Skip to main content

Ένας άνθρωπος, μια χώρα, μια λέξη: Η ιστορία πίσω από το «μποϊκοτάζ»

Οι εργάτες εγκαταλείπουν τα χωράφια, οι υπηρέτες φεύγουν από το σπίτι, τα καταστήματα αρνούνται να τον εξυπηρετήσουν - Ο άλλοτε ισχυρός γαιοκτήμονας, μένει μόνος

Σεπτέμβριος 1880, Κάουντι Μέιο, δυτική Ιρλανδία. Η χρονιά έχει φέρει κακή σοδειά και οι φτωχοί αγρότες ζητούν ελάφρυνση.

Ο Τσαρλς Μπόικοτ, Άγγλος πρώην στρατιωτικός και διαχειριστής της γης του λόρδου Έρνε, αρνείται να τους μειώσει το νοίκι κατά 25%. Όχι μόνο αυτό, αλλά ξεκινά και εξώσεις σε όσους αδυνατούν να πληρώσουν.

Η οργή ξεχειλίζει. Ο Ιρλανδικός Σύνδεσμος Γης (Irish Land League), με επικεφαλής τον Μάικλ Ντάβιτ και τον Κάρολο Στιούαρτ Παρνέλ, καλεί σε μια νέα μορφή αντίστασης: πλήρη απομόνωση του διαχειριστή.

Ο Παρνέλ δείχνει τον δρόμο

Λίγες μέρες πριν, στο Ένις, ο Παρνέλ είχε μιλήσει για έναν «χριστιανικό» τρόπο πάλης: να μην σκοτώσεις τον αντίπαλο, αλλά να τον κάνεις αόρατο. Να μην του μιλάς, να μη συναλλάσσεσαι μαζί του, να τον αποκόψεις από κάθε ανθρώπινη επαφή.

Η ιδέα βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Στο Λοχ Μασκ, γύρω από το κτήμα του Μπόικοτ, η κοινότητα συσπειρώνεται. Είναι σαν σήμερα, 23 Σεπτεμβρίου, όταν οι εργάτες εγκαταλείπουν τα χωράφια, οι υπηρέτες φεύγουν από το σπίτι, τα καταστήματα αρνούνται να τον εξυπηρετήσουν, ακόμη και το ταχυδρομείο σταματά να φέρνει γράμματα.

Η ζωή σε απομόνωση

Ο άλλοτε ισχυρός γαιοκτήμονας βρίσκεται ξαφνικά μόνος. Η γυναίκα που έπλενε τα ρούχα του τον εγκαταλείπει, ο σιδεράς αρνείται να του φτιάξει εργαλεία, τα παιδιά που μετέφεραν την αλληλογραφία του δέχονται απειλές.

Ο Μπόικοτ γράφει απελπισμένος επιστολές στους Times του Λονδίνου, περιγράφοντας την «τρομοκρατία» που υφίσταται.

Η ιστορία του κάνει τον γύρο του βρετανικού Τύπου. Δημοσιογράφοι συρρέουν στη δυτική Ιρλανδία, αποτυπώνοντας έναν άνθρωπο που, χωρίς βία αλλά με πλήρη κοινωνικό αποκλεισμό, έχει χάσει κάθε στήριγμα.

Το κόστος της αντίστασης

Οι καλλιέργειες του λόρδου Έρνε μένουν αμάζευτες. Για να σωθούν, η βρετανική κυβέρνηση στέλνει στρατό και αστυνομία να προστατεύσουν 50 εργάτες από το Όλστερ που αναλαμβάνουν τη συγκομιδή.

Το κόστος; Περισσότερες από 10.000 λίρες για να μαζευτούν προϊόντα αξίας μόλις 500 λιρών. Ένα οικονομικό παράδοξο που αποδεικνύει τη δύναμη της απομόνωσης.

Η γέννηση μιας λέξης

Κάπου εκεί, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέιμς Ρέντπαθ ψάχνει λέξη για να περιγράψει το φαινόμενο. «Εξοστρακισμός» δεν ταιριάζει. Ένας ιερέας του προτείνει: «Γιατί όχι… μποϊκοτάρω”;». Η λέξη κολλάει.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το «boycott» γίνεται διεθνής όρος. Σύντομα θα περάσει σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες και θα μπει στα λεξικά.

Η δύναμη της συλλογικής σιωπής

Ο Μπόικοτ εγκαταλείπει την Ιρλανδία τον Δεκέμβριο του 1880. Η ήττα του είναι ολοκληρωτική. Οι αγρότες έχουν κερδίσει μια μάχη όχι με όπλα αλλά με την ενότητα και την αλληλεγγύη τους. Το μποϊκοτάζ αναδεικνύεται σε όπλο των αδύναμων απέναντι στους ισχυρούς.

Σύντομα, η τακτική εξαπλώνεται σε όλη την Ιρλανδία και εμπνέει κινήματα σε όλο τον κόσμο: από τις απεργίες εργατών μέχρι το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τα σύγχρονα καταναλωτικά μποϊκοτάζ.

Ο Τσαρλς Μπόικοτ πεθαίνει το 1897 στην Αγγλία, μακριά από τα ιρλανδικά χωράφια. Όμως το όνομά του δεν σβήνει ποτέ. Αντίθετα, γίνεται συνώνυμο με μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές ειρηνικής διαμαρτυρίας.

Από τις παμπ του Δουβλίνου ως τις πορείες στη Νότια Αφρική και τα hashtags του Twitter, η ιστορία του ζει σε κάθε κάλεσμα για «μποϊκοτάζ».

Ένας άνθρωπος που αρνήθηκε μια μείωση ενοικίου έδωσε άθελά του στην ανθρωπότητα μια λέξη-εργαλείο αντίστασης.