Skip to main content

Η δολοφονία του Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ: Το σοκ που αλλάζει την Αμερική

Walker, T. Dart, -1914, artist – Library of Congress/Wikimedia Commons

Οι εφημερίδες βγαίνουν με μαύρα πρωτοσέλιδα. Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα - Το ημερολόγιο γράφει 14 Σεπτεμβρίου

Η αυγή βρίσκει την Αμερική σε αναβρασμό. Είναι 2:15 π.μ. όταν ο Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, ο 25ος πρόεδρος των ΗΠΑ, αφήνει την τελευταία του πνοή στο Μπάφαλο.

Τα νέα φτάνουν σαν ηλεκτρικό ρεύμα σε όλη τη χώρα. Στη Νέα Υόρκη, η Wall Street ανοίγει υπό καθεστώς πανικού: επενδυτές ρευστοποιούν μετοχές, φοβούμενοι πολιτική αστάθεια και οικονομικό κλονισμό.

Για τρίτη φορά μέσα σε μισό αιώνα, ένας Αμερικανός πρόεδρος πέφτει θύμα δολοφονίας. Το ημερολόγιο γράφει 14 Σεπτεμβρίου 1901.

Ένα έθνος σε σοκ

Οι εφημερίδες βγαίνουν με μαύρα πρωτοσέλιδα. Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα. Ο ΜακΚίνλεϊ δεν είναι απλώς ένας πρόεδρος· είναι το πρόσωπο που συνδέθηκε με την επιστροφή της χώρας στην ευημερία μετά την κρίση του 1893 και με τη θριαμβευτική νίκη στον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο.

Στην κοινή γνώμη, φαντάζει ως σύμβολο σταθερότητας. Και ξαφνικά, όλα γκρεμίζονται από τα χέρια ενός νεαρού αναρχικού.

Ο άνδρας με το μαντίλι

Η ιστορία γυρίζει πίσω, στις 6 Σεπτεμβρίου. Στο «Temple of Music», το λαμπρό μουσικό περίπτερο της Παναμερικανικής Έκθεσης στο Μπάφαλο, ο πρόεδρος στέκεται για να χαιρετήσει το κοινό. Είναι η αγαπημένη του συνήθεια: να δίνει το χέρι στον κόσμο.

Ο γραμματέας του, Τζορτζ Κορτέλιου, έχει αφαιρέσει δύο φορές τη δεξίωση από το πρόγραμμα, φοβούμενος για τη ζωή του προέδρου. Ο ΜακΚίνλεϊ την επαναφέρει: «Γιατί να με πειράξει κανείς;».

Στη σειρά περνά ένας άνδρας με το χέρι τυλιγμένο σε μαντίλι. Δεν δείχνει επικίνδυνος. Ο πρόεδρος απλώνει το δικό του χέρι. Τότε ακούγονται δύο πυροβολισμοί. Ο Λέον Τσόλγκος, γιος Πολωνών μεταναστών, έχει κρύψει κάτω από το ύφασμα ένα μικρό περίστροφο. Η μία σφαίρα ξυστά. Η άλλη, βαθιά στην κοιλιά.

«Σταματήστε να τον χτυπάτε»

Το πλήθος παγώνει και μέσα σε δευτερόλεπτα ξεσπάει χάος. Ένας Αφροαμερικανός, ονόματι Τζέιμς Πάρκερ, ορμά στον δράστη, τον ρίχνει κάτω, τον ξυλοκοπεί. Άλλοι στρατιώτες και αστυνομικοί τον πλακώνουν.

Ο ΜακΚίνλεϊ, με αίμα να τρέχει από την κοιλιά, βρίσκει τη δύναμη να ψελλίσει: «Σταματήστε, μην τον λιντσάρετε». Είναι οι τελευταίες του λέξεις ως ηγέτης που θέλει να διαφυλάξει την αξιοπρέπεια ακόμη και την ώρα της τραγωδίας.

Η μάχη με τον χρόνο

Ο πρόεδρος μεταφέρεται εσπευσμένα στο πρόχειρο νοσοκομείο της Έκθεσης. Οι γιατροί είναι απροετοίμαστοι.

Ο καλύτερος χειρουργός της πόλης βρίσκεται στους Καταρράκτες του Νιαγάρα, χειρουργεί άλλον ασθενή και αρνείται αρχικά να διακόψει. Το φως στο χειρουργείο είναι αμυδρό, η τεχνολογία στοιχειώδης. Οι γιατροί δεν βρίσκουν ποτέ τη σφαίρα. Ράβουν το στομάχι, αφήνουν το υπόλοιπο στην «τύχη».

Τις πρώτες μέρες όλα μοιάζουν αισιόδοξα. Ο ΜακΚίνλεϊ δείχνει να αναρρώνει, μιλά με τους συνεργάτες του, ρωτά πώς πήγε η ομιλία του στην Έκθεση. Όμως η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Η σήψη προχωρά. Στις 13 Σεπτεμβρίου, το σώμα του παραδίνεται στη γάγγραινα.

Ο θάνατος ενός προέδρου

Τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου, η αγωνία κορυφώνεται. Ο πρόεδρος ξέρει ότι φεύγει. Ζητά προσευχή. Ψιθυρίζει στη σύζυγό του: «Θα φύγουμε όλοι. Το θέλημα του Θεού να γίνει». Στις 2:15 π.μ., η καρδιά του σταματά. Η χώρα βυθίζεται στο πένθος.

Από τον ΜακΚίνλεϊ στον Ρούζβελτ

Ο αντιπρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ, σε ορεινή εκδρομή στα Απαλάχια, ειδοποιείται εσπευσμένα. Με καροτσάκι, άλογα και τρένο φτάνει στο Μπάφαλο.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ορκίζεται πρόεδρος. Μόλις 42 ετών, γίνεται ο νεότερος στην ιστορία των ΗΠΑ. Η Αμερική περνά σε μια νέα εποχή: πιο δυναμική, πιο επιθετική, πιο νεανική.

Ο αναρχικός που «εκτελεί το καθήκον του»

Ο Τσόλγκος δεν αντιστέκεται. Στη δίκη του, λίγες μέρες αργότερα, δηλώνει ότι «έκανε το καθήκον του ως αναρχικός». Θεωρεί τον ΜακΚίνλεϊ «τύραννο» και «καταπιεστή των φτωχών». Δεν έχει τύχη. Η ετυμηγορία είναι ταχύτατη. Την 29η Οκτωβρίου, ο νεαρός οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα. Το σώμα του διαλύεται με οξύ για να μην αφήσει ίχνος.

Το σοκ που αλλάζει τους κανόνες

Η δολοφονία του ΜακΚίνλεϊ δεν συγκλονίζει μόνο για το γεγονός ότι χάνεται ένας πρόεδρος. Είναι η στιγμή που οι Αμερικανοί συνειδητοποιούν ότι μια εποχή έχει τελειώσει.

Μέχρι τότε, ο πρόεδρος περπατά στους δρόμους της Ουάσιγκτον χωρίς φρουρά, πάει στην εκκλησία με την γυναίκα του, χαιρετά τον κόσμο χωρίς φόβο.

Από το 1902 και μετά, η Μυστική Υπηρεσία αναλαμβάνει επίσημα τη φύλαξη του προέδρου.

Ο απόηχος μιας δολοφονίας

Η χώρα θρηνεί επί μέρες. Η σορός του ΜακΚίνλεϊ περνά από Νέα Υόρκη, Ουάσιγκτον, Κάντον του Οχάιο. Στις 19 Σεπτεμβρίου, το έθνος σιωπά για πέντε λεπτά. Τρένα σταματούν, τηλέγραφα σιγούν, οι άνθρωποι βγάζουν τα καπέλα στους δρόμους.

Η δολοφονία γεννά και κύμα διώξεων. Αναρχικοί συλλαμβάνονται, εφημερίδες και κοινότητες τους δέχονται επιθέσεις. Η κυβέρνηση ξεκινά να παρακολουθεί συστηματικά «ριζοσπάστες». Στο βάθος, σπέρνονται οι ρίζες για τη μετέπειτα ίδρυση του FBI.

Από την ηρεμία στη θύελλα

Με τον ΜακΚίνλεϊ, η Αμερική μοιάζει έτοιμη να συνεχίσει στην πεπατημένη: ευημερία, εμπόριο, σταθερότητα. Με τον Ρούζβελτ, μπαίνει σε τροχιά «θύελλας»: ισχυρό κράτος, ενεργός εξωτερική πολιτική, αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Ο θάνατος του προέδρου δεν είναι μόνο τραγωδία· είναι καμπή.

Το «ήρεμο χέρι» φεύγει, και στη θέση του έρχεται η αποφασιστικότητα ενός νεαρού που θα αλλάξει για πάντα τη φυσιογνωμία της αμερικανικής προεδρίας.