Η μέρα ξεκινά όπως τόσες άλλες στην Πομπηία, το Ηράκλειο και τις γύρω πόλεις. Ο ήλιος καίει, τα στενά είναι γεμάτα φωνές εμπόρων, παιδιά τρέχουν στις αυλές.
Οι κάτοικοι ζουν τη ρωμαϊκή καθημερινότητα με την αίσθηση της ασφάλειας μιας ακμάζουσας επαρχίας.
Στην άκρη του ορίζοντα, ο Βεζούβιος στέκει ακίνητος. Σαν ήσυχος γίγαντας που κανείς δεν φαντάζεται πόση οργή κρύβει μέσα του.
Το πρώτο σύννεφο
Ξαφνικά, γύρω στο μεσημέρι, την ησυχία ταράζει ένας εκκωφαντικός βρυχηθμός. Από την κορυφή του βουνού ξεπηδά μια στήλη στάχτης και καπνού που υψώνεται χιλιόμετρα στον αέρα.
Ο Πλίνιος ο Νεότερος, που θα μείνει ο αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής, γράφει αργότερα πως έμοιαζε με πεύκο, με τον κορμό να ανεβαίνει και τα κλαδιά να απλώνονται στον ουρανό.
Οι άνθρωποι παγώνουν. Στην αρχή κάποιοι στέκονται αποσβολωμένοι και κοιτούν το θέαμα. Άλλοι γελούν νευρικά, πιστεύοντας ότι πρόκειται για προσωρινό ξέσπασμα. Μα σε λίγα λεπτά η γη αρχίζει να τρέμει.
Χάος στους δρόμους
Η στάχτη πέφτει πυκνή, σκεπάζει κεραμίδια, γεμίζει τις αυλές. Ο αέρας μυρίζει θειάφι. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι τρέχουν να σωθούν.
Άλλοι παίρνουν άλογα, άλλοι σέρνουν παιδιά και ηλικιωμένους. Στην αγορά της Πομπηίας, οι πάγκοι αναποδογυρίζουν, το ψωμί μένει μισοψημένο στους φούρνους, τα σπίτια μένουν ανοιχτά με όλα τα υπάρχοντα μέσα.
Ο χρόνος μοιάζει να σταματά.
Η φωτιά από τον ουρανό
Οι εκρήξεις δυναμώνουν. Πέτρες και καυτά κομμάτια λάβας πέφτουν πάνω στις στέγες, τις τρυπούν, καταρρέουν δωμάτια.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει τόσο που μοιάζει με νύχτα. Άλλοι ανάβουν δάδες, άλλοι χάνουν τον δρόμο και καταρρέουν από τον φόβο.
Η θάλασσα αποτραβιέται, τα νερά στον κόλπο της Νάπολης βουίζουν. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, στρατηγός και φυσιοδίφης, επιβιβάζεται σε καράβι για να πλησιάσει τις ακτές και να δει από κοντά το φαινόμενο. Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή, πνιγμένος από τα αέρια.
Η Πομπηία πνίγεται
Μέσα σε λίγες ώρες, η Πομπηία χάνεται. Το σύννεφο τέφρας σκεπάζει δρόμους και στέγες. Άνθρωποι προσπαθούν να αναπνεύσουν μέσα από υγρά υφάσματα, άλλοι κλείνονται στα σπίτια τους ελπίζοντας ότι θα περάσει.
Μα το καυτό υλικό, τα αέρια και η στάχτη μπαίνουν παντού. Σκηνές παγιδευμένων σωμάτων που βρέθηκαν αιώνες αργότερα μαρτυρούν το μέγεθος της απόγνωσης: οικογένειες αγκαλιασμένες, σκύλοι δεμένοι στην αυλή, γυναίκες που καλύπτουν το πρόσωπο με τα χέρια.
Το Ηράκλειο σβήνει σε μια στιγμή
Αν η Πομπηία χάνεται σταδιακά κάτω από στρώματα τέφρας, το Ηράκλειο (σημερινό Ερκολάνο) εξαφανίζεται σχεδόν ακαριαία. Οι πυροκλαστικές ροές –κύματα καυτής λάβας, στάχτης και αερίων– κατεβαίνουν με ταχύτητα εκατοντάδων χιλιομέτρων την ώρα. Σαρώνουν ό,τι βρίσκουν: σπίτια, ανθρώπους, δρόμους. Μέσα σε λίγα λεπτά η πόλη παύει να υπάρχει.
Ένα σιωπηλό νεκροταφείο
Όταν η οργή του Βεζούβιου κοπάζει, τα πάντα έχουν θαφτεί κάτω από μέτρα στάχτης και πετρωμένης λάβας.
Ολόκληρες πόλεις εξαφανίζονται από τον χάρτη. Υπολογίζεται ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι χάνονται εκείνη την ημέρα.
Όσοι γλίτωσαν, φεύγουν για πάντα. Η περιοχή μένει για αιώνες σιωπηλή, ένα νεκροταφείο κρυμμένο κάτω από το έδαφος.
Οι μαρτυρίες του Πλίνιου
Αιώνες αργότερα, οι επιστολές του Πλίνιου του Νεότερου προς τον ιστορικό Τάκιτο διασώζουν τη ζωντανή εικόνα της καταστροφής.
Περιγράφει τον φόβο, το σκοτάδι, το μούγκρισμα της γης, τα ουρλιαχτά των ανθρώπων. Είναι η πρώτη καταγεγραμμένη περιγραφή ηφαιστειακής έκρηξης στην Ιστορία και δίνει στη σύγχρονη επιστήμη πολύτιμες πληροφορίες για το πώς εκρήγνυται ένα ηφαίστειο.
Η Πομπηία ξαναβγαίνει στο φως
Χρειάζονται πάνω από 1.500 χρόνια για να ξαναβγεί η Πομπηία στο φως. Τον 18ο αιώνα οι πρώτες ανασκαφές φέρνουν στην επιφάνεια δρόμους, τοιχογραφίες, σπίτια, ακόμα και φούρνους με ψωμί άθικτο.
Μαζί έρχονται και τα γύψινα εκμαγεία των θυμάτων, που παγώνουν τον χρόνο στη στιγμή του θανάτου τους. Οι φιγούρες γίνονται σύμβολο της ευθραυστότητας της ανθρώπινης ζωής απέναντι στη φύση.
Ο γίγαντας που κοιμάται
Σήμερα ο Βεζούβιος στέκει ακόμα πάνω από τον κόλπο της Νάπολης. Στις πλαγιές του ζουν σχεδόν τρία εκατομμύρια άνθρωποι. Οι επιστήμονες τον παρακολουθούν διαρκώς, γιατί ξέρουν ότι μπορεί να ξυπνήσει ξανά. Η 24η Αυγούστου 79 μ.Χ. θυμίζει στον κόσμο ότι καμία δύναμη του ανθρώπου δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στην ορμή της φύσης.