Skip to main content

Ένα χωράφι, ένα περίστροφο και σιωπή. Το τέλος ενός ανθρώπου που κουβαλούσε περισσότερα χρώματα απ’ όσα άντεχε

Τα τελευταία του λόγια: «La tristesse durera toujours» — Η λύπη θα κρατήσει για πάντα.

Ο ήλιος καίει πάνω απ’ τα στάχυα στην εξοχή του Οβέρ-συρ-Ουάζ, ένα ήσυχο χωριό βόρεια του Παρισιού. Το ημερολόγιο γράφει 27 Ιουλίου 1890 και ο Βενσάν Βαν Γκογκ βγαίνει από το πανδοχείο Ραβού, όπου διαμένει.

Ντυμένος όπως πάντα, φαινομενικά ήρεμος, αλλά με κάτι σφιγμένο στο βλέμμα, προχωρά μόνος του προς τα χωράφια — τα ίδια που ζωγράφιζε με μανία τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν κρατά καμβά, δεν κουβαλά πινέλα. Στην τσέπη του έχει ένα περίστροφο. Επιστρέφει αργά το βράδυ, κρατώντας το στομάχι του. Σκαρφαλώνει με δυσκολία τα σκαλιά και καταρρέει στο δωμάτιό του.

Ο πανδοχέας τον βρίσκει λυγισμένο στο κρεβάτι, ματωμένο. «Όχι, αλλά έχω…», καταφέρνει να ψελλίσει, προτού σωπάσει. Έχει πυροβοληθεί στο στήθος.

«Το σώμα μου είναι δικό μου»

Κανείς δεν είδε την απόπειρα. Ο Βενσάν μεταφέρθηκε στο δωμάτιο του, και ο γιατρός του, Πολ Γκασέ, έσπευσε να τον περιθάλψει, χωρίς ελπίδα. Το τραύμα ήταν μοιραίο. Δυο αστυνομικοί κατέφθασαν την επομένη και τον ρώτησαν αν τον πυροβόλησε κάποιος. Η απάντησή του ήταν λιτή, ξεκάθαρη: «Το σώμα μου είναι δικό μου. Είμαι ελεύθερος να το κάνω ό,τι θέλω. Μην κατηγορήσετε κανέναν. Ήταν δική μου επιλογή».

Ο αδελφός του, Τεό, ειδοποιείται με τηλεγράφημα και φτάνει στο πλευρό του το απόγευμα της 28ης Ιουλίου. Το βράδυ, ο Βενσάν πέφτει σε κώμα. Πεθαίνει στη 1:30 τα ξημερώματα της 29ης Ιουλίου 1890. Τα τελευταία του λόγια στον Τεό: «La tristesse durera toujours» — Η λύπη θα κρατήσει για πάντα.

Μια ζωή στο χείλος

Εδώ και χρόνια ο Βαν Γκογκ έγραφε για τον θάνατο. Το 1883, προέβλεπε ότι είχε μπροστά του ακόμη 7 έως 10 χρόνια. Έπεσε μέσα. Από το 1889, όταν αυτοτραυματίστηκε κόβοντας το αυτί του στην Αρλ, μέχρι τις αλλεπάλληλες κρίσεις στο άσυλο του Σεν Ρεμί, ο ψυχικός του κόσμος ταλαντεύεται ανάμεσα στη φλόγα και στο σκοτάδι.

Παλεύει με κατάθλιψη, παραισθήσεις, αϋπνίες. Όμως η δημιουργική του δύναμη δεν καταλαγιάζει.

Ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του ζωγραφίζει. «Έναστρη νύχτα», «Ο κήπος του Ντωμπινύ», «Ο θλιμμένος γέρος» (ή Στην πύλη της αιωνιότητας).

Πίνακες γεμάτοι μοναξιά και επιμονή, σαν να προσπαθεί να κρατηθεί στον κόσμο μέσα από το χρώμα.

Σύννεφα πάνω απ’ το Οβέρ

Όταν βγαίνει απ’ το άσυλο, μετακομίζει στο Οβέρ. Ζει απλά, ζωγραφίζει ασταμάτητα, στέλνει αισιόδοξες επιστολές. Περιγράφει στον Τεό και στη μητέρα του τα χωράφια, τα χρώματα, την ηρεμία. Αλλά αυτή η ηρεμία είναι απατηλή. Στις 10 Ιουλίου του 1890 γράφει: «Η ζωή μου απειλείται στη ρίζα της. Το βήμα μου είναι ασταθές».

Και λίγο πιο κάτω: «Νιώθω πως είμαι ένα αποτυχημένο πλάσμα. Δεν βλέπω κανένα χαρούμενο μέλλον». Ακόμα και ο γιατρός Γκασέ, στον οποίο είχε στηριχθεί, δεν του εμπνέει πια εμπιστοσύνη: «Είναι πιο άρρωστος από μένα», λέει. Η σκοτεινή σκέψη θεριεύει ξανά.

Η κηδεία γίνεται στις 30 Ιουλίου. Στο δωμάτιό του, γύρω από το φέρετρο, έχουν τοποθετηθεί οι τελευταίοι πίνακές του και ηλιοτρόπια — τα αγαπημένα του λουλούδια. Το καβαλέτο, το σκαμνί, τα πινέλα του, όλα παραμένουν εκεί. Ο Τεό σπαράζει. Ο γιατρός Γκασέ, με σπασμένη φωνή, αποχαιρετά έναν «έντιμο άνθρωπο και μεγάλο καλλιτέχνη». Στο κοιμητήριο του Οβέρ, σ’ έναν λόφο πάνω απ’ τα ώριμα σιτάρια, ο Βίνσεντ βρίσκει τη γαλήνη που δεν βρήκε ποτέ στη ζωή. Μια πράξη ελευθερίας — ή κάτι άλλο;

Η θεωρία που αμφισβητεί την αυτοκτονία

Το 2011, μια νέα θεωρία αμφισβητεί την αυτοκτονία. Δύο Αμερικανοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο Βαν Γκογκ τραυματίστηκε κατά λάθος από έναν έφηβο, τον Ρενέ Σεκρετάν, που έπαιζε με όπλο.

Ο Βενσάν, λένε, κάλυψε τον δράστη και πήρε την ευθύνη, σαν να αποδέχτηκε τον θάνατο ως λύτρωση. Η θεωρία βρίσκει απήχηση σε ταινίες όπως το Loving Vincent και το At Eternity’s Gate. Όμως όσοι ήταν εκεί —ο Τεό, ο Γκασέ, ο φίλος του Εμίλ Μπερνάρ— συμφωνούν: ήταν αυτοκτονία. Με πλήρη διαύγεια. Με βαθύ πόνο. Με αίσθηση ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Και μια τελευταία επιθυμία: να πάψει η θλίψη.

Η λύπη θα κρατήσει για πάντα

Ο Βαν Γκογκ έφυγε φτωχός, ακατανόητος, με μόλις έναν πίνακα που είχε πουλήσει εν ζωή. Μα άφησε πίσω του πάνω από 2.000 έργα. Καρπούς από μια ζωή που κάηκε μέσα της, σαν ήλιος σε έκρηξη.

Σήμερα, η ιστορία του δεν συγκινεί μόνο επειδή ζωγράφισε σαν κανένας άλλος — αλλά γιατί αγωνίστηκε, πόνεσε, και έσπασε, όπως τόσοι από εμάς. Με χρώματα πιο δυνατά κι από τις λέξεις. Και η λύπη του, πράγματι, δεν πέρασε ποτέ. Μόνο μεταμορφώθηκε σε αιωνιότητα.