Πρώτα έμαθε να επιβιώνει χωρίς πολλά και μετά να απολαμβάνει. Από την πυρά του Σαβοναρόλα και τις μηχανορραφίες των Βοργία ως την πολιτική εξορία στο Σαν Κασιάνο, ο Μακιαβέλι δεν φιλοδοξεί να γίνει προφήτης ή φιλόσοφος. Θέλει να καταλάβει την εξουσία. Και την περιγράφει όπως είναι: βίαιη, εύθραυστη, απατηλή — και αμείλικτα ανθρώπινη.
Ο Νικολό Μακιαβέλι γεννιέται σαν σήμερα, στις 3 Μαΐου 1469, σε μια Φλωρεντία ταραγμένη, σπαρασσόμενη από εμφύλιες έριδες, θρησκευτικές εκκαθαρίσεις και ασταμάτητες μεταβολές εξουσίας. Είναι γιος του Μπερνάρντο Μακιαβέλι, διδάκτορα της Νομικής, ενός φτωχού ευγενούς με πλούσια βιβλιοθήκη και άδεια τσέπη.
Ο πατέρας του αποκλείεται από τα δημόσια αξιώματα λόγω χρεών, όμως φροντίζει το παιδί του να πάρει ουμανιστική παιδεία: λατινικά, ρητορική, ιστορία. Ο Νικολό μελετά, αλλά κυρίως παρατηρεί. Από μικρός μαθαίνει πως η γνώση δεν φτάνει για να σωθείς. Πρέπει να μάθεις πρώτα να επιβιώνεις.
«Πρώτα έμαθα να επιβιώνω, μετά να απολαμβάνω»
Σε μία επιστολή του αργότερα, γράφει: «Πρώτα έμαθα να επιβιώνω χωρίς πολλά και μετά να απολαμβάνω». Η φράση αυτή τον ακολουθεί σε όλη του τη διαδρομή. Δεν τον απασχολεί ποτέ η πολυτέλεια, ούτε η ηθικολογία. Τον ενδιαφέρει η πραγματικότητα – αυτή που ματώνει και ανατρέπει τους θεωρητικούς. Η εξουσία τον συναρπάζει, όχι ως τρόπαιο, αλλά ως μηχανισμός. Θέλει να την καταλάβει, όχι να την κρίνει.
Το 1498, λίγο μετά την εκτέλεση του φλογερού μοναχού Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, ο Μακιαβέλι ορίζεται γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Δημοκρατίας.
Είναι μόλις 29 ετών. Δεν έχει εμπειρία, ούτε πλάτες. Κανείς δεν ξέρει πώς καταφέρνει να ανέβει τόσο γρήγορα – ίσως γιατί σε μια πόλη γεμάτη ιδεολόγους και προδότες, ο Μακιαβέλι είναι ρεαλιστής.
Η επιρροή του Βοργία
Στα χρόνια που ακολουθούν, εκπροσωπεί τη Φλωρεντία στις πιο κρίσιμες αποστολές: πηγαίνει στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΒ’ στη Γαλλία, στον Πάπα Ιούλιο Β’, στον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, στον Καίσαρα Βοργία.
Στο πλευρό του τελευταίου παρακολουθεί τη σκηνοθετημένη σφαγή στη Σινιγκάλια, εκεί που ο Βοργίας ξεγελά και δολοφονεί τους ίδιους του τους συμμάχους για να εδραιώσει την εξουσία του. Ο Μακιαβέλι δεν αποστρέφει το βλέμμα. Αναλύει. Θαυμάζει την αποφασιστικότητα, την ψυχρότητα, τη μεθοδικότητα. Καταγράφει το πώς η προδοσία μπορεί να είναι εργαλείο κράτους. Θαυμάζει τον Βοργία: δεν είναι καλός, είναι αποτελεσματικός. Δεν είναι ηθικός, είναι αναγκαίος. Κι αυτό αρκεί.
Το 1506 φτιάχνει τολμηρά μια πολιτοφυλακή από απλούς πολίτες. Μισεί τους μισθοφόρους, τους βρίσκει άχρηστους και ανίκανους. Τους θεωρεί ξένους προς την πατρίδα, και η πατρίδα, για εκείνον, είναι ο υπέρτατος στόχος. Υπό την καθοδήγησή του, οι πολίτες της Φλωρεντίας νικούν την Πίζα. Ο Μακιαβέλι ζει μια στιγμή δόξας – που όμως δεν κρατά. Ονειρεύεται μια δημοκρατία που προστατεύεται από τους πολίτες της και όχι από επαγγελματίες της βίας. Αλλά ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από όνειρα.
Η επιστροφή των Μεδίκων και η εξορία
Το 1512, οι Μέδικοι επιστρέφουν στην εξουσία, με τη στήριξη των Ισπανών και του Πάπα. Ο Μακιαβέλι κατηγορείται για συνωμοσία. Συλλαμβάνεται, βασανίζεται με το σχοινί – μια μέθοδο φρικτή που του διαλύει τους ώμους. Δεν ομολογεί. Δεν προδίδει. Αφήνεται ελεύθερος. Δεν του συγχωρούν όμως τη σχέση του με τη Δημοκρατία. Εξορίζεται στο αγρόκτημα του πατέρα του, στο Σαν Κασιάνο.
