Είναι μόλις 14 ετών όταν ξεκινά να δουλεύει δίπλα στον πατέρα του. Από τα γραφεία του χρηματιστηρίου, ο έφηβος Ντέιβιντ Ρικάρντο μαθαίνει να αφουγκράζεται τις κινήσεις της αγοράς, να καταλαβαίνει τις ρωγμές πριν τις δουν οι άλλοι. Οι αριθμοί του μιλάνε.
Στα 21 του ερωτεύεται την Πρισίλα. Την παντρεύεται, ασπάζεται τον Ουνιταρισμό και αψηφά την σεφαραδίτικη οικογένειά του. Ο πατέρας του τον αποκληρώνει. Η μητέρα του δεν του ξαναμιλάει ποτέ. Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο μένει μόνος. Και από αυτήν τη μοναξιά σφυρηλατεί τον δρόμο του.
Επενδύοντας…στο Βατερλώ
Το χρήμα δεν του λείπει για πολύ. Στήνει τη δική του επιχείρηση με κρατικά ομόλογα και γίνεται δεινός κερδοσκόπος στους ναπολεόντειους πολέμους. Η φήμη του θεριεύει όταν στοιχηματίζει υπέρ της νίκης του Ουέλινγκτον στη μάχη του Βατερλώ και αποκομίζει τεράστια κέρδη.
Μέχρι τα 40 του έχει συγκεντρώσει πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες – ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή. Και τότε… αποσύρεται. Δεν φεύγει, όμως, από τη δημόσια ζωή. Αγοράζει το Γκάτκομπ Παρκ, αποκτά τίτλο σερίφη στο Γκλόστερσαϊρ και, λίγο αργότερα, αγοράζει μια έδρα στο Κοινοβούλιο για 4.000 λίρες.
Μεταρρυθμιστής
Εκεί, δεν κάθεται να παρακολουθεί – μιλάει, παρεμβαίνει, απαιτεί. Ζητά έρευνα για τη σφαγή στο Πίτερλου. Καταψηφίζει τους δασμούς στη ζάχαρη και το ξύλο. Υπερασπίζεται τη μεταρρύθμιση της ποινικής δικαιοσύνης, την ελευθερία του λόγου, την κατάργηση της θανατικής ποινής για το έγκλημα της πλαστογραφίας. Είναι μεταρρυθμιστής. Και βλέπει μπροστά.
Πίσω από όλα αυτά, όμως, υπάρχει ένας νους που δεν εφησυχάζει. Ο Ρικάρντο δεν γράφει από ανάγκη για δόξα – γράφει γιατί δεν αντέχει να μην εξηγεί τον κόσμο. Το 1817 εκδίδει το Principles of Political Economy and Taxation, και αλλάζει την οικονομική σκέψη για πάντα.
Η αξία της εργασίας
Μιλά για την αξία της εργασίας, όχι ως κόστος, αλλά ως θεμέλιο κάθε αξίας. Ένα τραπέζι που απαιτεί δύο ώρες εργασίας έχει διπλάσια αξία από μια καρέκλα που απαιτεί μία ώρα, ανεξαρτήτως του ποιος τις φτιάχνει και τι αμοιβή λαμβάνει. Μια απλή ιδέα, που θα γίνει η βάση για τη θεωρία του Μαρξ.
Μιλά για το φαινόμενο των προσόδων: για τα κέρδη που αποκομίζει κάποιος όχι επειδή παράγει κάτι, αλλά επειδή κατέχει ένα περιουσιακό στοιχείο – μια γη, ένα προνόμιο, ένα μονοπώλιο. Είναι οι πρόσοδοι των ιδιοκτητών γης, των rentiers, που αυξάνονται χωρίς να προσφέρουν τίποτα στην παραγωγή. Είναι το παράσιτο που ροκανίζει την καρδιά του καπιταλισμού.
Και το συγκριτικό πλεονέκτημα
Μιλά, πάνω απ’ όλα, για το συγκριτικό πλεονέκτημα. Δεν έχει σημασία ποια χώρα είναι πιο αποδοτική γενικά, λέει. Σημασία έχει σε τι είναι σχετικά καλύτερη.
Αν η Αγγλία φτιάχνει μηχανές πιο φτηνά απ’ ό,τι το τσάι, κι αν η Κίνα φτιάχνει τσάι πιο φτηνά απ’ ό,τι μηχανές, τότε και οι δύο κερδίζουν από το εμπόριο.
Όχι παρά την ανισότητα, αλλά χάρη σ’ αυτή. Σε μια εποχή εθνικών ανταγωνισμών και δασμολογικών φραγμών, ο Ρικάρντο φωνάζει: «Ανοίξτε τα σύνορα! Το ελεύθερο εμπόριο αυξάνει την ευημερία όλων!»
Αλλά δεν τον ακούνε όλοι. Ο φίλος του, Τζον Λούις Μάλετ, γράφει: «Ο Ρικάρντο μιλά σαν να έχει βρει μαθηματικές αλήθειες. Θα γκρέμιζε αύριο το πολιτικό σύστημα, χωρίς να αμφιβάλλει στιγμή για το αποτέλεσμα.» Είναι αυτή η απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογική του – και η αδιαφορία του για την «πράξη» – που τον κάνει τόσο δυνατό και ταυτόχρονα τόσο εύκολο να τον αμφισβητήσεις.
Η κληρονομιά του
Ο Ρικάρντο πεθαίνει πρόωρα, το 1823, σε ηλικία μόλις 51 ετών. Μια μόλυνση στο αυτί φτάνει στον εγκέφαλο και τον παραλύει. Δεν ζει για να δει τη δικαίωση των ιδεών του – τις μεταρρυθμίσεις, την άρση των Νόμων για το Καλαμπόκι, την επικράτηση της ελεύθερης αγοράς. Αλλά η σκέψη του γίνεται θεμέλιο. Ο Κέινς θα πει αργότερα πως ο Ρικάρντο είναι «το ισχυρότερο μυαλό στην ιστορία της οικονομικής θεωρίας».
Ο Ρικάρντο δεν είναι οραματιστής με συναισθηματισμούς. Δεν είναι επαναστάτης του δρόμου. Είναι λογιστής της Ιστορίας, που μετατρέπει την καθημερινή συναλλαγή σε θεωρία, και την αγορά σε εργαλείο απελευθέρωσης. Από το χρηματιστήριο του Λονδίνου ως το βήμα του βρετανικού Κοινοβουλίου, και από τις θεωρίες της αξίας μέχρι τις διεθνείς συμφωνίες, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο δείχνει πώς ο κόσμος αλλάζει όχι μόνο με πάθος, αλλά με αριθμούς.