Τέλη δεκαετίας ’70. Σε ένα γραφείο χωρίς αίγλη, τρεις μηχανικοί —ο Λάρι Έλισον, ο Μπομπ Μάινερ και ο Εντ Οουτς— βάζουν μπροστά ένα σχέδιο που αντλεί έμπνευση από ακαδημαϊκές εργασίες και ένα μυστικό project με κωδικό όνομα «Oracle».
Κανείς δεν ξέρει ακόμα πως αυτό που ξεκινά ως τεχνική ιδέα για το πώς αποθηκεύονται και ανακτώνται δεδομένα θα γίνει πυλώνας της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι ρίζες μιας εμμονής
Ο Έλισον δεν είναι ο κλασικός άριστος φοιτητής. Παρατά το πανεπιστήμιο, αλλά δεν παρατά την περιέργεια. Διαβάζει τον Έντγκαρ Φ. Κοντ, τον θεωρητικό των σχεσιακών βάσεων δεδομένων, και παθαίνει εμμονή: «Αυτό πρέπει να γίνει προϊόν».
Τότε, οι περισσότερες επιχειρήσεις παλεύουν με δεδομένα κλεισμένα σε δαιδαλώδη, ιδιόκτητα συστήματα. Η έννοια του «σχήματος», των πινάκων, των σχέσεων που συνδέουν οντότητες — ανθρώπους, συναλλαγές, αποθέματα — είναι ακόμα περισσότερο θεωρία παρά πράξη.
Ο Έλισον βλέπει στο χαρτί του Κοντ όχι θεωρητική ομορφιά, αλλά εμπορική πυρίτιδα.
Η γέννηση μιας εταιρείας
Το 1977 ιδρύουν την Software Development Laboratories. Γρήγορα μετονομάζεται σε Relational Software.
Η πρώτη εμπορική έκδοση φέρει το παράδοξο όνομα «Version 2» — marketing με αυτοπεποίθηση που φωνάζει «δεν είμαστε πρωτάρηδες».
Η ομάδα δουλεύει με μανία. Γράφει κώδικα, πουλά όραμα, πείθει πελάτες ότι η πληροφορία μπορεί να γίνει ρευστή, ευέλικτη, αν αφηγηθείς τα δεδομένα με τους σωστούς «πίνακες» και «σχέσεις».
Η μυστική αποστολή με τη CIA
Η πρώτη μεγάλη δουλειά δεν προέρχεται από την αγορά, αλλά από τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η CIA αναζητά μια βάση δεδομένων ικανή να χειρίζεται τεράστιους όγκους ευαίσθητων πληροφοριών, από αναφορές πεδίου μέχρι δορυφορικές εικόνες. Το project παίρνει το κωδικό όνομα «Oracle», δηλαδή μαντείο.
Ο Λάρι Έλισον και η ομάδα του αναλαμβάνουν να το υλοποιήσουν, εμπνευσμένοι από τις θεωρίες του Κοντ. Το λογισμικό που αναπτύσσεται για τις ανάγκες της CIA γίνεται ο πυρήνας γύρω από τον οποίο χτίζεται η μετέπειτα εταιρεία, η οποία και θα λάβει το όνομα Oracle.
Έτσι, μια κυβερνητική ανάγκη για πιο «έξυπνη» διαχείριση δεδομένων μετατρέπεται σε εμπορικό προϊόν που θα κατακτήσει τον κόσμο.
Το προϊόν που αλλάζει τον κανόνα
Εκεί που οι άλλοι βλέπουν αρχεία-λαβύρινθους, οι μηχανικοί της Oracle βλέπουν ερωτήματα: SELECT, JOIN, GROUP BY. Η γλώσσα SQL γίνεται το ξόρκι που τραβά απαντήσεις μέσα από δισεκατομμύρια εγγραφές.
Τράπεζες ανακαλύπτουν πως οι κίνδυνοι πιστώσεων, οι καταθέσεις, οι συναλλαγές μπορούν να ενοποιηθούν. Νοσοκομεία συνδέουν ιατρικά ιστορικά. Κυβερνήσεις αποκτούν μηχανές που «μιλούν» μεταξύ τους. Η Oracle δεν πουλά απλώς λογισμικό· πουλά μια νέα γραμματική της πληροφορίας.
Η απογείωση δεν είναι γραμμική. Στις αρχές των ’90s, η εταιρεία γνωρίζει λογαριασμούς που δεν βγαίνουν, υπεραισιόδοξες πωλήσεις, διορθώσεις πορείας. Ο Έλισον απολύει, αναδιοργανώνει, αλλάζει ιεραρχίες.
Ανεβάζει την ποιότητα του προϊόντος, μαντρώνει την κουλτούρα γύρω από δύο λέξεις: «εκτέλεση» και «αξιοπιστία». Το μάθημα είναι ακριβό, αλλά καθοριστικό: η Oracle ωριμάζει χωρίς να χάσει την επιθετική της ενέργεια.
