Skip to main content

Η δίκη του Κλάους Μπάρμπι: Όταν η Ιστορία δεν άφησε τον Χασάπη να πεθάνει ήσυχα

Ένας ναζί στο εδώλιο. Μια χώρα απέναντι στον εαυτό της - Η δικαιοσύνη άργησε, αλλά δεν σιώπησε

Λυών, Ιούλιος 1987. Στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν ακούγεται ούτε ανάσα. Ο κατηγορούμενος κάθεται σκυφτός, αλλά ατάραχος, με ένα σαρδόνιο μειδίαμα που δεν εγκαταλείπει ποτέ το πρόσωπό του. Είναι 73 ετών, άρρωστος, αδύναμος. Όμως τα μάτια του καίνε ακόμη. Όπως τότε.

Το δικαστήριο τον κρίνει ένοχο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Κλάους Μπάρμπι, ο «Χασάπης της Λυών», καταδικάζεται σε ισόβια. Και η Γαλλία κοιτάζει, επιτέλους, κατάματα το τέρας.

Τέσσερις δεκαετίες χρειάστηκαν για να καθίσει ο Μπάρμπι στο εδώλιο. Σαράντα χρόνια από τότε που βασάνισε, εκτέλεσε και έστειλε στον θάνατο χιλιάδες Εβραίους και αγωνιστές της Αντίστασης. Την περίοδο 1942–1944 ήταν ο επικεφαλής της Γκεστάπο στη Λυών, την πόλη – σύμβολο του γαλλικού αντιστασιακού αγώνα.

Όμως για τον ίδιο ήταν πεδίο εξόντωσης. Οργάνωσε τη σύλληψη και τη δολοφονία του Ζαν Μουλέν, ενορχήστρωσε την απαγωγή και την αποστολή 44 παιδιών στο Άουσβιτς. Έστειλε στον θάνατο 7.500 ανθρώπους και εκτέλεσε 4.000 άλλους. Κι όμως, για δεκαετίες έζησε ελεύθερος.

Πώς εξόντωσε χιλιάδες

Ο Μπάρμπι γεννιέται το 1913 στο Μπαντ Γκόντες της Γερμανίας. Γιος δασκάλου, στερείται τη μόρφωση όταν ο πατέρας του πεθαίνει και το 1935 κατατάσσεται στα SS.

Εκπαιδεύεται ως ανακριτής στην Υπηρεσία Ασφαλείας (SD) και πολύ σύντομα αναλαμβάνει δράση στην Ολλανδία. Το 1942 τοποθετείται στη Λυών, όπου το όνομά του θα ταυτιστεί με τον τρόμο. Διοικεί το παράρτημα της Γκεστάπο από το ξενοδοχείο Τερμινίς, μετατρέποντάς το σε τόπο φρίκης.

Προσωπικά ανακρίνει και βασανίζει τον Ζαν Μουλέν, τον θρυλικό ηγέτη της Αντίστασης, μέχρι θανάτου. Επιβλέπει τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης των Εβραίων. Στις 6 Απριλίου 1944, εισβάλλει σε εβραϊκό ορφανοτροφείο στην Ιζιέ και διατάσσει τη σύλληψη 44 παιδιών και των φροντιστών τους. Όλοι, σχεδόν, θα καταλήξουν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς.

Η σύλληψη και η νέα ζωή

Το καλοκαίρι του 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση της Λυών, φεύγει. Πολεμά στο μέτωπο, επιστρέφει στη Γερμανία. Είναι πια καταζητούμενος, καταχωρημένος στις λίστες των εγκληματιών πολέμου από τη Γαλλία και τα Ηνωμένα Έθνη. Κι όμως, όταν συλλαμβάνεται από τους Αμερικανούς, δεν εκτελείται η έκδοσή του.

Αντίθετα, η CIC (Counter-Intelligence Corps) τον στρατολογεί. Για τέσσερα χρόνια, από το 1947 έως το 1951, ο Μπάρμπι προσφέρει πληροφορίες για τις γαλλικές και σοβιετικές δραστηριότητες. Όταν το Παρίσι ζητά επισήμως την έκδοσή του, οι Αμερικανοί τον φυγαδεύουν μέσω της περιβόητης «Ratline» στη Λατινική Αμερική.

