Ήταν η τελευταία πράξη ενός πολιτικού πολέμου που κρατούσε πάνω από μια δεκαετία. Στις 11 Ιουλίου 1804, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον και ο Άαρον Μπερ, δύο από τους ισχυρότερους άνδρες της αμερικανικής Δημοκρατίας, συναντήθηκαν λίγο πριν τις 7 το πρωί σε μια βραχώδη προεξοχή του Weehawken στο Νιου Τζέρσεϊ.
Ήταν η ίδια τοποθεσία όπου τρία χρόνια νωρίτερα είχε σκοτωθεί ο 19χρονος γιος του Χάμιλτον, Φίλιπ, υπερασπιζόμενος την τιμή του πατέρα του. Ο Φίλιπ είχε πέσει νεκρός από τη σφαίρα του Τζορτζ Ίκερ – μία τραγωδία που σημάδεψε βαθύτατα τον Αλεξάντερ. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί επανάληψη του σκηνικού.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η σύγκρουση των Αλεξάντερ Χάμιλτον και Άαρον Μπερ δεν ήταν μόνο προσωπική. Ήταν η έκφραση μιας βαθιάς ρήξης ανάμεσα σε δύο πολιτικά οράματα για την Αμερική: ο Χάμιλτον, ιδρυτής του χρηματοπιστωτικού συστήματος και υπέρμαχος ενός ισχυρού ομοσπονδιακού κράτους.
Ο Μπερ, ένας αινιγματικός και φιλόδοξος πολιτικός, εκπρόσωπος του νέου λαϊκιστικού ρεύματος των Ρεπουμπλικανών. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν πολλές φορές – και κάθε φορά η αντιπαράθεση κλιμακωνόταν.
Πολιτική ή προσβολή; Και τα δύο
Το σημείο θραύσης ήρθε την άνοιξη του 1804, όταν ο Μπερ, απογοητευμένος από την αποπομπή του από το ψηφοδέλτιο του Τζέφερσον, διεκδίκησε ανεξάρτητα τη θέση του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης.
Ο Χάμιλτον κινητοποιήθηκε για να τον εμποδίσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά: το 1800 είχε ήδη παρέμβει στην ψήφο του Κογκρέσου για να εμποδίσει τον Μπερ να εκλεγεί πρόεδρος, προτιμώντας τον πολιτικό του αντίπαλο, Τόμας Τζέφερσον.
Η εκλογική ήττα του Μπερ ήταν συντριπτική. Και τότε δημοσιεύτηκε μια επιστολή σε εφημερίδα, στην οποία αναφερόταν πως ο Χάμιλτον τον θεωρούσε «επικίνδυνο άνθρωπο» και ότι είχε εκφράσει «ακόμη πιο ποταπή άποψη» για εκείνον σε πολιτικό δείπνο.
Ο Μπερ θεώρησε την προσβολή αβάσταχτη. Απέστειλε επιστολή απαιτώντας εξηγήσεις. Η απάντηση του Χάμιλτον ήταν επιδέξια αλλά ασαφής. Δεν διέψευσε ούτε παραδέχτηκε ευθέως. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Και ο Μπερ έστειλε πρόκληση για μονομαχία.
Στις σκιές του θανάτου
Το πρωινό της μονομαχίας, οι δύο άνδρες φεύγουν από διαφορετικά σημεία του Μανχάταν με βάρκες. Ο Μπερ φτάνει πρώτος στο Weehawken. Ο Χάμιλτον λίγο αργότερα. Οι “seconds”, οι προσωπικοί βοηθοί τους στη διαδικασία, έχουν οργανώσει τα πάντα με μυστικότητα για να αποφύγουν τις νομικές συνέπειες — η μονομαχία είναι ήδη παράνομη και στις δύο πολιτείες.
Τα όπλα είναι τα βαριά Wogdon & Barton, εξοπλισμένα με μηχανισμό “hair-trigger”. Ο Χάμιλτον γνωρίζει τη λειτουργία τους, αλλά δηλώνει ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό. Είχε ήδη πει σε επιστολή του πως προτίθεται να ρίξει στον αέρα — να «πετάξει τη βολή» — για να διαφυλάξει την ηθική του θέση.
Ο Χάμιλτον πυροβολεί πρώτος. Το βλήμα περνά πάνω από το κεφάλι του Μπερ και καρφώνεται σε ένα κλαδί. Ο Μπερ δεν χάνει την ευκαιρία. Η βολή του βρίσκει τον Χάμιλτον χαμηλά στην κοιλιακή χώρα, διαπερνά το συκώτι, το διάφραγμα και καρφώνεται στη σπονδυλική του στήλη. Ο Χάμιλτον καταρρέει.
Ο θρήνος, η καταδίκη, το τέλος
Τον μεταφέρουν εσπευσμένα στο Μανχάταν. Στο σπίτι του Ουίλιαμ Μπέιαρντ, με τον γιατρό Ντέιβιντ Χόσακ στο πλευρό του και την Ελάιζα, τη σύζυγό του, να τον κρατά από το χέρι, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον αφήνει την τελευταία του πνοή το απόγευμα της 12ης Ιουλίου.
Η κηδεία του είναι μια δημόσια τελετή εθνικού πένθους. Ο κόσμος συγκλονίζεται. Η αντιπαλότητα με τον Μπερ μετατρέπεται σε ηρωικό αφήγημα. Το όνομά του περνά στην Ιστορία. Η μνήμη του θρέφει γενιές. Δύο αιώνες αργότερα, το όνομά του φτάνει μέχρι το Μπρόντγουεϊ, στο βραβευμένο μιούζικαλ «Hamilton».
Για τον Άαρον Μπερ, η μονομαχία δεν είναι αποκατάσταση. Είναι καταστροφή. Αν και ποτέ δεν δικάζεται για τη δολοφονία, γίνεται παρίας. Το πολιτικό του μέλλον καίγεται. Το 1807 κατηγορείται για εσχάτη προδοσία, αφού φέρεται να σχεδίαζε να δημιουργήσει ανεξάρτητο κράτος στο δυτικό τμήμα των ΗΠΑ. Αθωώνεται, αλλά το όνομά του μένει στιγματισμένο. Πεθαίνει πάμφτωχος και λησμονημένος το 1836.
Η σφαίρα που άλλαξε μια χώρα
Η μονομαχία στο Weehawken δεν ήταν απλώς μια προσωπική τραγωδία. Ήταν το αποκορύφωμα ενός πολιτικού συστήματος που ακόμη δεν είχε μάθει να διαχειρίζεται τη διαφωνία χωρίς αίμα. Ήταν η απόδειξη ότι η τιμή, η φιλοδοξία και η εξουσία μπορούν να καταστρέψουν τόσο τον νικητή όσο και τον ηττημένο.
Ήταν, τέλος, η υπενθύμιση ότι οι λέξεις – ειδικά όταν προφέρονται από ισχυρούς άνδρες – μπορεί να σκοτώνουν.