Skip to main content

Zύμωσε μια αυτοκρατορία. Αγόρασε την αιωνιότητα. Και δίχασε με μια διαθήκη

Επενδύει. Όχι μόνο στη μπίρα. Στους σιδηροδρόμους, στα σπίτια των εργατών, στα πλοία - Και αλλάζει μια χώρα

Στην ομίχλη του Δουβλίνου, οι καμινάδες του St. James’s Gate δεν σταματούν να καπνίζουν. Η πόλη, ακόμη πληγωμένη από τον Μεγάλο Λιμό, ζει μέσα στη φτώχεια και την απελπισία.

Κι όμως, ένας άνθρωπος γίνεται ο αθέατος ευεργέτης και ο αληθινός κυβερνήτης της: ο Benjamin Lee Guinness. Από τα υπόγεια του ζυθοποιείου ως τα έδρανα της Βουλής των Κοινοτήτων, ο άνθρωπος που έκανε τη μαύρη μπίρα σύμβολο ευημερίας θα φτάσει να αποκαταστήσει έναν καθεδρικό ναό με δικά του χρήματα, να τιμηθεί από τη βασίλισσα – και να πεθάνει μόνος, αφήνοντας πίσω του μια διαθήκη που θα αλλάξει τα πάντα.

Ο γιος του ζυθοποιού

Δουβλίνο, 1 Νοεμβρίου 1798. Ο Benjamin Lee γεννιέται μέσα σε μια εποχή αναταραχής. Είναι ο τρίτος γιος του Arthur Guinness του νεότερου, εγγονού του ανθρώπου που το 1759 αγόρασε ένα μικρό ζυθοποιείο στις πύλες του Αγίου Ιακώβου.

Ο Benjamin δεν πηγαίνει ποτέ στο πανεπιστήμιο. Μπαίνει νωρίς στο εργοστάσιο, μυρίζει το κριθάρι και τη μαγιά, μαθαίνει τους ρυθμούς του βρασίματος, τις τεχνικές του εμπορίου και το αδυσώπητο χρονοδιάγραμμα των παραδόσεων.

Στα 19 του δουλεύει δίπλα στον πατέρα του. Μέχρι τα σαράντα, έχει ήδη καταλάβει τα ηνία της εταιρείας. Και τότε ξεκινά η μεγάλη του επέκταση. Επενδύει στις νέες σιδηροδρομικές γραμμές, ανοίγει δρόμους προς τη Βρετανία, οργανώνει την εξαγωγή του stout — εκείνου του πυκνού, σχεδόν μαύρου ποτού που θα γίνει σήμα κατατεθέν της Ιρλανδίας.

Το 1855, ο Benjamin Lee Guinness είναι πια ο πλουσιότερος άνθρωπος στη χώρα. Το προϊόν του έχει γίνει συνώνυμο της ίδιας της πόλης.

Το Δουβλίνο μετά τον Λιμό

Wikimedia Commons

Η Ιρλανδία βγαίνει από τη δεκαετία του 1840 σημαδεμένη. Ο λιμός έχει σκοτώσει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και άλλοι τόσοι έχουν μεταναστεύσει. Οι δρόμοι του Δουβλίνου είναι γεμάτοι ζητιάνους· τα χωριά της ενδοχώρας ερείπια.

Κι όμως, ο Guinness επενδύει. Στους σιδηροδρόμους, στα σπίτια των εργατών, στα πλοία. Η επιχείρησή του δεν επιβιώνει απλώς. Απογειώνεται. Μέσα σε δέκα χρόνια τριπλασιάζει τις πωλήσεις — 206.000 βαρέλια το 1865, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά εξάγονται στη Βρετανία.

Ο ίδιος, βαθιά προτεστάντης και συγκρατημένος, πιστεύει ότι ο πλούτος συνοδεύεται από ευθύνη. Και την αναλαμβάνει με τρόπο θεαματικό.

Ο άνθρωπος που ξανάστησε έναν καθεδρικό

Το 1860, ο καθεδρικός του Αγίου Πατρικίου στο Δουβλίνο βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης.

Τα θεμέλια έχουν υποχωρήσει, οι τοίχοι έχουν σκιστεί, η στέγη μπάζει νερά. Ο Benjamin αποφασίζει να τον αναστηλώσει.

Δεν ζητά έγκριση, δεν απευθύνεται στο κράτος. Αναλαμβάνει ο ίδιος το έργο — χωρίς αρχιτέκτονα, χωρίς δημόσιο χρήμα, μόνο με την προσωπική του περιουσία. Μέχρι το 1865 έχει δαπανήσει πάνω από 150.000 λίρες: ένα ασύλληπτο ποσό για την εποχή, σχεδόν ό,τι θα κόστιζε να χτιστεί ένα παλάτι.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1865, ο καθεδρικός ξανανοίγει. Οι καμπάνες ηχούν, οι πολίτες γεμίζουν τον ναό. Η πόλη συγκινείται – ο άνθρωπος που πλούτισε από τη μπίρα χαρίζει πίσω στην Ιρλανδία το πνευματικό της κέντρο.