Εκεί, απογυμνωμένος από αξιώματα και προσβάσεις, ντύνεται τα ρούχα των προγόνων του. Το βράδυ κάθεται στο γραφείο του και συνομιλεί με τον Τίτο Λίβιο, τον Πλούταρχο, τον Κικέρωνα. Και γράφει.
Γράφει τον «Ηγεμόνα». Όχι για να τιμήσει την τυραννία, αλλά για να την αναλύσει. Ξέρει πως η εξουσία δεν ακολουθεί τις ηθικές αρχές των χριστιανών ή των πλατωνικών. Γι’ αυτό και γράφει σε εκείνους που θέλουν να επιβιώσουν στην πολιτική.
Τους λέει: «Να είσαι αλεπού για να αναγνωρίζεις τις παγίδες και λιοντάρι για να τρομάζεις τους λύκους». Ο ηγεμόνας δεν πρέπει να είναι δέσμιος των αρετών, αλλά να ξέρει πότε να τις προδώσει. Όχι από ιδιοτροπία – από αναγκαιότητα.
Η φράση «είναι καλύτερο να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν» τού αποδίδεται, αλλά δεν την γράφει ακριβώς έτσι. Λέει πως είναι καλύτερο να σε φοβούνται αν δεν μπορούν να σε αγαπούν – γιατί ο φόβος είναι πιο σταθερός από την αγάπη. Δεν διδάσκει την κακία, διδάσκει την ανάγκη. Τον κατηγορούν για κυνισμό, αλλά ο ίδιος μιλά με θάρρος γι’ αυτά που βλέπει. Περιγράφει την πραγματικότητα της εξουσίας χωρίς φίλτρα.
Ο ριζοσπαστικός Μακιαβέλι
Γράφει επίσης τις «Διατριβές πάνω στον Τίτο Λίβιο», όπου εξυμνεί τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Εδώ εμφανίζεται ένας άλλος Μακιαβέλι, πιο ριζοσπαστικός. Λέει ότι η αρετή δεν βρίσκεται στα πρόσωπα, αλλά στους θεσμούς. Ότι ο λαός, όταν είναι οργανωμένος, είναι πιο σοφός από έναν μόνο άρχοντα. Κι όμως, για να γεννηθεί μια ελεύθερη πολιτεία, χρειάζεται ένας άνθρωπος να πάρει επάνω του το αίμα. Όπως ο Ρωμύλος σκότωσε τον Ρέμο. Η πολιτική γέννα απαιτεί θυσία.
Τα τελευταία του χρόνια προσπαθεί να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική. Γράφει θεατρικά, συμμετέχει σε κύκλους διανοουμένων, δέχεται μικρές αποστολές από τους Μεδίκους. Το 1520 του ανατίθεται να γράψει την επίσημη Ιστορία της Φλωρεντίας. Την παραδίδει το 1525 στον Πάπα Κλήμη Ζ’. Παίρνει 120 δουκάτα ως αμοιβή – όχι όμως και αποκατάσταση.
Και το τέλος
Το 1527, η Φλωρεντία διώχνει ξανά τους Μεδίκους και ανακηρύσσει τη Δημοκρατία. Ο Μακιαβέλι περιμένει. Πιστεύει ότι θα τον καλέσουν πίσω. Αντί γι’ αυτό, τον αποκλείουν. Τον θεωρούν συμβιβασμένο, υπηρέτη της προηγούμενης εξουσίας. Απογοητεύεται. Λίγες εβδομάδες μετά, πεθαίνει από στομαχική λοίμωξη, 58 ετών. Χωρίς αξίωμα. Χωρίς δόξα. Χωρίς δικαίωση.
Αλλά η Ιστορία δεν γράφεται από τους θριάμβους. Γράφεται από εκείνους που λένε την αλήθεια τους. Ο Μακιαβέλι, με την ψυχρή του διαύγεια, γίνεται ο καθρέφτης της πολιτικής. Δεν μιλά για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος – μιλά για το πώς είναι. Και γι’ αυτό αντέχει. Γιατί η πολιτική, πέντε αιώνες μετά, παραμένει τόσο σκοτεινή όσο κι εκείνος την είδε.
Ίσως τελικά να μην ήταν «δάσκαλος του κακού». Ίσως να ήταν απλώς ο πρώτος που είχε το θάρρος να πει ότι ο κόσμος κυβερνιέται από ανθρώπους – όχι από αγγέλους. Κι ότι αν θέλεις να κρατήσεις την εξουσία, οφείλεις να καταλάβεις τη φύση τους. Όχι να την εξιδανικεύεις.
Γιατί πρώτα μαθαίνεις να επιβιώνεις χωρίς πολλά. Και μόνο μετά, αν είσαι τυχερός, να απολαμβάνεις.