Η στρατηγική των εξαγορών
Με την αλλαγή του αιώνα, η εταιρεία παίζει σε άλλη σκακιέρα. Εξαγοράζει ανταγωνιστές και συμπληρωματικές πλατφόρμες — PeopleSoft, Siebel, BEA. Το 2010, αγοράζει τη Sun Microsystems και μαζί της τη Java και το Solaris: η Oracle δεν είναι πια μόνο «βάσεις», είναι στοίβα λογισμικού, υλικού και υπηρεσιών.
Η φιλοσοφία αλλάζει: από «πουλάμε database» σε «σου δίνουμε το σύμπαν όπου θα ζήσει η εφαρμογή σου».
Από τα data στο cloud
Ο κόσμος περνά στο σύννεφο. Η Oracle αργεί σε σχέση με νεότερους παίκτες, αλλά όταν εισέρχεται, το κάνει με βιομηχανική σοβαρότητα: δεύτερη γενιά cloud υποδομών, έμφαση στην ασφάλεια, βάρος στα workloads που δεν «σηκώνονται» εύκολα αλλού — βάσεις, ERP, κρίσιμα συστήματα.
Παράλληλα, η εταιρεία τρέχει με την τεχνητή νοημοσύνη. Η επιθετικότητα του Έλισον μένει ατόφια: κριτικάρει δημοσίως ανταγωνιστές, υπερασπίζεται τη φιλοσοφία «κάθετος έλεγχος, end-to-end».
Η κουλτούρα του ιδρυτή
Ο Έλισον γίνεται μύθος: ιστιοπλοΐα, Κύπελλο Αμερικής, γιοτ-τέρατα, αρχιτεκτονικές εμμονές. Πίσω από τα πρωτοσέλιδα, όμως, κρύβεται μια σταθερή ιδέα: η τεχνολογία είναι χρήσιμη όταν είναι ανθεκτική.
Η Oracle χτίζει με «γωνίες» — όχι πάντα «σέξι», συχνά «βιομηχανικές». Αλλά οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου χρειάζονται ακριβώς αυτό: συστήματα που δεν σπάνε. Η κουλτούρα αυτή διαπερνά τα πάντα, από τα manuals ως τα συμβόλαια υποστήριξης.
Σήμερα, σχεδόν οτιδήποτε κάνεις αφήνει ένα ίχνος σε κάποια βάση δεδομένων: μια αγορά, μια ιατρική εξέταση, ένα εισιτήριο, ένα τιμολόγιο.
Οι πιθανότητες λένε ότι κάπου στο υπόστρωμα υπάρχει Oracle — ως λογισμικό, ως υπηρεσία, ως αρχιτεκτονική λογική.
Η εταιρεία έγινε το «αόρατο εργοστάσιο» που τροφοδοτεί οικονομίες, κυβερνήσεις, δίκτυα. Και το έκανε μετατρέποντας μια θεωρία σε πρακτική, μία έκθεση σε προϊόν, ένα μυστικό πρόγραμμα σε δημόσιο πρότυπο.

Η κληρονομιά και το αύριο
Η ιστορία της Oracle είναι μια ιστορία «συνέχειας» σε έναν κλάδο που αλλάζει καταιγιστικά. Από το SQL στον αυτόνομο database, από τα on-prem racks στο cloud, από το ERP στους κάθετους κλάδους υγείας και χρηματοοικονομικών, η εταιρεία επιμένει σε μία βασική υπόσχεση: τα δεδομένα σου θα είναι ασφαλή, συνεπή, διαθέσιμα.
Κι όσο ο κόσμος μπαίνει σε εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη καταβροχθίζει δεδομένα για να παραγάγει απαντήσεις, η Oracle βρίσκεται εκεί όπου η ζήτηση είναι ανεξάντλητη: στις υποδομές που κάνουν τα δεδομένα χρησιμοποιήσιμα. Σήμερα πρωταγωνιστεί στην ΑΙ, αλλά και θα είναι ο νέος ιδιοκτήτης της αμερικανικής μονάδας του TikTok.
Κάπως έτσι, μια μικρή εταιρεία που ξεκίνησε με τρεις ανθρώπους και μία κωδική ονομασία γίνεται κομμάτι του «ηλεκτρικού ρεύματος» της σύγχρονης ζωής.
Και κάθε φορά που ένα σύστημα ανά τον κόσμο επιστρέφει μια απάντηση σε κλάσμα δευτερολέπτου, μπορείς να φανταστείς την πρώτη σπίθα: έναν ιδρυτή σκυμμένο πάνω από μία εργασία, να ψιθυρίζει: «Αυτό δεν είναι θεωρία — είναι το μέλλον».