Εκεί, δίπλα στον καθεδρικό, θα χρηματοδοτήσει και την ανακαίνιση της παλαιότερης βιβλιοθήκης της χώρας, της Marsh’s Library.

Ο πολιτικός και ο ευπατρίδης

Το 1851 εκλέγεται πρώτος λόρδος δήμαρχος του Δουβλίνου υπό τη νέα μεταρρυθμισμένη δημοτική αρχή. Τιμάται από το Trinity College με τον τίτλο του διδάκτορα, κι αργότερα από τη βασίλισσα Βικτωρία με το αξίωμα του βαρόνου.

Το 1865 εκλέγεται βουλευτής στο βρετανικό κοινοβούλιο, εκπροσωπώντας το Δουβλίνο. Στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο Guinness δεν φωνάζει — παρακολουθεί, ακούει, και μιλά σπάνια. Όταν το κάνει, οι άλλοι σωπαίνουν. Είναι ήδη θρύλος.

Στο σπίτι του, στο Park Lane του Λονδίνου, οι πίνακες των Ολλανδών δασκάλων κρέμονται πλάι στις προσωπογραφίες των προγόνων του. Τα βράδια, γράφει γράμματα στα παιδιά του — Arthur, Lee, Edward και Annie — και τους θυμίζει πως «ο πλούτος είναι βάρος, όχι προνόμιο».

Ο πλούτος και η φθορά

Την άνοιξη του 1868, η υγεία του καταρρέει. «Ο Διάβολος δεν μπορεί να τον κάνει να δει γιατρό», γράφει ο μικρότερος γιος του, Edward Cecil, στον αδελφό του.

Ο Benjamin υποφέρει από βρογχίτιδα και εξάντληση, αλλά επιμένει να μείνει στο Λονδίνο για να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση του εκλογικού δικαιώματος.

Δύο μέρες μετά, το χέρι του τρέμει τόσο που δεν μπορεί να υπογράψει· ο γιος του το κάνει για εκείνον. Την επόμενη εβδομάδα, στις 19 Μαΐου 1868, πεθαίνει. Οι καμπάνες του Αγίου Πατρικίου ηχούν ξανά — αυτή τη φορά πένθιμα.

Η διαθήκη του ανοίγει λίγες ημέρες αργότερα.

Η διαθήκη που όρισε μια αυτοκρατορία

Η περιουσία του ανέρχεται σε 1.100.000 λίρες – η μεγαλύτερη που είχε ποτέ έως τότε κατατεθεί στο ιρλανδικό δικαστήριο.

Αλλά το περιεχόμενο της διαθήκης δεν είναι αυτό που όλοι περιμένουν. Ο Benjamin Lee Guinness δεν μοιράζει τον πλούτο του ισότιμα. Αντίθετα, τον διανέμει με τρόπο που θυμίζει στρατηγική εταιρικής διακυβέρνησης:

  • το ζυθοποιείο πηγαίνει στους δύο γιους που το γνωρίζουν — τον Arthur και τον Edward Cecil — υπό έναν αυστηρό όρο: αν κάποιος από τους δύο χρεοκοπήσει ή θελήσει να αποχωρήσει, το μερίδιό του περνά στον άλλον.Η περιουσία δεν πρέπει ποτέ να διασπαστεί. Ο ίδιος την αντιμετωπίζει όπως τα παιδιά του – αλλά την προστατεύει περισσότερο.
  • Ο δεύτερος γιος, Lee, λαμβάνει μια μικρότερη μερίδα περιουσίας και την αυστηρή εντολή να μην τη σπαταλήσει «παρά μόνο για προαγωγή ή για την αγορά γης».
  • Στην κόρη του, Annie, αφήνει μια προίκα χωρίς περιορισμούς.

Η διαθήκη αυτή θα διχάσει βαθιά και την ίδια την οικογένεια.

Το τέλος και η παρακαταθήκη

Ο Benjamin Lee Guinness θάβεται στο κοιμητήριο Mount Jerome. Πάνω από τον τάφο του χαράσσουν τη φράση “He restored the House of God”.

Στο Δουβλίνο, οι εργάτες συνεχίζουν να γεμίζουν βαρέλια στο St. James’s Gate· το stout ταξιδεύει στα πλοία για το Λονδίνο και τη Βοστώνη. Η επιχείρηση που έχτισε, με την ίδια αυστηρότητα που ανόρθωσε τον καθεδρικό, περνά στα χέρια των γιων του — και από εκεί στα εγγόνια του, που θα την κάνουν τη μεγαλύτερη ζυθοποιία του κόσμου.

Η διαθήκη του Benjamin Guinness δεν άλλαξε απλώς την πορεία μιας οικογένειας. Καθόρισε την έννοια της ιρλανδικής βιομηχανικής δυναστείας — και απέδειξε πως ο ζυθοποιός που πίστευε στο Θεό, στη δουλειά και στη φιλανθρωπία, μπορούσε να χτίσει αυτοκρατορία όχι μόνο από βύνη, αλλά κι από θέληση.