντρα δεδομένων τείνουν να κατασκευάζονται σε άνυδρα ή ημι-άνυδρα κλίματα, επειδή αυτό είναι το προτιμώμενο περιβάλλον για τους διακομιστές. Ωστόσο, αυτές οι περιοχές τείνουν να υπόκεινται σε λειψυδρία ή ξηρασία ενώ τα κέντρα δεδομένων συνήθως απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού για να αποτραπεί η υπερθέρμανση τους και το ήμισυ του υδάτινου αποτυπώματος των κέντρων δεδομένων βρίσκεται εκτός των εγκαταστάσεων.
Μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες όπως η Amazon, η Microsoft και η Meta έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια σε νέες εγκαταστάσεις κέντρων δεδομένων. Στην Αραγονία της βορειοανατολικής Ισπανίας, μια περιοχή με σοβαρή έλλειψη νερού, η Amazon σχεδιάζει να ανοίξει τρία data centers, υποστηρίζοντας ότι θα δημιουργηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, το σχέδιο έχει προκαλέσει αντιδράσεις από αγρότες και περιβαλλοντικές οργανώσεις, λόγω της πίεσης στους υδάτινους πόρους.
Παρά τις υποσχέσεις για απασχόληση, οι θέσεις εργασίας σε κέντρα δεδομένων είναι κατά κανόνα τεχνικές και υψηλής εξειδίκευσης, με περιορισμένο αριθμό: ένα κέντρο δεδομένων ισχύος 20 MW απασχολεί περίπου 30–50 άτομα μόνιμα, συν επιπλέον προσωπικό κατά την κατασκευή. Οι μισθοί είναι υψηλότεροι από τον μέσο όρο, αλλά αφορούν κυρίως ειδικότητες όπως διαχειριστές συστημάτων και μηχανικούς υποδομών.
Παρότι η Ιρλανδία έχει ωφεληθεί οικονομικά από την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων, τόσο εκεί όσο και στην Ολλανδία έχουν επιβληθεί περιορισμοί σε νέα έργα λόγω ανησυχιών για την ενεργειακή επάρκεια και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Στην Ολλανδία, η Meta ανέστειλε το 2022 σχέδιο για μεγάλο κέντρο δεδομένων στο Zeewolde, μετά από αντιδράσεις για την υψηλή κατανάλωση ενέργειας και νερού. Αντίστοιχα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η περιοχή Culham επιλεγμένη ως «ζώνη ανάπτυξης» για την τεχνητή νοημοσύνη, προκαλεί αντιδράσεις λόγω εγγύτητας σε μεγάλη δεξαμενή νερού. Η Ιρλανδία, αν και παραμένει κόμβος για την AI, δέχεται πλέον πίεση από περιβαλλοντικές οργανώσεις, ειδικά στην περιοχή του Δουβλίνου. Πολλά κέντρα δεδομένων εκεί χρησιμοποιούν αερόψυξη, περιορίζοντας τη χρήση νερού.
Στο πεδίο της καινοτομίας, η Microsoft δοκιμάζει σχέδια για κέντρα δεδομένων με μηδενική κατανάλωση νερού για ψύξη, ενώ η Start Campus στην Πορτογαλία δηλώνει ότι επιτυγχάνει μηδενικό « αποτέλεσμα χρήσης νερού » (WUE) ανακυκλώνοντας θαλασσινό νερό στις εγκαταστάσεις της στο Sines. Ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Κέντρων Δεδομένων (EUDCA) υποστηρίζει ότι η χρήση μη πόσιμου νερού σε συνδυασμό με διαχείριση αποβλήτων μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ψύξης αυτών των βιομηχανικών διεργασιών, μειώνοντας τις χημικές ουσίες και διατηρώντας το πόσιμο νερό για τον βασικό του σκοπό.
H Ελλάδα εξελίσσεται σε ψηφιακό κόμβο για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με σημαντικές επενδύσεις σε κέντρα δεδομένων από διεθνείς και ελληνικές εταιρείες. Ωστόσο, εγείρονται ερωτήματα για την ενεργειακή και υδατική βιωσιμότητα, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυξανόμενη ζήτηση και περιορισμένους φυσικούς πόρους. Η Microsoft υλοποιεί σχέδιο ύψους 1 δισ. ευρώ για τρία κέντρα δεδομένων σε Σπάτα και Παιανία, ενώ η Google ανακοίνωσε την πρόθεσή να αναπτύξει αντίστοιχες εγκαταστάσεις, πιθανώς στο Μαρκόπουλο. Η Digital Realty, λειτουργεί ήδη πιστοποιημένα data centers στην Αθήνα με διεθνή διασυνδεσιμότητα. Παράλληλα, η Lancom διατηρεί ιδιόκτητα κέντρα δεδομένων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ η Telecom Italia έχει παρουσία σε Κορυδαλλό και Μεταμόρφωση.
* Ο Γιάννης Μπασιάς διετέλεσε Προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων ΑΕ (EΔEY) από το 2016 μέχρι το 2020. Διαθέτει 33 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στη γεωλογία και τη γεωφυσική, την οργάνωση τεχνικών έργων και εταιρική διαχείριση για την αξιολόγηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και τη δημιουργία χαρτοφυλακίου πετρελαϊκών πόρων. Έχει διατελέσει για 20 χρόνια Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex ιδρύοντας θυγατρικές παροχής υπηρεσιών στη Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Τυνησία και Δημοκρατία του Κονγκό.