Στη Βολιβία, με το ψεύτικο όνομα Κλάους Άλτμαν, ο Μπάρμπι χτίζει νέα ζωή. Επιχειρηματίας, έμπορος όπλων, σύμβουλος του στρατού. Διασυνδέεται με τη χούντα και συμμετέχει ακόμη και στην καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα. Διαθέτει διπλωματικό διαβατήριο, ταξιδεύει στην Ευρώπη. Παρότι η Γαλλία τον έχει ήδη καταδικάσει ερήμην σε θάνατο — δύο φορές.

Το 1972, οι Ναζιθήρες Μπεάτε και Σερζ Κλάρσφελντ τον εντοπίζουν. Η πρώτη προσπάθεια απαγωγής του αποτυγχάνει. Η δεύτερη, με τη βοήθεια της Μοσάντ, επίσης. Το 1980 ο Μπάρμπι στηρίζει το αιματηρό πραξικόπημα του Λουίς Γκαρσία Μέσα. Όταν η χούντα πέφτει, ο δρόμος για την έκδοσή του ανοίγει. Το 1983, ο «Χασάπης της Λυών» επιστρέφει στη Γαλλία.

Η επιστροφή στη Γαλλία και η ώρα της Δικαιοσύνης

Η δίκη του ξεκινά τον Μάιο του 1987 και κρατά σχεδόν δύο μήνες. Είναι η πρώτη φορά που καταγράφονται μαρτυρίες του Ολοκαυτώματος σε γαλλικό δικαστήριο. Η πρώτη φορά που ένας ναζί καταδικάζεται στη Γαλλία για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ο Μπάρμπι εμφανίζεται γέρος, καταπονημένος. Αλλά το χαμόγελο και το βλέμμα του δεν έχουν αλλάξει. Εκπέμπουν σαδισμό. Τα θύματά του τον αναγνωρίζουν αμέσως. «Το ίδιο βλέμμα είχε όταν με βασάνιζε», λέει μία από τις επιζήσασες. «Το ίδιο ειρωνικό μειδίαμα».

Στην αίθουσα, οι ελάχιστοι επιζώντες από το ορφανοτροφείο, οι συγγενείς των θυμάτων, παλιοί αντιστασιακοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί. Ο Μπάρμπι αρνείται να μιλήσει. Δεν δείχνει καμία μεταμέλεια. Δηλώνει: «Αν ξαναγεννιόμουν χίλιες φορές, θα ήμουν ξανά χίλιες φορές αξιωματικός του Τρίτου Ράιχ».

Οι μαρτυρίες συνταράσσουν. Καταθέτουν για τα παιδιά, για τη φρίκη, για το καθήκον της μνήμης. Άλλοι επιζώντες θυμούνται τα νύχια που ξεριζώθηκαν, το νερό των ανακρίσεων, τις κραυγές στα κελιά.

Η Γαλλία δεν δικάζει μόνο έναν εγκληματία. Αντιμετωπίζει τον εαυτό της. Τη συνεργασία, την ανοχή, τις σκιές. Ο αγώνας των Κλάρσφελντ για την έκδοσή του αναγκάζει τις γαλλικές αρχές να αντιμετωπίσουν τη σιωπή δεκαετιών.

«Οι σκοτεινές ώρες που μόλυναν για πάντα την ιστορία μας»

Ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ, λίγα χρόνια αργότερα, θα αναγνωρίσει επισήμως την ευθύνη του γαλλικού κράτους στην απέλαση των Εβραίων. «Αυτές οι σκοτεινές ώρες μόλυναν για πάντα την ιστορία μας», θα πει.

Στις 4 Ιουλίου 1987, ο Κλάους Μπάρμπι καταδικάζεται για 341 εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πεθαίνει στη φυλακή της Λυών, από καρκίνο. Δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη.

Η δίκη του δεν έφερε μόνο τιμωρία. Έφερε τη μνήμη, το φως, τη φωνή. Και υπενθύμισε σε μια ολόκληρη ήπειρο ότι το κακό, όσο καλά κι αν κρυφτεί, δεν διαφεύγει για πάντα.