Skip to main content

Η κριτική ταινίας που βύθισε μια μετοχή

Ο δημοσιογράφος Γουίλιαμ Φλάναγκαν, ρεπόρτερ επιχειρήσεων, καταφέρνει να τρυπώσει κρυφά σε μια ιδιωτική προβολή της ταινίας - Και αναστατώνει τη Wall Street

Νέα Υόρκη, φθινόπωρο 1977. Στη μεγάλη οθόνη, ένας νεαρός σκηνοθέτης ετοιμάζεται να φέρει τους ανθρώπους σε «στενή επαφή» με το άγνωστο. Και να προκαλέσει – άθελά του – αναταραχή στη Wall Street.

Λίγες ημέρες πριν από την επίσημη πρεμιέρα του Close Encounters of the Third Kind (Στενές επαφές τρίτου τύπου), μια κριτική στο New York Magazine προκαλεί πανικό στη Wall Street – και στέλνει τη μετοχή της Columbia Pictures στο κενό. Το ημερολόγιο γράφει 31 Οκτωβρίου 1977.

Η «απαγορευμένη προβολή»

Ο δημοσιογράφος Γουίλιαμ Φλάναγκαν, ρεπόρτερ επιχειρήσεων, καταφέρνει να τρυπώσει κρυφά σε μια ιδιωτική προβολή της ταινίας στο Ντάλας.

Θέλει να είναι ο πρώτος που θα γράψει για το νέο έργο του Στίβεν Σπίλμπεργκ, του παιδιού-θαύματος που είχε ήδη συνταράξει τον κόσμο με τα Σαγόνια του Καρχαρία.

Η ταινία είναι ακόμη μυστήριο – οι ηθοποιοί έχουν δεσμευτεί να μην αποκαλύψουν τίποτα, τα στούντιο φυλάνε σαν θησαυρό την υπόθεση. Αλλά ο Φλάναγκαν δεν κρατιέται. Στο άρθρο του, με τίτλο An Encounter with “Close Encounters”, γράφει πως το φιλμ «στερείται της γοητείας, της φαντασίας και της λάμψης του Star Wars» και προβλέπει ότι «θα αποτύχει εμπορικά».

Η πτώση της Columbia

Το πρωί που κυκλοφορεί το περιοδικό, οι χρηματιστές παγώνουν. Οι επενδυτές σπεύδουν να πουλήσουν μετοχές της Columbia, του στούντιο πίσω από την ταινία. Η τιμή πέφτει κατά 1,37 δολάρια σε μια μέρα — μια πτώση τεράστια για τα δεδομένα της εποχής.

Την επομένη, οι εντολές πώλησης είναι τόσες πολλές που το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης αναστέλλει τη διαπραγμάτευση της μετοχής ως το μεσημέρι. Όταν ξανανοίγει, η Columbia χάνει άλλα 1,50 δολάρια. Μια κινηματογραφική κριτική έχει μόλις ρίξει στο πάτωμα μια εταιρεία εισηγμένη στη Wall Street.

Ο Σπίλμπεργκ κάτω από πίεση

Την ίδια ώρα, ο 29χρονος Στίβεν Σπίλμπεργκ προετοιμάζεται για την πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη, στις 15 Νοεμβρίου 1977.

Ήδη νιώθει το βάρος των προσδοκιών: μετά τον σεισμό του Jaws, όλοι περιμένουν ένα νέο blockbuster. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η επιτυχία του Star Wars λίγους μήνες νωρίτερα έχει αλλάξει τα στάνταρ του Χόλιγουντ.

Οι φήμες λένε ότι στα γυρίσματα επικρατεί σύγχυση, ότι ούτε οι ίδιοι οι ηθοποιοί καταλαβαίνουν πλήρως την πλοκή. Ο Γάλλος Φρανσουά Τριφό, που συμμετέχει στην ταινία, παραδέχεται: «Δεν κατάλαβα ποτέ τι ακριβώς κάνω. Είχα απλώς την αίσθηση ότι περιμένω».

Από την κατάρρευση στη δικαίωση

Και όμως, λίγες εβδομάδες αργότερα, η ιστορία γυρίζει. Το TIME δημοσιεύει μια θριαμβευτική κριτική του Φρανκ Ριτς: «Η ταινία του Σπίλμπεργκ είναι πιο πλούσια και πιο φιλόδοξη από τα Σαγόνια του Καρχαρία και μιλά στον θεατή σε πολύ βαθύτερο επίπεδο απ’ ό,τι το Star Wars».

Το κοινό γεμίζει τις αίθουσες. Η Columbia αναπνέει ξανά. Η μετοχή ανεβαίνει, η ταινία απογειώνεται — εισπράττει πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως και χαρίζει στον Σπίλμπεργκ τη φήμη του μεγάλου οραματιστή του αμερικανικού κινηματογράφου.

Όταν η φαντασία νικά τη χρηματαγορά

Η ειρωνεία είναι ότι το φιλμ που προκάλεσε βραχυκύκλωμα στη Wall Street είναι ακριβώς αυτό που γιορτάζει την επικοινωνία — το «Hello» ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Όπως γράφει ο Ριτς, «όταν οι γήινοι και οι επισκέπτες ανταλλάσσουν φως και μουσική, είναι σαν να ακούμε ένα παιδί να μιλά για πρώτη φορά».

Η ταινία αυτή αποδεικνύει τελικά πως η τέχνη μπορεί να κλονίσει την αγορά, αλλά και να τη θεραπεύσει· πως ένα όραμα, αν είναι αρκετά φωτεινό, μπορεί να κάνει ακόμη και τη Wall Street να πιστέψει στα… εξωγήινα.