H επιτάχυνση στον ρυθμό εκτέλεσης των ήδη δρομολογημένων αναπτυξιακών έργων, το ξεκαθάρισμα του τοπίου όσον αφορά τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ), τα επιπλέον 500 εκατ. ευρώ που προστίθενται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) μετά την κατάθεση του συμπληρωματικού προϋπολογισμού, καθώς και οι επικείμενες αυξημένες εκταμιεύσεις ύψους 1,3 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, εκτιμάται από πηγές του ΥΠΕΘΟΟ ότι θα αποτελέσουν τις παραμέτρους που θα οδηγήσουν στην αύξηση των επενδύσεων μέχρι το τέλος του χρόνου.
Όπως ανέφεραν πηγές του υπουργείου στη «Ν», με αφορμή τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ που καταγράφουν μείωση των επενδύσεων στο πρώτο τρίμηνο, «η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να τρέχει με ρυθμούς υψηλότερους του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Τα σημερινά προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του 2025 ήταν εντός των στόχων μας, καθώς ανήλθε σε 2,2%. Ποσοστό που για άλλη μια φορά επιβεβαιώνει την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας. Παρά την αβεβαιότητα του διεθνούς περιβάλλοντος, η Ελλάδα καταφέρνει να οδηγεί την ανάπτυξη στην Ευρώπη. Όσον αφορά τον αρνητικό ρυθμό μεταβολής των επενδύσεων στο πρώτο τρίμηνο, αυτό ενδεχομένως σχετίζεται με την προσωρινή πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας, που με τη σειρά της σχετίζεται με τον ΝΟΚ, η οποία όμως αναμένεται να επανέλθει».
Όπως προκύπτει από ρεπορτάζ της «Ν», ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων αναμένεται να ανακάμψει σημαντικά τα επόμενα τρίμηνα, λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό ύψος του ΠΔΕ και του Ταμείου Ανάκαμψης για το 2025. Ειδικότερα, στο σκέλος των επιχορηγήσεων αναμένεται να εκταμιευτούν φέτος 1,3 δισ. ευρώ περισσότερα κεφάλαια από πέρυσι.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Η ελληνική οικονομία κατέγραψε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% σε ετήσια βάση το φετινό διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου, σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Η αύξηση, όμως, στηρίχτηκε για ακόμη μια φορά στην κατανάλωση. Το -3,2% στις επενδύσεις σε ετήσια βάση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον στόχο που έχει τεθεί και θέλει τις επενδύσεις να «τρέχουν» φέτος με ρυθμό άνω του 8%, ώστε να διευρυνθεί και το μερίδιο συμμετοχής του «ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου» στο ΑΕΠ και να μειωθεί και το λεγόμενο «επενδυτικό κενό», το οποίο εξακολουθεί να κινείται στα επίπεδα του 5,8% συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τα τριμηνιαία στοιχεία δεν προσφέρονται για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, ειδικά για μια οικονομία όπως η ελληνική η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες «εποχικότητες». Και δεν μιλάμε μόνο για τον τουρισμό, ο οποίος εξακολουθεί να έχει μικρό «αποτύπωμα» στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου. Μιλάμε και για τις επενδύσεις, οι οποίες αυτή την περίοδο είναι άμεσα… εξαρτημένες από τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και την πορεία απορρόφησης του ΕΣΠΑ. Ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η πορεία των επενδύσεων τους επόμενους μήνες, καθίσταται πλέον σαφές ότι η εξέλιξη του συγκεκριμένου μεγέθους θα είναι το «κλειδί» για τη συνολική πορεία της οικονομίας το επόμενο διάστημα.
Στην ετήσια έκθεση προόδου που κατέθεσε η Ελλάδα στις Βρυξέλλες προβλέπεται ότι για φέτος ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων πρέπει να φτάσει στο 8,4%, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει μεγάλη διψήφια αύξηση στα επόμενα τρίμηνα. Η δυναμική της κατανάλωσης αρχίζει να δοκιμάζεται έντονα λόγω και της ακρίβειας, ο τουρισμός θα επιχειρήσει να κρατήσει τα «ιστορικά υψηλά» και το τελικό ποσοστό ανάπτυξης της φετινής χρονιάς θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας.
Τα συν και τα πλην
Η τελική καταναλωτική δαπάνη διατήρησε τον ρόλο της ως βασικού πυλώνα της ανάπτυξης, σημειώνοντας αύξηση 1,6% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την επίδραση της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, τη διατήρηση των συνθηκών σταθερότητας στην αγορά εργασίας, αλλά και τις δημοσιονομικές πολιτικές που συνεχίζουν να στηρίζουν την κατανάλωση.
Αντίθετα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, ένας από τους πιο κρίσιμους δείκτες για τη μεσομακροπρόθεσμη δυναμική της οικονομίας, κατέγραψαν πτώση της τάξεως του 3,2%, στέλνοντας ανησυχητικά μηνύματα για τις προσδοκίες του επιχειρηματικού κόσμου. Πρόκειται για την πρώτη αρνητική ετήσια μεταβολή έπειτα από μια μακρά περίοδο συνεχών αυξήσεων. Παράγοντες όπως η καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και η αβεβαιότητα που προκαλεί σε ολόκληρο τον κόσμο η αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ όσον αφορά τους δασμούς, φαίνεται ότι έχουν συμβάλει σε αυτήν την επιβράδυνση. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε αύξηση στα αποθέματα, με αποτέλεσμα να «καλυφθεί» σε έναν βαθμό η επίπτωση από τη μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.
Τι δείχνουν οι μεταβολές σε επίπεδο τριμήνου
Σε τριμηνιαία βάση, δηλαδή σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2024, η εικόνα κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς είναι ακόμη πιο ανησυχητική στο σκέλος των επενδύσεων: οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 6,1%, επισημαίνοντας την ανάγκη για άμεση κινητοποίηση και αξιοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων. Αντιθέτως, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,2% στο ίδιο διάστημα, επιβεβαιώνοντας πως παραμένει ο βασικός μοχλός στήριξης της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν μείωση 0,9%, με τις εξαγωγές αγαθών να συρρικνώνονται κατά 0,8% και τις εξαγωγές υπηρεσιών να μειώνονται κατά 2%. Από την άλλη, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν αύξηση 0,7% συγκριτικά με το τέταρτο τρίμηνο της περσινής χρονιάς. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν οριακά κατά 0,03%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2%.
Υψηλότερα του μέσου όρου σε Ε.Ε. και Ευρωζώνη
Η Ελλάδα κατέγραψε ετήσια αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε ετήσια βάση, δηλαδή σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, ποσοστό που υπερβαίνει τόσο τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης (+1,5%) όσο και αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης (+1,6%). Παρότι η επίδοση αυτή δεν είναι εντυπωσιακή σε απόλυτους όρους, κατατάσσει τη χώρα μας στην 11η θέση ανάμεσα σε 33 ευρωπαϊκές και διεθνείς οικονομίες που περιλαμβάνονται στη σύγκριση. Η εικόνα αυτή αποτυπώνει μια θετική δυναμική για την ελληνική οικονομία, ιδίως σε σύγκριση με μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η Γερμανία (0,0%) και η Γαλλία (+0,6%), οι οποίες κινήθηκαν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα.