Skip to main content

Από την πείνα σε ένα βενζινάδικο. Και από εκεί σε μία αυτοκρατορία που τάισε τον κόσμο

Ο Συνταγματάρχης με το λευκό κοστούμι και το παπιγιόν

Σκύβει πάνω από μία κατσαρόλα που τσιτσιρίζει. Είναι η δεκαετία του ’30, και σε ένα μικρό βενζινάδικο στο Κεντάκι δοκιμάζει, ξανά και ξανά, τη μυστική συνταγή με 11 βότανα και μπαχαρικά.

Ο κόσμος του Συνταγματάρχη Σάντερς είναι φτωχικός, αλλά η μυρωδιά απλώνεται στον δρόμο και σταματά περαστικούς. Έτσι ξεκινά κάτι που θα εξελιχθεί σε αυτοκρατορία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η ιστορία ξεκινά σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Χένριβιλ της Ιντιάνα. Είναι σαν σήμερα, 9 Σεπτεμβρίου 1890, όταν γεννιέται ο Χάρλαντ Ντέιβιντ Σάντερς.

Ο πατέρας του πεθαίνει όταν εκείνος είναι μόλις πέντε ετών. Η μητέρα του πιάνει δουλειά σε κονσερβοποιία. Και ο μικρός Χάρλαντ μένει να φροντίζει τα αδέλφια του. Από τα εφτά του ξέρει να μαγειρεύει λαχανικά, ψωμί, σιγά σιγά και κρέας.

Η εφηβεία του είναι γεμάτη φτώχεια και κακουχίες. Στα 12 εγκαταλείπει το σχολείο· η άλγεβρα, λέει αργότερα, τον «διώχνει». Δουλεύει ως αγρότης, μπογιατζής, βοηθός σε σιδηροδρόμους. Στα 16 πλαστογραφεί την ηλικία του για να καταταγεί στον στρατό· υπηρετεί στην Κούβα ως οδηγός εφοδιοπομπής και απολύεται έναν χρόνο αργότερα. Στην ενήλικη ζωή του αλλάζει δεκάδες επαγγέλματα: ασφαλιστής, δικηγόρος, πυροσβέστης, πωλητής ελαστικών, εργάτης σε τρένα. Κάθε φορά μια αποτυχία τον αναγκάζει να ξεκινήσει από την αρχή.

Ο βίος του μοιάζει με ατελείωτη σειρά λαθών και αποτυχιών. Μα μέσα σε αυτό το χάος χτίζεται κάτι σπάνιο: μια σκληραγωγημένη προσωπικότητα που δεν τα παρατά ποτέ.

Το βενζινάδικο που μυρίζει τηγανητό κοτόπουλο

Είναι αρχές της δεκαετίας του ’30, η Αμερική ζει τη Μεγάλη Ύφεση. Ο Σάντερς αναλαμβάνει ένα βενζινάδικο στο Νορθ Κόρμπιν του Κεντάκι.

Αντί να πουλά μόνο καύσιμα, σερβίρει και φαγητό στους ταξιδιώτες: μπριζόλες, ζαμπόν, και φυσικά κοτόπουλο. Σύντομα το «Σάντερς Καφέ» γίνεται σημείο αναφοράς για τους διερχόμενους.

Το 1939 τελειοποιεί τη «μυστική συνταγή» με 11 βότανα και μπαχαρικά, ενώ ανακαλύπτει και τη χρήση τροποποιημένης χύτρας πίεσης που τηγανίζει γρήγορα το κοτόπουλο, κρατώντας το ζουμερό και γευστικό.

Το 1935 αποκτά τον τιμητικό τίτλο του Συνταγματάρχη του Κεντάκι, που θα γίνει κομμάτι της ταυτότητάς του.

Στα 65 του πουλά το εστιατόριό του, παίρνει σύνταξη μόλις 105 δολαρίων τον μήνα — και αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα: να πουλήσει τη συνταγή του σε άλλους εστιάτορες.

Ο συνταγματάρχης στον δρόμο

Με τη σύζυγο Κλόντια να στέλνει από το ταχυδρομείο μίγματα μπαχαρικών, ο Σάντερς παίρνει το αυτοκίνητό του και ταξιδεύει από πόλη σε πόλη. Μαγειρεύει κοτόπουλο επιτόπου στους ιδιοκτήτες εστιατορίων· αν τους αρέσει, κλείνει συμφωνία: τέσσερα σεντς ανά κοτόπουλο.

Το 1952 ανοίγει το πρώτο επίσημο franchise στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα.  Το όνομα; Kentucky Fried Chicken (Τηγανητό Κοτόπουλο του Κεντάκι) ή KFC. Επιλέγονται κυρίως φτερούγες και σερβίρονται σε κουβά. Το «bucket meal» θα γίνει σύντομα σήμα κατατεθέν. Μέσα σε λίγα χρόνια, εκατοντάδες καταστήματα ξεφυτρώνουν σε ΗΠΑ και Καναδά, κι έπειτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, την Ιαπωνία. Το 1963 κατοχυρώνεται το σύνθημα «It’s Finger Lickin’ Good» (τόσο καλό, που γλείφεις τα δάχτυλά σου).

Ο Συνταγματάρχης, με το λευκό κοστούμι και το παπιγιόν, γίνεται η ζωντανή μασκότ του brand. Στα 70 του, όμως, η αυτοκρατορία που χτίζει μοιάζει πια πολύ μεγάλη για να τη διαχειριστεί μόνος.

Hotel and Restaurant Greats from 1979 (left to right): Patrick O’Malley (Canteen Corp.), Barron Hilton (Hilton Hotels), J. Willard Marriott (Marriott Corp.), Col. Harland Sanders (Kentucky Fried Chicken), Jim McLamore (Burger King), Kemmons Wilson (Holiday Inns)/Wikimedia Commons

Η μεγάλη πώληση και η πικρή γεύση

Το 1964, σε ηλικία 73 ετών, πουλά την KFC σε ομάδα επενδυτών για 2 εκατ. δολάρια. Κρατά ένα ετήσιο επίδομα 40.000 δολαρίων, το δικαίωμα να εμφανίζεται ως πρεσβευτής του brand, και τα καναδικά δικαιώματα.

Όμως σύντομα η KFC απογειώνεται πέρα από κάθε φαντασία: από 600 καταστήματα φτάνει στα 3.500 μέσα σε λίγα χρόνια.

Το 1971, οι νέοι ιδιοκτήτες μεταπωλούν την KFC στη Heublein έναντι 285 εκατ. δολαρίων. Ο Σάντερς δηλώνει ότι νιώθει παραγκωνισμένος. Σε τηλεοπτική συνέντευξη ξεσπά: οι διάδοχοί του, λέει, «κατέστρεψαν τη συνταγή», αντικατέστησαν τη σάλτσα του με «κόλλα ταπετσαρίας».

Τους κάνει αγωγή και ζητά 122 εκατ. δολάρια. Τελικά παίρνει περίπου 1 εκατ. δολάρια και το δικαίωμα να συνεχίσει να εκπαιδεύει μάγειρες.

Παρά τις συγκρούσεις, συνεχίζει να ταξιδεύει ασταμάτητα. Στα 1976, έρευνα τον κατατάσσει ως τη δεύτερη πιο αναγνωρίσιμη διασημότητα στον κόσμο — μετά τον Μοχάμεντ Άλι.

Ο πρεσβευτής μέχρι τέλους

Ακόμη και στα 80 του, ο Σάντερς μπαίνει απροειδοποίητα σε εστιατόρια, δοκιμάζει, φωνάζει όταν δεν του αρέσει το φαγητό.

Πεθαίνει τον Δεκέμβριο του 1980, σε ηλικία 90 ετών και οδηγείται στην τελευταία του κατοικία ντυμένος με το εμβληματικό του λευκό κοστούμι. Μέχρι τότε, η KFC αριθμεί ήδη 6.000 καταστήματα σε 48 χώρες και τζίρο 2 δισ. δολαρίων ετησίως.

Σήμερα, η KFC έχει ξεπεράσει τα 30.000 εστιατόρια σε 145 χώρες, με 2.700 νέα ανοίγματα μόνο το 2024 και παραμένει ηγέτης του παγκόσμιου fast food.

Η εικόνα του Συνταγματάρχη — το μουστάκι, το παπιγιόν, το λευκό κοστούμι — παραμένει το ισχυρότερο asset της.

Ακόμη κι αν εκείνος κάποτε αποκήρυξε το φαγητό της, η μυστική συνταγή με τα 11 μπαχαρικά εξακολουθεί να είναι «finger lickin’ good».

Η ιστορία του δεν είναι παραμύθι επιτυχίας. Είναι εγχειρίδιο επιμονής. Ένας άνθρωπος που μαγειρεύει για να ταΐσει τ’ αδέλφια του, αποτυγχάνει ξανά και ξανά, και στα 65 του ανεβαίνει ξανά στο αυτοκίνητο για να πουλήσει μια ιδέα με 11 μπαχαρικά.

Το brand ταξιδεύει πολύ πιο μακριά από τον δημιουργό του—και μερικές φορές ενάντια στις εμμονές του—αλλά η υπογραφή μένει.